Τις ημέρες αυτές , ξεχωρίζουμε από το Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ» πασχαλινά διηγήματα που δημοσιεύθηκαν στις δύο εφημερίδες.

Σήμερα, Κυριακή του Πάσχα του 2024 παρουσιάζουμε τον «Φαγά», του Δημήτρη Ψαθά, που δημοσιεύθηκε στα «ΝΕΑ» στις 18 Απριλίου 1960.

«ΤΑ ΝΕΑ», 18.4.1960, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Έφαγε την μαγειρίτσα του, έφαγε τ’ αυγά του, έφαγε τις συκωταριές – τηγανητές – έφαγε τ’ αρνί του, έφαγε τις πατάτες του ήπιε και το κρασί του από πάνω – ποτηρούκλες! – και τώρα μού κάθεται τουμπανιασμένος και με κυττά:

–       Τι γίνεται; Μου λέει.

–       Χριστός Ανέστη, του απαντώ.

–       Αληθώς ο Κύριος, μου λέει, αλλά φούσκωσα.

–       Υπομονή, του λέω, και θα ξεφουσκώσης.

–       Δεν θα μπορέσω, μού λέει, γιατί θα ξαναφάω.

–       Να ξαναφάς, του λέω, αλλά πρόσεχε, γιατί θα σκάσης!

–       Δεν σκάω, μού λέει, γιατί το φχαριστιέμαι.

–       Το φχαριστιέσαι, του λέω, αλλά τουμπανιάστηκες.

–       Τουμπανιάστηκα, μου λέει, αλλά μ’ αρέσει!

«ΤΑ ΝΕΑ», 18.4.1960, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Και προσθέτει:

–       Πάσχα είναι, βρε αδερφέ, να μη το γλεντήσουμε λιγάκι; Έχω, εξ ‘αλλου, πάρει δυό αρνιά για το Τριήμερο. Ποιος θα τα φάη; Εγώ θα τα φάω για να ευχαριστήσω και τον Κύριον!

–       Ο Κύριος, του λέω, δεν είπε να τρώνε και να σκάνε οι Χριστιανοί.

–       Δεν ξέρω, μου λέει, τι είπε ακριβώς ο Κύριος επάνω στο φαΐ, αλλά εγώ έτσι το αντιλαμβάνομαι το Πάσχα. Να τρώω και να πίνω και να υμνώ τον Κύριον!

–       Τον Κύριον, του λέω, δεν τον υμνούν με το φαΐ, αλλά με την καρδίαν καθαράν.

–       Και την κοιλίαν γεμάτην! Μου προσθέτει και φωνάζει: Αναστασία! Φέρε ένα κοψίδι, να μην καθόμαστε!

Κι ύστερα εξηγεί:

–       Γιορτάζει, βλέπεις κι η κυρά μου, πρέπει να την τιμήσω.

–       Όλους, του λέω, τους τιμάς με τις μασέλες σου εσύ! Δεν κουράστηκες λοιπόν, ακόμα αθεόφοβε;

–       Κουράζομαι, μου λέει, αλλά ξεκουράζομαι.

Τρώω, μισοχωνεύω και ξανατρώω γιατί μ’ αρέσει το φαΐ. Είναι ωραίο πράμμα!

Έρχεται η γυναίκα του, στρώνει το τραπεζάκι εκεί μπροστά μας, φέρνει πιατέλα με κοψίδια, βάζει στη μέση και την μπουκάλα με το κρασί και με μια γρήγορη ματιά της κρίνει ότι είν’ εν τάξει. Αλλά ο φίλος βρίσκει ότι δεν είναι εν τάξει:

–       Αυγά, φωνάζει. Πούντα!

–       Α, ναι αμέσως.

–       Και συκωτάκια, φωνάζει. Πούντα!

–       Α, ναι θα φέρω.

–       Ψωμί δεν βλέπω, ξαναφωνάζει. Πούντο!

–       Μα θα ξαναφάς, καϋμένε Νικολάκη, διαμαρτύρεται, επί τέλους η κυρά του. Έχεις καταχωνιάσει τον περίδρομο.

«ΤΑXYΔΡΟΜΟΣ», 16.4.1960, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Αλλά ο φίλτατος απαντά αξιωματικά:

–       Οι γυναίκες δεν μιλάνε! Μόνο υπακούνε στις προσταγές των αφεντάδων. Ε;

–       Ο Θεός να σε φυλάη, του λέει η γυναίκα του.

–       Ο Θεός με φυλάει γιατί τρώω! Απόδειξις ότι παίρνει εκείνους που δεν τρώνε!

Και ξεσπώντας σ’ ένα πλατύ κι ευδαιμόνιον γέλιο για την επιτυχημένη παρατήρηση, δαγκώνει ένα κοψίδι και σηκώνει το ποτήρι:

–       Άντε εις υγείαν, λέει.

–       Άντε στην υγειά σου, λέω.

–       Χριστός Ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας!

–       Και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος.

–       Χαρισάμενος και χορτασμένος! Μου λέει, και κλου – κλου κατεβάζει την ποτηρούκλα.

(…)

Ο Νικολάκης μεταφράζει όλη την ευλάβειά του σε φαΐ και κάνει θραύση γαστριμαργική στα αγαθά που με κατανυκτική προσοχή πηγαίνει και ψωνίζει ο ίδιος απ’ την αγορά.

«ΤΑ ΝΕΑ», 16.4.1960, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Φάγαμε απ’ τους μεζέδες, ήπιαμε απ’ το κρασί, είπαμε δεκαεφτά φορές Χριστός Ανέστη κι όταν είδα πως τα σαγόνια του ηρέμησαν λιγάκι, νόμισα καθήκον μου να τον συμβουλεύσω:

–       Φίλτατε Νικολάκη, ζωή νάχης, αλλά έτσι που πάς, νομίζω ότι πας χαμένος.

Απόρησε:

–       Γιατί;

–       Γιατί αν δεν μαζέψης λίγο το φαΐ σου, καμμιά μέρα θα μείνης τέζα.

(…)

–       Α, αυτό λες; Χα χα χα! Αμ γι’ αυτό τρώω! Για να πάω χορτασμένος. Ξέρω γω αν στον Παράδεισο θαχη φαΐ;

Κι ακόμα γελά ο αθεόφοβος.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 17.4.1960, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»