Εχτές και πάλι στη Βουλή, και μάλιστα μέσα από την ταιριαστή γλώσσα της κομπορρημοσύνης και της ταυτολογίας, πήρα για άλλη μια φορά εκλαϊκευμένο το μάθημα του Νίτσε στο «Περί αλήθειας και ψεύδους υπό εξωηθική έννοια» και ήταν φυσικό να θέσω ξανά το ερώτημα για τη σημασία της απόδοσης ανυπολόγιστης αξίας στην αλήθεια.

Ποιος αληθολογεί και κατά πόσο η αλήθεια εξαπατά; Ψεύδομαι σημαίνει ότι θέλω να εξαπατήσω τον άλλον λέγοντας μάλιστα ενίοτε το αληθές; Μπορεί κανείς να πει το ψευδές-εσφαλμένο χωρίς να ψεύδεται; Ή, μπορεί εξίσου να λέγει το αληθές με σκοπό να εξαπατήσει; Ψιλά γράμματα.

Δεν ξέρω τι λέει ο Μητσοτάκης για τον ψεύτη Τσίπρα. Πάντως, κάποτε στα ψέματά του άκουγα μια εκδήλωση επιτελεστικού τύπου που προϋπέθετε μια υπόσχεση αλήθειας. Το θέμα είναι γιατί η αλήθεια (της Αριστεράς) δεν συνέβη;