Το διαθέσιμο στοκ εμβολίων Covid-19 φαίνεται πως επαρκεί για πολύ περισσότερους ανθρώπους από ό,τι νομίζαμε.

Το εμβόλιο mRNA της Moderna προσφέρει επαρκή προστασία ακόμα και όταν χορηγείται στο ένα τέταρτο της κανονικής δόσης, δείχνει αμερικανική μελέτη που παρουσιάζεται ως μη ελεγμένη προδημοσίευση. Αυτό σημαίνει ότι η παραγωγή της εταιρείας αρκεί για την κάλυψη τετραπλάσιου αριθμού ληπτών.

Η χορήγηση μειωμένης δόσης δεν είναι εξάλλου καινούργια, ιδέα: από το 2016 η πρακτική εφαρμόζεται για την επέκταση των εμβολιασμών κατά του κίτρινου πυρετού στην Αφρική και τη Νότια Αμερική, επισημαίνει το περιοδικό Nature.

Για να διαπιστώσουν αν οι δόσεις μπορούν να μοιραστούν και στην περίπτωση της Covid-19, ερευνητές του Ινστιτούτου Ανοσολογίας της Λα Τζόλα στην Καλιφόρνια υπέβαλαν σε νέο γύρο εξετάσεων ορισμένους από τους εθελοντές της αρχικής κλινικής μελέτης της Moderna.

Οι εθελοντές της εταιρείας είχαν χωριστεί σε ομάδες στις οποίες δοκιμάστηκαν τρεις διαφορετικές δόσεις: 25, 100 ή 250 mg mRNA, το βασικό συστατικό του εμβολίου. Η μέγιστη δόση βρέθηκε να προκαλεί υπερβολικά έντονες παρενέργειες, ενώ η ελάχιστη προσέφερε τη χαμηλότερη ανοσιακή απόκριση. Η εταιρεία αποφάσισε τότε να ακολουθήσει τη μέση οδό των 100 mg, η οποία πετυχαίνει την καλύτερη ισορροπία ως προς τα οφέλη και τις παρενέργειες.

Το τελικό εμβόλιο της Moderna περιέχει έτσι 100 mg mRNA, παρόλο που η ίδια η Moderna διαπίστωσε αργότερα ότι ακόμα και η μισή δόση θα προσέφερε την ίδια προστασία.

Η ερευνητική ομάδα που υπογράφει τη νέα μελέτη αναφέρει τώρα πως ακόμα και η δόση των 25 mg δείχνει επαρκής.

Η μελέτη επανεξέτασε εθελοντές της Moderna που είχαν λάβει δύο δόσεις των 25 μικρογραμμαρίων με μεσοδιάστημα 28 ημερών.

Έξι μήνες μετά τη δεύτερη δόση, σχεδόν όλοι οι εθελοντές εμφάνιζαν ικανοποιητικά επίπεδα εξουδετερωτικών αντισωμάτων και κυτταρικής ανοσίας, αναφέρουν οι ερευνητές.

Τα επίπεδα ανοσίας εκτιμάται ότι ήταν περίπου ίδια με αυτά που καταγράφονται μετά τη φυσική λοίμωξη, αν και ήταν χαμηλότερα από αυτά που προσφέρει ο εμβολιασμός με τη δόση των 100 mg.

Οι συντάκτες της μελέτης αναγνωρίζουν πως για να εφαρμοστεί στην πράξη μια μείωση της δόσης απαιτούνται κλινικές μελέτες. Μια τέτοια μελέτη για το εμβόλιο της Pfizer έχει ήδη ξεκινήσει στο Βέλγιο.

Άλλοι ειδικοί θεωρούν ότι απλά δεν υπάρχει χρόνος για συγκέντρωση περισσότερων δεδομένων. «Δεν πρέπει να περιμένουμε τόσο πολύ» λέει η Σάρα Κόμπεϊ του Πανεπιστημίου του Σικάγο στο Ίλινοϊ, η οποία πριν από μερικές εβδομάδες υπέγραφε άρθρο σχολιασμού με το οποίο στήριζε την ιδέα της μείωσης δόσεων.

Το ίδιο πιστεύει κκαι ο Άλεξ Τάμπαροκ, οικονομολόγος του Πανεπιστημίου «Τζορτζ Μέισον» στη Βιρτζίνια.

«Αν το είχαμε κάνει τον Ιανουάριο, θα μπορούσαμε να έχουμε εμβολιάσει δεκάδες εκατομμύρια επιπλέον ανθρώπους, ίσως και εκατοντάδες εκατομμύρια» σχολίασε.

Σύμφωνα με έρευνα της ομάδας του που παρουσιάζεται ως προδημοσίευση, η τακτική της μειωμένης δόσης θα προλάμβανε περισσότερα κρούσματα και θανάτους από ό,τι οι σημερινές πολιτικές.