O δρ Ζοζέπ Γιανσά, επικεφαλής του τμήματος έκτακτης ανάγκης και ετοιμότητας του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC), του επίσημου αλλά ανεξάρτητου οργάνου συλλογής δεδομένων για τον κορωνοϊό της ΕΕ, είναι προβληματισμένος για το επίπεδο ετοιμότητας των ευρωπαϊκών κρατών να αντιμετωπίσουν το δεύτερο κύμα της πανδημίας.

Ο Γιανσά έχει συμμετάσχει σε περισσότερα από 70 επιστημονικά συγγράμματα και ασχολείται με την έρευνα σε τομείς όπως η φυματίωση, η υγεία των μεταναστών, οι μεταδοτικές ασθένειες.

Διαθέτει 30 έτη επαγγελματικής εμπειρίας στην επιδημιολογία και στη δημόσια υγεία, και στο ECDC εργάζεται από το 2012.

Μιλάει, λοιπόν, μετά λόγου γνώσεως όταν επισημαίνει ότι υπάρχει έλλειψη συντονισμού μεταξύ των κρατών της ΕΕ τη στιγμή που τα κρούσματα αυξάνονται αλματωδώς σε όλη την Ευρώπη.

Είναι μεγάλο πρόβλημα, κατά τον Γιανσά, το γεγονός ότι οι Βρυξέλλες δεν έχουν συνολική εικόνα σχετικά με τις ανάγκες των κρατών-μελών στο δεύτερο κύμα της πανδημίας. «Οφειλαν τα κράτη να είναι καλύτερα προετοιμασμένα» μετά την εμπειρία του πρώτου κύματος, σημειώνει μιλώντας στο «Βήμα της Κυριακής». Σε γενικές γραμμές, όλα τα κράτη-μέλη έχουν σχέδια έκτακτης ανάγκης, προσθέτει, τα οποία θα έπρεπε να είχαν εφαρμόσει ανάμεσα στον Ιούνιο και στον Σεπτέμβριο, όταν η κατάσταση ήταν πιο ήρεμη. Αυτή τη στιγμή δεν είναι απολύτως σαφές αν θα είναι διαχειρίσιμη η κατάσταση σε όλες τις περιοχές.

Δεν έχουμε σαφή εικόνα για όλους

Ακόμη και σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία, όπου επιβάλλονται τοπικά lockdown σε διάφορες χώρες λόγω της έκρηξης κρουσμάτων, ο Γιανσά παρατηρεί ότι ορισμένα κράτη δεν έχουν ενημερώσει τις Βρυξέλλες για τα σχέδια έκτακτης ανάγκης που εκπόνησαν. «Δεν είναι εύκολο να έχουμε σαφή εικόνα της ετοιμότητας συνολικά στην ΕΕ. Παραμένει μια πρόκληση να κατανοήσουμε ποιες χώρες έχουν κενά και ανάγκες και συνεπώς να ενισχυθούν» υπογραμμίζει.

Το πρόβλημα γίνεται πιο σύνθετο επειδή η υγεία είναι εθνική αρμοδιότητα και τα κράτη δεν υποχρεούνται να κοινοποιούν πληροφορίες στις Βρυξέλλες σχετικά με τις ανάγκες τους στο επίπεδο της δημόσιας υγείας. «Κατανοούμε το ζήτημα της εθνικής αρμοδιότητας», σχολιάζουν αρμόδιες πηγές της Κομισιόν, «αλλά πρόκειται για ένα διασυνοριακό θέμα δημόσιας υγείας και οι πολίτες της ΕΕ αναμένουν μια γρήγορη και αποτελεσματική αντίδραση, συνολικά σε όλη την Ευρώπη».

Γκρίνιες για κωλυσιεργία των κρατών

Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, το τρέχον σύστημα των κοινών διαγωνισμών για τις προμήθειες κρίσιμου υγειονομικού υλικού, όπως μάσκες και αναπνευστήρες, είναι βραδύ. Η Κομισιόν δεν μπορεί να ξεκινήσει έναν τέτοιο διαγωνισμό από μόνη της. Πρέπει πρώτα μια χώρα υποδοχής να υπογράψει συμβόλαιο μαζί της και κατόπιν να προμηθευτεί και να αποθηκεύσει το υλικό. Ομως, κάποια κράτη δεν επιταχύνουν τις διαδικασίες και χάνεται πολύτιμος χρόνος. Με άλλα λόγια, οι Βρυξέλλες ζητούν περισσότερες αρμοδιότητες στη διαχείριση κρίσεων αλλά βρίσκονται αντιμέτωπες με την κωλυσιεργία των κρατών.

«Θέλουμε να προσαρμοστούν οι κανόνες ώστε η Κομισιόν να μπορεί η ίδια να διεξάγει διαγωνισμούς προμηθειών και να υπάρχουν αποθέματα έτοιμα προς χρήση όταν παρουσιαστεί ανάγκη στα κράτη-μέλη» τονίζουν οι παραπάνω πηγές. Και προσθέτουν ότι θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο να καταστεί υποχρεωτικό για τα κράτη-μέλη να μοιράζονται πληροφορίες με τις Βρυξέλλες σχετικά με τις ανάγκες τους, όταν υπάρχουν μεγάλες κρίσεις όπως η πανδημική. Αυτή η συζήτηση θα μπορούσε να γίνει στην επικείμενη έκτακτη Σύνοδο Κορυφής για τον κορωνοϊό, η οποία θα πραγματοποιηθεί με τηλεδιάσκεψη στις 29 Οκτωβρίου.

Τον Οκτώβριο, η Ευρώπη ξεπέρασε σε αριθμό κρουσμάτων τις ΗΠΑ και πλέον είναι το επίκεντρο του κορωνοϊού παγκοσμίως. Ομως, για τον Γιανσά τα αυξημένα κρούσματα δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική εικόνα. «Εάν λάβουμε υπόψη μόνο τον αριθμό κρουσμάτων είναι λογική η ανησυχία. Ομως η ικανότητα και η ποσότητα των τεστ έχουν αυξηθεί πολύ σε σύγκριση με τον περασμένο Μάρτιο ή Απρίλιο, κάτι που μπορεί να μας οδηγήσει στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι η κατάσταση είναι χειρότερη» εξηγεί. Απ’ ότι φαίνεται, λέει, οι ΗΠΑ βρίσκονται ήδη στο τρίτο κύμα. Την Παρασκευή σημειώθηκε αρνητικό ρεκόρ με πάνω από 71.000 νέα κρούσματα.

Καλύτερη κατάσταση σε επίπεδο θνητότητας

Ο Γιανσά θεωρεί ότι σε επίπεδο θνητότητας και σοβαρών περιπτώσεων η κατάσταση είναι καλύτερη. «Συνεπώς, παρά τα αυξημένα κρούσματα, η Ευρώπη δεν επηρεάζεται σοβαρά όπως στο παρελθόν» λέει, μολονότι η διασπορά του ιού δεν προοιωνίζεται εύκολους μήνες. Η μόνη χώρα σε επίπεδο ΕΕ που ακόμη δεν εγείρει μεγάλη ανησυχία είναι η Γερμανία. Αναφερόμενος στην Ελλάδα, τονίζει ότι αποτελεί «καλό παράδειγμα» για τη διαχείριση της κρίσης, ειδικά τη θερινή περίοδο. Αντίθετα, άλλα κράτη δεν έκαναν σωστή διαχείριση το καλοκαίρι και τώρα είναι αντιμέτωπα με χειρότερες συνθήκες στο δεύτερο κύμα.

Εσχατη λύση το lockdown

Εξαιτίας της έξαρσης της πανδημίας διάφορες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις άρχισαν να επιβάλλουν ξανά μερικά ή ολικά lockdown, κάτι που για τον Γιανσά θα έπρεπε να αποτελεί την «έσχατη λύση». Εκείνος, τάσσεται υπέρ των ενισχυμένων τεστ του πληθυσμού και της καλύτερης προετοιμασίας των συστημάτων υγείας ώστε να αποφευχθούν μέτρα που θα επηρεάσουν ολόκληρο τον πληθυσμό. Τα μαζικά τεστ θεωρεί ότι θα βοηθήσουν να εντοπιστούν οι θετικοί ασθενείς και να απομονωθούν, αλλά η καραντίνα θα «πρέπει πραγματικά να εφαρμοστεί». Αποκάλυψε, μάλιστα, ότι εξετάζεται το ενδεχόμενο να μειωθούν οι ημέρες της καραντίνας. «Οι αποφάσεις που λαμβάνονται για το κλείσιμο των συνόρων και για να μένει ο κόσμος σπίτι του, δεν ακολουθούν απαραίτητα τις συστάσεις των ειδικών» λέει, προσθέτοντας ότι κατανοεί τα διαφορετικά επίπεδα λήψης αποφάσεων.

Προβληματισμός για το εμβόλιο

Ενα κομβικό ζήτημα στη διαχείριση της πανδημίας είναι το πότε θα είναι διαθέσιμο το πρώτο εμβόλιο κατά του κορωνοϊού. Η Κομισιόν ελπίζει να χορηγήσει την πρώτη άδεια κυκλοφορίας ενός εμβολίου μέχρι τα τέλη του έτους, ενώ η ευρωπαϊκή φαρμακοβιομηχανία αποφεύγει να δώσει ημερομηνία. Ο Γιανσά εκτιμά ότι στο πιο αισιόδοξο σενάριο ο μαζικός εμβολιασμός του πληθυσμού θα γίνει στα μέσα του 2021, αλλά με τα σημερινά δεδομένα θα χρειαστεί για να ολοκληρωθεί ολόκληρο το 2021. Μεγάλος αριθμός πολιτών εκφράζει ωστόσο καχυποψία για το πόσο ασφαλές θα είναι ένα εμβόλιο που παράχθηκε με τέτοια ταχύτητα και τι παρενέργειες ενδεχομένως έχει.

Οι διακοπές στις δοκιμές ενισχύουν αυτούς τους προβληματισμούς. «Οταν δίνεται περισσότερος χρόνος για να παραχθεί ένα εμβόλιο, τότε έχουμε περισσότερες δυνατότητες να ελέγξουμε, να δοκιμάσουμε και να ελαχιστοποιήσουμε τις παρενέργειες. Κάτω από τέτοια πίεση για την παραγωγή ενός εμβολίου ο κίνδυνος πιθανών ανεπιθύμητων ενεργειών είναι αυξημένος» λέει ο Γιανσά. Για τον λόγο αυτόν τo Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC) ετοιμάζει ένα σύστημα παρακολούθησης για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του εμβολίου, το οποίο θα τεθεί σε ισχύ μόλις εγκριθούν τα εμβόλια.