Την επείγουσα ανάγκη της ενίσχυσης του ΕΣΥ και των ανθρώπων του υπογράμμισε στην εισήγησή του στην ημερίδα του Ιδρύματος Ωνάση για την Υγεία, ο τομεάρχης Υγείας της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, Ανδρέας Ξανθός.
«Βιώνουμε τις τελευταίες μέρες μια ραγδαία επιδείνωση των επιδημιολογικών δεικτών στη χώρα και μια ανεξέλεγκτη διασπορά του ιού στο γενικό πληθυσμό. Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι, το έλλειμα προετοιμασίας και η εξάντληση των αντοχών του ΕΣΥ είναι αδιαμφισβήτητα, το «βάλτωμα» του εμβολιαστικού προγράμματος είναι επίσημα ομολογημένο. Αυτή είναι η αδιάψευστη εικόνα μιας αποτυχημένης και μη αξιόπιστης διαχείρισης, από μια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση που δεν πιστεύει στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας και στο ισχυρό Κοινωνικό Κράτος», σημείωσε ο κ. Ξανθός.
Δεν είχε την πολιτική βούληση η κυβέρνηση
«Και αυτός ακριβώς είναι ο βασικός πολιτικός λόγος που η κυβέρνηση είχε υιοθετήσει από την αρχή τη γραμμή της «προσωρινότητας» για την υγειονομική κρίση, σε πλήρη αντίθεση με τις διεθνείς επιδημιολογικές προβλέψεις. Επειδή δεν είχε την πολιτική βούληση να επενδύσει στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας και να στηρίξει ουσιαστικά και με μόνιμο τρόπο τις δομές (νοσοκομεία-ΚΥ-ΤΟΜΥ) και τους ανθρώπους του», πρόσθεσε.
«Έτσι, το μόνο που ενδιέφερε την κυβέρνηση ήταν η επικοινωνιακή διαχείριση, το «μαγείρεμα» των στοιχείων και η επικοινωνιακή προβολή ενός ανύπαρκτου success story. Γι’ αυτό υπήρχε και η αδιαφάνεια στα επιδημιολογικά δεδομένα, το έλλειμα πρόσβασης στα στοιχεία του ΕΟΔΥ, τα πολλαπλά κέντρα επιδημιολογικής επιτήρησης , η «εργαλειοποίηση» των ειδικών και η απαξίωση της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων κλπ. Σήμερα αυτό που χρειάζεται η χώρα, είναι όχι ο συμβιβασμός με τη ζοφερή υγειονομική πραγματικότητα, όχι η λογική της «λευκής πετσέτας» και της υποχώρησης των standards ασφαλείας με βάση τις απαιτήσεις της αγοράς, αλλά η αυστηροποίηση και ο έλεγχος εφαρμογής των μέτρων Δημόσιας Υγείας, παράλληλα με την σοβαρή ενίσχυση του ΕΣΥ», υπογράμμισε ο Ανδρέας Ξαθός.
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για τη διαχείριση της πανδημίας
Ο Ανδρέας Ξανθός τόνισε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία «θεωρεί ότι στη σημερινή φάση της πανδημίας, αυτό που χρειάζεται είναι μια νέα πολυπεπίπεδη υγειονομική στρατηγική με προτεραιότητα:
- Σχέδιο έκτακτης ανάγκης μπροστά την αιχμή του 4ου επιδημικού κύματος (ειδικά στη Βόρειο Ελλάδα) με αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων υγειονομικών δομών και δυνάμεων, με επίταξη ιδιωτικών κλινικών και αξιοποίηση των στρατιωτικών νοσοκομείων, αποτρέποντας την «κοβιντοποίηση» του ΕΣΥ και τη λειτουργική κατάρρευση των δημόσιων δομών υγείας, που δημιουργεί ακάλυπτες ανάγκες και ανισότητες στη φροντίδα (βλ. ΕΛΣΤΑΤ: τον τελευταίο χρόνο το 37% του πληθυσμού δηλώνει ότι δεν υποβλήθηκε σε αναγκαίες ιατρικές εξετάσεις και θεραπείες, ποσοστό που στα φτωχά στρώματα φτάνει στο 51% ).
- Πειστικό εμβολιαστικό restart, με διερεύνηση του κοινωνικού προφίλ των ανεμβολίαστων και στοχευμένη παρέμβαση Αγωγής Υγείας στην κοινότητα και στους πληθυσμούς υψηλής ευαλωτότητας (ηλικιωμένοι, καρκινοπαθείς, πρόσφυγες-μετανάστες, Ρομά, άστεγοι, τοξικοεξαρτημένοι κλπ). Το στοίχημα είναι να αποκατασταθεί η αξιοπιστία του εμβολιαστικού εγχειρήματος και να «εμβολιάσουμε» με εμπιστοσύνη και ασφάλεια την κοινωνία. Η κρίση εμπιστοσύνης ενός σημαντικού τμήματος της κοινωνίας προς την κυβέρνηση, αλλά ευρύτερα προς Πολιτεία, τους θεσμούς και την Επιστήμη, δεν μπορεί να ξεπεραστεί με μέτρα μη αναλογικά και άδικα (πχ υποχρεωτική αργία μη εμβολιασμένων εργαζομένων στο ΕΣΥ και στην Πρόνοια ) ή με ρυθμίσεις εκβιαστικές και τιμωρητικές, που ενισχύουν το αντιεμβολιαστικό ρεύμα.
Για την πρόληψη της διασποράς του ιού
- Αναβαθμισμένη επιδημιολογική επιτήρηση στην κοινότητα, με έμφαση στην πρόληψη της διασποράς, στην έγκαιρη ανίχνευση και ιχνηλάτηση κρουσμάτων, στην πρόβλεψη και κατάλληλη φροντίδα (νοσηλευτική-φαρμακευτική) των περιστατικών με πιθανότητα σοβαρών παρενεργειών, στη δραστική ενίσχυση και αναδιοργάνωση των κρίσιμων «κρίκων» του συστήματος ( ΠΦΥ, προνοσοκομειακή φροντίδα, ΤΕΠ, κλινικές και ΜΕΘ-covid, αποθεραπεία-αποκατάσταση για το σύνδρομο long covid ), και, φυσικά, στη σοβαρή ενίσχυση του ΕΣΥ και των υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας της χώρας.
- Χρειάζεται επειγόντως αλλαγή της επιδημιολογικά αστήρικτης και υγειονομικά επισφαλούς γραμμής ότι έχουμε «πανδημία ανεμβολίαστων» και άρα τα μέτρα πρέπει να αφορούν μόνο αυτούς. Είναι λάθος μήνυμα ότι οι εμβολιασμένοι έχουν «διαβατήριο ελευθερίας» και μπορούν να επιστρέψουν στην κανονικότητα τους χωρίς κίνδυνο και χωρίς κανένα περιορισμό. Όταν έχεις κρίση Δημόσιας Υγείας σε έξαρση, δεν είναι κανένας ασφαλής και δεν υπάρχει κανονικότητα για κανένα.
Πού απαιτείται αυστηροποίηση των μέτρων
- Αντίθετα, απαιτείται αυστηροποίηση των υγειονομικών μέτρων στους κλειστούς χώρους (εστίαση, διασκέδαση, αμφιθέατρα, συνέδρια, αθλητικές και κοινωνικές εκδηλώσεις), μείωση των ποσοστών πληρότητας (πχ 70%) και περιορισμοί στα ωράρια, ακόμα και για τους εμβολιασμένους, ειδικά στις «κόκκινες» περιοχές. Προφανώς δεν μπορούν να υπάρχουν εξαιρέσεις (πχ εκκλησίες) από την υποχρέωση αρνητικού τεστ. Και τέλος, χρειάζονται αυστηρά μέτρα και συστηματικοί έλεγχοι στους χώρους εργασίας, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, στα μέσα μαζικής μεταφοράς και στις κλειστές δομές.
- Δέσμη μέτρων για την ενδυνάμωση του ΕΣΥ και την ενίσχυση του ηθικού των ανθρώπων του που θα δίνουν το σήμα μια γενναίας επένδυσης στο ανθρώπινο δυναμικό του και τις υποδομές του και όχι της υπονόμευσης του δημόσιου χαρακτήρα του μέσω των ΣΔΙΤ. Τέτοιες παρεμβάσεις είναι η αυτόματη προκήρυξη όλων των κενούμενων λόγω συνταξιοδότησης θέσεων στα νοσοκομεία-ΚΥ, η διασφάλιση της μόνιμης εργασιακής προοπτικής των συμβασιούχων, ένα πολυετές πλάνο τουλάχιστον 15.000 μόνιμων προσλήψεων στο ΕΣΥ και, κυρίως, μια σοβαρή αναβάθμιση των συνθηκών αμοιβής, εργασίας και εκπαίδευσης στο σύστημα, με νέο πλαίσιο κινήτρων προσέλκυσης γιατρών σε άγονες περιοχές και ειδικότητες.
- Μόνο έτσι μπορεί να αντιμετωπιστεί η κρίση στελέχωσης στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας και να αντιστραφεί το brain drain των νέων γιατρών-επαγγελματιών υγείας. Όλα τα παραπάνω προαπαιτούν επιπλέον δημοσιονομικό χώρο και στρατηγική σύγκλισης με το μέσο όρο της Ευρώπης στις δημόσιες δαπάνες υγείας (7% του ΑΕΠ)».