Στις 4 Νοεμβρίου η Ελλάδα θα αφομοιώνει τα αποτελέσματα των αμερικανικών εκλογών και τι σημαίνουν. Οι διμερείς σχέσεις Αθήνας – Ουάσιγκτον βελτιώθηκαν σημαντικά στις δύο τελευταίες προεδρικές θητείες και υπάρχουν λόγοι να αναμένουμε ότι η βελτίωση θα συνεχιστεί ασχέτως του ποιος θα εκλεγεί.

Η Ελλάδα πρέπει να αντισταθεί στον πειρασμό να πιστέψει ότι γνωρίζει τι να αναμένει είτε από μια δεύτερη θητεία Τραμπ είτε από μια κυβέρνηση Μπάιντεν. Η προσέγγιση και ο ρόλος της Αμερικής στον κόσμο θα είναι διαφορετικοί και η Ελλάδα πρέπει να προετοιμαστεί.

Σενάριο 1: Επανεκλογή Τραμπ

Την τελευταία τετραετία, η μη προβλεψιμότητα του Τραμπ υπήρξε σημαντικό χαρακτηριστικό της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, όπως και η εχθρότητά του προς τη διεθνή τάξη. Αν επανεκλεγεί, θα διατηρήσει αυτά τα ανησυχητικά χαρακτηριστικά.

Μετά την απόσυρση του Τραμπ από τη Συνεργασία του Ειρηνικού, τις Συμφωνίες του Παρισιού για το Κλίμα και τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν, ο κόσμος πρέπει να πάρει σοβαρά τις κουβέντες του για απόσυρση από το ΝΑΤΟ ή τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Η διεθνής τάξη θα ξεφτίσει κι άλλο και η αμερικανική πολιτική κινδυνεύει να γίνει πλήρως ανταλλακτική. Η περίεργη αλλά στενή σχέση του προέδρου Τραμπ με τον τούρκο πρόεδρο Ερντογάν θα παραμείνει ανησυχητική και η Ελλάδα θα είναι ιδιαιτέρως εξαρτημένη από τη συνεχιζόμενη επιρροή του υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο. Τέλος, οι εντάσεις και ο ανταγωνισμός ΗΠΑ – Κίνας θα ενισχυθούν, γεγονός το οποίο θα βάλει την Ελλάδα σε επισφαλή θέση όταν θα αναζητά ξένες επενδύσεις.

Σενάριο 2: Νίκη Μπάιντεν

Η προοπτική ενός προέδρου Μπάιντεν κάνει πολλούς να νομίζουν ότι θα μπορέσουν να δηλώσουν πως «η Αμερική επανήλθε». Αναμφίβολα ο Μπάιντεν θα επαναδεσμευθεί για τη διεθνή τάξη και θα προσπαθήσει να ανακτήσει τον ηγετικό ρόλο της Αμερικής στον κόσμο.

Αλλά αυτός είναι ένας διαφορετικός κόσμος και μια διαφορετική Αμερική. Η πρώτη προτεραιότητα του Τζο Μπάιντεν είναι να επανορθώσει την κατεστραμμένη αμερικανική οικονομία. Το Σχέδιο Μάρσαλ του θα απευθύνεται στις ίδιες τις ΗΠΑ. Οποιος περιμένει ότι η αμερικανική κυβέρνηση θα απαντήσει ευθέως στην Πρωτοβουλία «Μία Ζώνη, Ενας Δρόμος» της Κίνας θα περιμένει πολύ.

Οσον αφορά τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, υπάρχει αντιπάθεια ανάμεσα στον Μπάιντεν και τον Ερντογάν. Ο σφοδρά επικριτικός τόνος της εκστρατείας του Μπάιντεν προς την Τουρκία την ενέτεινε.

Αν εκλεγεί ο Μπάιντεν, θα μπει στο Οβάλ Γραφείο πρώτη φορά ύστερα από δεκαετίες ένας γνώστης της Ανατολικής Μεσογείου και των ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Θα περιστοιχίζεται από συμβούλους – Τζέικ Σάλιβαν, Τόνι Μπλίνκεν, Μάικ Κάρπεντερ – που επίσης είναι γνώστες αυτών των ζητημάτων. Αν η Γερουσία περάσει στους Δημοκρατικούς, θα έχει πρόεδρο της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων τον γερουσιαστή Μπομπ Μενέντεζ, κορυφαίο στοχαστή μιας νέας προσέγγισης στην Ανατολική Μεσόγειο.

Σε έναν μετά COVID κόσμο και με μια ρεβανσιστική Τουρκία που αποθρασύνεται, η Ελλάδα χρειάζεται προβλεψιμότητα και αξιοπιστία από την Ουάσιγκτον. Ο Τζο Μπάιντεν είναι πιθανότερο να τις παράσχει.

Τα τελευταία χρόνια ακούμε για τις «καλύτερες σχέσεις όλων των εποχών» μεταξύ ΗΠΑ και Ελλάδας. Πρόκειται για καθαρή υπερβολή. Δεν έχουμε καν πλησιάσει τα χρόνια του Τρούμαν ούτε θα τα πλησιάσουμε στην ερχόμενη τετραετία.

Είτε με νίκη Τραμπ είτε με νίκη Μπάιντεν, η Ελλάδα πρέπει να κάνει προτεραιότητα τη στρατηγική της αυτονομία και παράλληλα να επενδύσει στη βελτίωση των διμερών σχέσεων. Μια Ελλάδα στο κέντρο της αυξανόμενης συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο, με ηγετικό ρόλο στα Δυτικά Βαλκάνια και διπλωματικά ισχυρότερη εντός της ΕΕ θα είναι ένας όλο και πολυτιμότερος σύμμαχος των ΗΠΑ.

Ο κ. Εντι Ζεμενίδης είναι εκτελεστικός διευθυντής στο Συμβούλιο Ελληνοαμερικανικής Ηγεσίας (HALC).