Βαθμολογία
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη

Ο «Πατέρας», η ταινία για την οποία φέτος ο Αντονι Χόπκινς απέσπασε το δεύτερο Οσκαρ της καριέρας του, ξεχωρίζει στις αίθουσες.

«Ο πατέρας» («The father», Αγγλία, 2020) του Φλόριαν Ζέλερ

Μιλώντας για αυτήν την ταινία είσαι αναγκασμένος να ξεκινήσεις με την άλλον αυτονόητη επισήμανση που αφορά την τρομερή και συγχρόνως γενναία ερμηνεία του Αντονι Χόπκινς για την οποία απέσπασε το δεύτερο Οσκαρ της καριέρας του.

Τρομερή γιατί ο Ουαλλός ηθοποιός καταφέρνει κυριολεκτικά να σε καθηλώσει ενώ παίζει έναν άνθρωπο στα όρια της άνιας, κάτι που με κάποιον άλλο ηθοποιό στην θέση του ίσως ήταν ως και θλιβερό. Και την ίδια στιγμή γενναία, διότι ο άνθρωπος αυτός, ο ήρωας της ταινίας, έχει το ίδιο όνομα και την ίδια ακριβώς ηλικία με τον Χόπκινς (κάπου αναφέρει ότι γεννήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1937 που είναι και η πραγματική ημερομηνία γέννησης του ηθοποιού).

Αρα αυτομάτως μπορείς να σκεφτείς ότι αυτή η ταινία υπήρξε και μια άσκηση αυτοψυχανάλυσης ή ψυχοθεραπείας του Χόπκινς, ένας τρόπος για να πολεμήσει τους δικούς του δαίμονες σχετοικούς με την ζωή, τον θάνατο ή την ίδια την άνια που αποτελεί τον απόλυτο εφιάλτη όχι μόνο αυτών που τον ζουν αλλά και εκείνων που βρίσκονται δίπλα τους.

Ενας από αυτούς τους ανθρώπους, εν προκειμένω, είναι η κόρη του πατέρα την οποία υποδύεται σε μια εξίσου θαυμάσια στιγμή της η Ολίβια Κόλμαν: μια ηρωίδα με την οποία μπορείς να υποψιαστείς ότι πολύς κόσμος ο οποίος έχει ζήσει ανάλογες καταστάσεις (και δυστυχώς είναι πολλοί αυτοί οι άνθρωποι) θα ταυτιστεί (επίσης υποψήφια για το Β ρόλου). Όμως όλο το filmmaking αυτής της τρομερά σκληρής μα συγγχρόνως ειλικρινούς ταινίας που σκηνοθέτησε στο νετμπούτο του ο Φλόριαν Ζέλερ, είναι συναρπαστικό, κυρίως σε ότι αφορά το μοντάζ που υπογράφει ο Ελληνας (και επίσης υποψήφιος για Οσκαρ) Γιώργος Λαμπρινός. Ο τρόπος με τον οποίο καταφέρνει να σε μεταφέρει σε διαφορετικούς χρόνους χωρίς να το κατάλαβαίνεις και παρότι όλη η ταινία είναι γυρισμένη μέσα στον ίδιο χώρο, ένα σπίτι, είναι για να διδάσκεται σε σχολές!

Βαθμολογία: 3 ½

ΑΘΗΝΑ: ΦΙΛΟΘΕΗ – ΑΙΓΛΗ ΖΑΠΠΕΙΟΥ – ΘΗΣΕΙΟΝ – ΑΘΗΝΑΙΑ – ΕΛΛΗΝΙΣ – ΜΠΟΜΠΟΝΙΕΡΑ – ΦΛΟΙΣΒΟΣ – ΛΙΛΑ – ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ – ΦΙΛΙΠ – ΑΛΟΜΑ – ΡΙΑ – ΒΑΡΚΙΖΑ – ΛΑΟΥΡΑ – ΑΜΥΝΤΑΣ – ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ – TOWN CINEMAS – VILLAGE MALL – ΜΑΡΙΕΛ – COOL ΤΥΜΒΟΣ κ.α. ΘΕΣ/ΚΗ: ΕΛΛΗΝΙΣ – ΠΑΝΟΡΑΜΑ

——————————————-

«Black Widow» (ΗΠΑ, 2021) της Kέιτ Σόρτλαντ

Πρόκειται για την πρώτη περιπέτεια της ηρωίδας του τίτλου χωρίς τους «Εκδικητές» και την οποία υποδύεται και πάλι η Σκάρλετ Τζοχάνσον που εδώ κρατά και καθήκοντα executive producer. Η ταινία εξερευνά το παρελθόν της Νατάσα Ρομανόφ (Τζοχάνσον) και στο πως εξελίχθηκε στην σούπερ ηρωίδα που οι φαν των Εκδικητών γνωρίζουν.

Οι Ρώσοι, βεβαίως, για μια ακόμη φορά βρίσκονται στην θέση των «κακών», το κορίτσι μαζί με την μικρότερή του αδελφή (Φλόρενς Πιου) μεγάλωσε με γονείς Ρωσους πράκτορες στις ΗΠΑ (Ρέιτσελ Βάιζ, Ντέιβιτ Χάρμπουρ).

Όταν η οικογένεια, που δεν ήταν ποτέ στ’ αλήθεια οικογένεια διαλύθηκε, καθείς πήρε τον ξεχωριστό δρόμο του και ούλοι μαζί τώρα, ξανασυναντιώνται για να πάρουν την εκδίκησή τους από το «κακό» αφεντικό των Ρώσων που κινεί δολίως τα νήματα (ο Αγγλος Ρέι Γουίντσοουν στο μοχθηρότερό του).

Το γνωστό νταβαντούρι που χαρακτηρίζει τις περιπέτειες φαντασίας της Marvel Comics είναι σαφως μειωμένο αλλά όλα όσα γίνονται στην ταινία είναι βέβαια αδύνατον να τα πάρεις στα σοβαρά.

Οι όποιες «ψυχολογικές» προσεγγίσεις είναι νηπιακού επιπέδου, ενώ η Αγία Οικογένεια (σε όποια μορφή την θέλετε) βρίσκεται και πάλι στο επίκεντρο μιας καρτουνίστικής υπερπαραγωγής, πολύ μεγάλης σε διάρκεια (2 ώρες και 15’), πολύ φλύαρης και πολύ φεμινιστικής για να βρισκόμαστε και στο κλίμα της εποχής.

Η Σκάρλετ Τζοχάνσον πάντως μεγαλώνει όμορφα και η Φλόρενς Πιου (υποψήφια για Οσκαρ Β’ ρόλου στις «Μικρές κυρίες») κλέβει και πάλι την παράσταση παίζοντας με χαρακτηριστική χαλαρότητα την super killer αδελφή της. Σαν να μην συμβαίνει και τίποτα – που δεν συμβαίνει όντως.

Bαθμολογία: 1 ½

Προβάλλεται σε περισσότερες από 90 αίθουσες σε όλη την Ελλάδα

——————————————-

«Ονειρομπελάδες» («Dreambuilders») των Κιμ Χάγκεν Γιένσεν, Τόνι Ζινκ

Το έξυπνο σενάριο είναι το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της ευχάριστης παιδικής ταινίας που αναφέρεται στις περιπέτειες που θα ζήσει η Μίνα, ένα 12 χρονο κορίτσι στον «δικό του, ονειρικό κόσμο», που έρχεται σε σύγκρουση με την φαντασμένη «Μπάρμπι» θετή αδελφή της. Η αλλαγή του χαρακτήρα της τελευταίας, την οποία η Μίνα μπορεί να πετύχει με την βοήθεια των «δημιουργών ονείρων» φαίνεται να είναι η λύση, όμως η ιδέα θα έχει και επιπτώσεις, όχι απαραιτήτως ευχάριστες. Αυτή ακριβώς η παρέα των «δημιουργών ονείρων» είναι το δυνατό χαρτί της ταινίας, που υπερασπίζεται την ιδέα της αποδοχής του άλλου όπως είναι και όχι όπως θα ήθελες να είναι (με τις φωνές των Λυδίας Τζανουδάκη, Θανάση Κουρλαμπά, Μελίνας Κατσακούλη κ.α.)

Βαθμολογία: 3

ΑΘΗΝΑ: VILLAGE ΠΑΓΚΡΑΤΙ – VILLAGE ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ – TOWN CINEMAS – ΑΜΑΡΥΛΛΙΣ – ΣΙΝΕ ΠΑΛΛΗΝΗ – ΑΤΤΙΚΟΝ ΑΛΣΟΣ ΓΑΛΑΤΣΙ – ΠΑΛΑΣ ΠΑΓΚΡΑΤΙ κ.α. ΘΕΣ/ΚΗ : VILLAGE COSMOS –CINEMA ONE

——————————————-

Eπανεκδόσεις

«Κραυγές και ψίθυροι» («Cries and whispers», Σουηδία, 1972) του Ινγκμαρ Μπέργκμαν.

Οι τελευταίες ημέρες μιάς καρκινοπαθούς που αργοπεθαίνει στο πατρικό της όπου επίσης βρίσκονται οι αδελφές και η πιστή υπηρέτρια τους. Ανέκαθεν ο Σουηδός δημιουργός Ινγκμαρ Μπέργκμαν φανταζόταν την ανθρώπινη ψυχή σαν μιά «κόκκινη, υγρή μεμβράνη» οπότε εξηγούνται οι αποχρώσεις του κόκκινου που διακρίνονται συνεχώς στην ταινία. Μπορούν να ερμηνευθούν ως «ψυχές σε απόγνωση» και καταπλακώνουν ,πράγματι σαν μεμβράνη, το μάτι του θεατή, φέρνοντάς τον σε μιά κατάσταση άγχους. Το παράξενο είναι, ότι στην πραγματικότητα, κατά τα γυρίσματα της ταινίας, ο μόνος που είχε τρομερό άγχος ήταν ο ίδιος ο Μπέργκμαν, όχι όμως τόσο εξαιτίας των καλλιτεχνικών του ανησυχιών, όσο των απόλυτα ρεαλιστικών. Την γύριζε καταχρεωμένος, χωρίς να την έχει προπωλήσει και χωρίς να έχει πληρώσει ούτε τους τεχνικούς, αλλά ούτε τους ηθοποιούς. Βέβαια οι Χάριετ Αντερσον, Ινγκριντ Τούλιν, Κάρι Σίλγουαν, Ερλαντ Γιόζεφσον που πρωταγωιστούν δεν είχαν τελικά κανένα παράπονο καθώς ο Μπέργκμαν, για μια ακόμη φορά δικαιώθηκε πετυχαίνοντας μιά από τις διασημότερες ταινίες της καριέρας του, η οποία μάλιστα προτάθηκε γιά το Οσκαρ, όχι καλύτερης ξενόγλωσσης παραγωγής, αλλά καλύτερης ταινίας 1973. Aπό τις πέντε υποψηφιότητες που απέσπασε κέρδισε τελικά το βραβείο καλύτερης φωτογραφίας (Σβεν Νίκβιστ).

Βαθμολογία: 4

ΑΘΗΝΑ: ΣΤΕΛΛΑ – ΚΑΡΜΕΝ – ΔΑΦΝΗ

«Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ» (1961, Γαλλία) του Αλέν Ρενέ.

Η μοναδική συνεργασία του Αλέν Ρενέ φρέσκου, τότε, μετά την επιτυχία του «Χιροσίμα, αγάπη μου»- με τον βασικότερο ίσως εκπρόσωπο του νέου γαλλικού μυθιστορήματος Αλέν Ρομπ Γκριγέ . Στα θεμέλια του σεναρίου ωστόσο βρίσκεται το μυθιστόρημα φαντασίας «Η εφεύρεση του Μορέλ» του Αντόλφο Μπιόι Κασάρες, στενού συνεργάτη του Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Ως ταινία ανήκει σε εκείνες που αποκτούν φανατικούς εχθρούς και φίλους. Εκ πρώτης όψεως το στόρι είναι μάλλον απλό και αφορά τη διεκδίκηση μιας γυναίκας (Ντελφίν Σερίγκ) από έναν άνδρα (Τζόρτζιο Αλμπερτάζι) ο οποίος επιμένει ότι την περασμένη χρονιά είχε μαζί της σχέση στο Μαρίενμπαντ. Από εκεί ξεκινά μια πολυεπίπεδη αφήγηση καθόλου εύκολης ανάγνωσης. Στην ουσία πρωταγωνιστές είναι ο χρόνος, ο έρωτας και η μνήμη.

Η υποδειγματική γεωμετρία των σκηνικών χώρων (φόντο ένα ξενοδοχείο), οι αναφορές σε πίνακες σουρεαλιστών όπως ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο και οι άνθρωποι που θυμίζουν αγάλματα πλάθουν ένα σύμπαν που γοητεύει και χαράσσεται στη μνήμη. Για εμένα είναι το πιο γοητευτικό ερωτικό ποίημα του κινηματογράφου.

Βαθμολογία: 4

ΑΘΗΝΑ: EKPAN – ΛΑΙΣ – ΑΜΙΚΟ

«Η ταβέρνα της Τζαμάικα» («Jamaica Inn», Αγγλία, 1930) του Αλφρεντ Χίτσκοκ. Στην Αγγλία του 1880, μια ομάδα ανελέητων λαθρεμπόρων, άντρο των οποίων είναι ένα ερειπωμένο πανδοχείο, έρχονται αντιμέτωποι με τον άνθρωπο που τους καταδιώκει… Το ομότιτλο βιβλίο της Δάφνης Ντε Μοριέ όπως το «συνέλλαβε» ένας μεγάλος μάστορας του σασπένς, ο Αλφρεντ Χίτσκοκ, φτιάχνοντας ένα γοτθικό μελόδραμα εποχής πάνω στην αλήθεια, το ψέμα και την θεαματοποίηση του θανάτου. Η «Ταβέρνα της Τζαμάικα» δεν ανήκει στις μεγάλες δημιουργίες της και το πέρασμα του χρόνου φαλινεται πλέον πάνω της. Δεν παύει ωστόσο να είναι μια ιδιαίτερη στιγμή του δημιουργού την οποία αξίζει κανείς να έχει υπόψη του.

Βαθμολογία:3

ΑΘΗΝΑ: ΖΕΦΥΡΟΣ – ΟΑΣΙΣ

Προβάλλεται επίσης στην αίθουσα ΣΤΕΛΛΑ το ελληνικό ντοκιμαντέρ του Γιάννη Καρπούζη «Ο δρόμος για το Εαρ», πάνω στην την ταραχώδη ζωή και το ανεξερεύνητο έργο του μοντερνιστή ποιητή Νίκου Καρούζου.