Από χρονιά σε χρονιά τον περιμένουμε, όμως εκείνος δεν εμφανίζεται. Μέχρι να τον δούμε να παρουσιάζει δουλειά του στα Σφαγεία της Υδρας, τον χώρο του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ, το καλοκαίρι του 2022 – πάντα καλώς εχόντων των πραγμάτων, γιατί η πανδημία δεν φαίνεται να μας εγκαταλείπει σύντομα -, ο Τζεφ Κουνς θα δείχνει τα έργα του αλλού στην Ευρώπη. Οπως στη Μασσαλία και το μουσείο της Mucem, όπου παρουσιάζεται αυτή την περίοδο η έκθεση «Jeff Koons Mucem. Works from the Pinault Collection».

Οπως μπορεί να φανταστεί κανείς, το κόνσεπτ της βασίζεται στην αντιπαράθεση 19 έργων του Κουνς από τη Συλλογή Πινό με ορισμένα από τα εκθέματα του εθνικού αυτού μουσείου. Επί της ουσίας πρόκειται για μια πολύ επιλεκτική αναδρομή στην καριέρα του (αριθμεί πλέον 35 ολόκληρα χρόνια), η οποία συνδιαλέγεται με ορισμένα έργα του πληθωρικού Mucem (Μουσείο Ευρωπαϊκών και Μεσογειακών Πολιτισμών), το οποίο στεγάζει τεκμήρια πολιτισμού λαών της Μεσογείου από τη νεολιθική εποχή έως και τη σύγχρονη δημιουργία: από αντικείμενα που συνδέονται με την κεραμική μέχρι εκείνα που σχετίζονται με την τέχνη του τσίρκου, τον χορό, το κουκλοθέατρο και τις ταυρομαχίες αλλά και τις παραδοσιακές γεωργικές τεχνικές. Διότι το μουσείο άνοιξε μεν το 2013, έχει όμως μια ιστορία περίπου 130 χρόνων να το συνοδεύει, από την άποψη ότι σε αυτό βρίσκεται το περιεχόμενο του Εθνολογικού Μουσείου του Τροκαντερό στο Παρίσι (1878-1936) και των δύο μουσείων που το διαδέχθηκαν: του Μουσείου του Ανθρώπου και του Musée national des Arts et Traditions Populaires. Ετσι το Mucem διαθέτει μια μεγάλη και σύνθετη συλλογή. Την απαρτίζουν 250.000 αντικείμενα, 350.000 φωτογραφίες, 200.000 αφίσες και καρτ ποστάλ, 150.000 έργα τέχνης, και διανθίζεται διαρκώς. O ίδιος ο Κουνς άντλησε υλικό, περισσότερα από 300 αντικείμενα από αυτό το χαοτικό υλικό, για να αντιπαραβληθεί με τα έργα του σε μια έκθεση που φέρει τη σφραγίδα της ανεξάρτητης επιμελήτριας Ελενα Γκέουνα και της διευθύντριας των συλλογών του Mucem, Εμιλί Ζιράρ. Ο στόχος ήταν «να προσκαλέσουν τον επισκέπτη της έκθεσης να αναλογιστεί πώς η ομορφιά αναδύεται από τα αντικείμενα και πώς απηχεί το βλέμμα του καλλιτέχνη».

Η σύνδεση είναι τελικά μάλλον επιφανειακή, όπως τουλάχιστον μπορεί να κρίνει κανείς εξ αποστάσεως, καθώς μόνο οπτικά και – έστω παιγνιωδώς – παραπέμπουν στο έργο του 66χρονου Κουνς. Για παράδειγμα, δίπλα σε ένα έργο από τη σειρά «Lobster» (2007-2012), έναν υπερμεγέθη αστακό από καλογυαλισμένο ανοξείδωτο ατσάλι, βλέπει κανείς μια φωτογραφία του ακροβάτη Σάντι Αλφαράμπι με τα χέρια να σχηματίζουν την ίδια σχεδόν τριγωνική διάταξη με το σώμα προκειμένου να επιτευχθεί η ισορροπία, όπως συμβαίνει και με το αυτόνομα ισορροπημένο μαλακόστρακο. Ή στο μνημειώδες «Bluebird Planter» (2010-2016), άλλο ένα γλυπτό από καλογυαλισμένο ανοξείδωτο ατσάλι, αντιπαραβάλλεται μια επιλογή εκθεμάτων τα οποία έχουν, όπως κι αυτό, τη μορφή πτηνού.

Προφανώς η ατραξιόν είναι τα ίδια τα έργα του Κουνς. Στην έκθεση μπορεί να δει κανείς πρώιμα έργα της σειράς «Τhe New» (1979-1980), όπου ως επίδοξος απόγονος του Μαρσέλ Ντισάν, και σύγχρονος πρεσβευτής των σουρεαλιστών και της ποπ αρτ, «εγκιβώτιζε» ηλεκτρικές σκούπες με εντυπωσιακά ονόματα σε κουτιά plexiglas φωταγωγημένες με λαμπτήρες φθορισμού, όπως και εκείνα της σειράς «Celebration» μέσω των οποίων αποτίνει φόρο τιμής στα παραφερνάλια που συνοδεύουν τους εορτασμούς για τα θεμελιώδη, υποτίθεται, ορόσημα μιας ζωής όπως τα γενέθλια, ο γάμος ή το να γίνεσαι γονιός. Aπό αυτή τη σειρά ξεπήδησαν τα γιγαντιαία «Balloon dogs» (1994-2000) αλλά και οι εξωφρενικές τιμές για την απόκτησή τους, όπως συνέβη με ένα φουσκωτό σκυλάκι χρώματος πορτοκαλί («Balloon Dog, orange») το οποίο πουλήθηκε από τους Christie’s για 58,4 εκατ. δολάρια το 2013 θέτοντας ένα νέο ρεκόρ για τιμή πώλησης έργου καλλιτέχνη που βρίσκεται εν ζωή. Από κοντά και έργα από τη σειρά «Gazing Ball» στα οποία επικολλά σφαίρες από μπλε φυσητό γυαλί σε αντίγραφα κλασικών αγαλμάτων, με την αντανακλαστική επιφάνεια να αιχμαλωτίζει τον περιβάλλοντα χώρο, καθώς ο Κουνς πιστεύει ότι λειτουργεί ως «ένας μηχανισμός σύνδεσης». Δεν θα μπορούσαν βέβαια να λείπουν και έργα από τους πίνακες της σειράς «Antiquity» στα οποία ο καλλιτέχνης, που θεωρείται ένας από τους επιδραστικότερους της γενιάς του, διερευνά πώς αναπαριστώνται ο έρωτας, ο ερωτισμός, η θηλυκότητα μέσα από γλυπτά της αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής τέχνης που «συνυφαίνονται» με δείγματα σύγχρονης εικονογραφίας.

Το άνοιγμα του μουσείου στη σύγχρονη τέχνη δεν είναι πρόσκαιρο ή ευκαιριακό. Οι εκθέσεις που προηγήθηκαν αυτής του Κουνς ήταν αφιερωμένες στον Πικάσο και στον Ζαν Ντιμπιφέ, οπότε τα έργα της συλλογής του Πινό «συνεχίζουν την παράδοση του μουσείου με αφιερώματα σε θρυλικούς καλλιτέχνες οι οποίοι προσδίδουν νόημα στις κοινωνίες πάνω στις οποίες στοχάζονται». Αλλωστε ο Κουνς, ο οποίος αγάπησε τον σουρεαλισμό, το dada και ταυτίστηκε τελικά με την ποπ αρτ, ήθελε πάντα να ανατρέχει στην ιστορία της τέχνης και να φέρνει το μεγαλείο της στα ανάλαφρα και ειρωνικά έργα του, τα οποία ενίοτε δοξάζουν και το μεγαλείο της διαφήμισης. «Η τέχνη σού επιτρέπει να συνδέεσαι με το παρελθόν μέσα από την Ιστορία με τον ίδιο τρόπο που το κάνει η Βιολογία. Πάντα αναζητώ πηγές για να αντλήσω υλικό για τη δουλειά μου» είναι το μάντρα του.

H Συλλογή Πινό καλά κρατεί

O Φρανσουά Πινό, πατέρας του Φρανσουά Ανρί και πεθερός της Σάλμα Χάγεκ, άρχισε να συλλέγει στις αρχές της δεκαετίας του ’70, εποχή που είχε το βλέμμα του στραμμένο σε πιο συντηρητικές κατευθύνσεις, όπως σε ζωγράφους της Σχολής Pont-Aven, οι οποίοι εμπνέονταν από το έργο του Γκογκέν. Το φυλαχτό της συλλογής του, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι ο πίνακας του Πoλ Σεριζιέ «Cour de ferme en Bretagne» (1891), τον οποίο απέκτησε το 1972. Από τους Ναμπί στον κυβισμό και τις πρωτοπορίες του 20ού αιώνα, στην αφαίρεση, τον μινιμαλισμό και τελικά στις πιο σύγχρονες εκφάνσεις της τέχνης ο Πινό έχτισε μια από τις μεγαλύτερες συλλογές στον κόσμο, στην οποία συνυπάρχουν πολλές γενιές καλλιτεχνών, κλασικών, εδραιωμένων αλλά και ανερχόμενων, οι οποίοι προέρχονται από διαφορετικούς πολιτισμούς και κουλτούρες. Οπως για παράδειγμα έργα των Πικάσο και Μόντριαν, αλλά και ορισμένα από τα darlings των δημοπρασιών, όπως ο Τακάσι Μουρακάμι, ο Ντάμιεν Χιρστ, ο Ουρς Φίσερ και βεβαίως ο Τζεφ Κουνς.

Μάλιστα από το 1998 απέκτησε το πλειοψηφικό πακέτο μετοχών του οίκου Christie’s για 1,2 δισ. δολάρια. Σήμερα η αξία της συλλογής του υπολογίζεται στα 29 δισ. δολάρια, ενώ η συνολική περιουσία του ανέρχεται στα 53,5 δισ. δολάρια. Ο 85χρονος monsieur Πινό, ο οποίος παράτησε το σχολείο στα 16 του για να δουλέψει στο οικογενειακό εργοστάσιο ξυλείας και ίδρυσε τον όμιλο ειδών πολυτελείας Kering το 1963 (σήμερα του ανήκουν διάσημα brands όπως Gucci, Alexander McQueen, Yves Saint Laurent, Balenciaga), τον οποίο διευθύνει από το 2003 ο υιός Φρανσουά-Ανρί, παρουσιάζει έργα της συλλογής του συχνά πυκνά μέσα από δανεισμούς στη Γαλλία και στο εξωτερικό αλλά και χρησιμοποιώντας τα μουσεία του. Με πρώτο το Palazzo Grassi, το οποίο εγκαινίασε ως χώρο τέχνης στη Βενετία το 2006, αλλά και το κτίριο Punta della Dogana, το οποίο ακολούθησε το 2009. Πιο πρόσφατα και μέσα από το Bourse de Commerce, το παλιό Χρηματιστήριο του Παρισιού, το οποίο προσάρμοσε στα σύγχρονα δεδομένα ο αρχιτέκτονας Ταντάο Αντο, όπως και τα υπόλοιπα, προκειμένου να στεγάσει τη μυθική συλλογή του.