O παππούς των ενενήντα δύο χρόνων στο ορεινό χωριό της Νάξου λέει πως δεν έχει φύγει ούτε μια μέρα από το νησί και δεν έχει μπει ποτέ του στη θάλασσα. Και οι μέρες που πήγε σε κάποιο άλλο μέρος του νησιού, πέρα από το χωριό, μετρημένες στα δάχτυλα. Μπορεί να λέει αλήθεια, μπορεί όχι. Για τη θάλασσα, τον πιστεύω. Δεν είναι ο πρώτος νησιώτης που συνάντησα. Τη βλέπουν μια ζωή από ψηλά, από μακριά, από δίπλα, αλλά μέσα ποτέ. Στην αρχή ήταν φόβος και μετά απλά την αγνόησαν. Αναγκαίο κακό ή καλό για την οριοθέτηση της μοναχικότητάς του.

Μια παρέα νεαρών κοριτσιών ζήτησε να φωτογραφηθούν μαζί του. Δεν είπε ούτε ναι ούτε όχι. Δεν έκανε καμία κίνηση, φυσικά δεν χαμογέλασε, στάθηκε όπως στεκόταν όλη την προηγούμενη ώρα. Το σώμα δεν αντέδρασε στη μηχανή και κυρίως δεν αντέδρασε ούτε στο σφρίγος της νιότης και της ομορφιάς που βρέθηκαν για λίγες στιγμές αγκαλιά του. Και καλά το σώμα, αλλά κανένα πανηγύρι δεν ξύπνησε στο μυαλό του; Καμία πεθαμένη δεν του χαμογέλασε; Πέρα από τα κορμιά, έχουν χαθεί για πάντα και όλες οι αποδείξεις ότι κάποτε υπήρξαν;

Δεν ξέρω τι ζωή έχει ζήσει κάποιος που δεν μπήκε ποτέ του σε θάλασσα, μου είναι πολύ ξένο, κι ας υποστήριζε το ίδιο και η γιαγιά μου, που ξέρω τι ζωή έζησε και δεν είναι για να τη διαφημίσεις. Δέντρα – κυριολεκτικά – με ρίζες στο πλακόστρωτο της πλατείας του χωριού, που φτάνουν μέχρι το σπίτι, την εκκλησία και το νεκροταφείο. Από εκεί και πέρα δεν υπάρχει τίποτα αξιόλογο. Μόνο η θάλασσα και κάτι εικοσάχρονα κορίτσια.

Πέρασα πάλι μετά από δύο ώρες περίπου. Ακριβώς στην ίδια καρέκλα με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο μπαστούνι του. Ενενήντα δύο χρόνια και δύο ώρες. Και τα κορίτσια δύο ώρες μεγαλύτερα. Νομίζω πως τον είδα να κρυφογελάει. Μάλλον εκεί μας γλεντάει, στον χρόνο που βλέπει να τρέχει πάνω μας. Αν όντως γελούσε το θεωρώ μεγάλη αλητεία, δεν χτυπάς ποτέ εκεί τους ανθρώπους. Αν αγαπούσες τη θάλασσα θα το είχες μάθει αυτό. Αλλά μπορεί να κάνω και λάθος.

Πριν από αρκετά χρόνια, σε άλλο νησί, μια γιαγιά έδωσε τη δική της αλήθεια. Οταν τη ρώτησα γιατί δεν πλησιάζει ποτέ της τη θάλασσα μου είπε να μετρήσω τις μαύρες μαντίλες στο χωριό. «Είναι πολλοί οι πνιγμένοι, παιδάκι μου». Για οτιδήποτε αγαπάς υπάρχει τουλάχιστον ένας άνθρωπος που έχει λόγους να το μισεί. Ακριβώς όπως εμείς είμαστε οι κακοί μέσα στην ιστορία κάποιου άλλου.

Επειτα είναι και το άλλο. Ανάμεσα στα δικά μας τουριστικά καλοκαίρια αυτοί οι άνθρωποι ζουν εκεί και τους χειμώνες τους. Και είναι σκληροί. Δεν είναι μέρος της δικής μας ανάγκης για γραφικά σκηνικά. Εχουν αληθινούς θανάτους. Μας νοικιάζουν μόνο κάνα δωμάτιο, δεν έχουν καμία υποχρέωση να μας εξηγήσουν κάτι.