Τι είναι άραγε αυτό που έφερε πλήθος ανθρώπων έξω από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ με κεριά αναμμένα και λουλούδια στα χέρια στο άκουσμα του θανάτου της Ruth Bader Ginsburg; Πόσοι πολίτες, όχι μόνο Αμερικανοί αλλά στον κόσμο όλον, αισθάνθηκαν ότι «πενθούσαν μέλος της οικογένειάς τους», για να χρησιμοποιήσω τα λόγια της Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, για μια ανώτατη δικαστίνα; Πόσοι αλήθεια ξέρουν τα ονόματα των δικών τους ανώτατων δικαστών;

Η RBG διέτρεξε την πλήρη κλίμακα της νομικής επιστήμης πριν γίνει παγκόσμια εικονική προσωπικότητα, συνδέοντας το όνομά της με την άρση κάθε μορφής διακρίσεων. Υπήρξε άριστη φοιτήτρια, πρωτοπόρος καθηγήτρια, λαμπρή δικηγόρος, σοφή δικαστίνα – και αγαπημένη σύζυγος, παρούσα μητέρα και γιαγιά. Και χρησιμοποίησε την αριστεία, την απόλυτη διαφορετικότητά της, ως εξαιρετικά αποτελεσματικό εργαλείο για να εξαφανίσει κάθε μορφής νομική διάκριση εναντίον των γυναικών και τελικώς κάθε άλλης διαφορετικότητας: της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, των ανθρώπων με αναπηρία. Ο κόσμος που ξέρουμε σήμερα ως γυναίκες στην αγορά εργασίας οφείλεται εν πολλοίς στη δική της παρουσία.

Ως φοιτήτρια στο Cornell, στο Harvard και στο Columbia υπήρξε η απόλυτη μειοψηφία: μια από τις 9 γυναίκες στις 500 στην τάξη της στο Harvard, το οποίο εγκατέλειψε για να ακολουθήσει τον σύζυγό της στη Νέα Υόρκη και να αποφοιτήσει πρώτη από το Columbia – και στα δύο, αφού έγινε μέλος της Law Review, πρώτη γυναίκα και στα δύο. Και μετά δεν έβρισκε δουλειά…

Ως καθηγήτρια πρώτα στο Rutgers και αργότερα ως η πρώτη μόνιμη καθηγήτρια στο Columbia, δίδαξε τα πρώτα μαθήματα για την ισότητα των φύλων (Gender equality and the law) και επειδή «είχε χρόνο», η μητέρα των δύο παιδιών, δημιούργησε το Women’s Right Project στην American Civil Rights Union (ACLU).

Ως δικηγόρος, ξεκίνησε με ομοσπονδιακές μαζικές αγωγές (federal class action) κατά των πανεπιστημίων της, εξασφαλίζοντας ίση αμοιβή (Rutgers) και πρόσβαση σε επιδόματα τοκετού και μητρότητας (Columbia) για τις ελάχιστες γυναίκες συναδέλφους της. «Οι άνδρες έχουν οικογένειες να θρέψουν» επιχειρηματολόγησαν τα πανεπιστήμια. «Το ίδιο κι εγώ» απάντησε. Συνέχισε με μια λαμπρή σειρά επιτυχών υποθέσεων με 5 νίκες στις 6 υποθέσεις που έφερε στο Ανώτατο Δικαστήριο: στη Reed v. Reed, 404 US 71 (1971), διάβασε τη ρήτρα ισότητας (equal protection under law) στην 14η Τροποποίηση του αμερικανικού Συντάγματος (1868) με τρόπο τέτοιο ώστε να περιλάβει την ισότητα μεταξύ των φύλων. Χρησιμοποίησε μικρές καθημερινές ιστορίες για να διατρήσει εκ των έσω το αυστηρά δομημένο σύστημα νομικών διακρίσεων κατά των γυναικών, συχνά με άνδρες αιτούντες ως πολιορκητικό κριό: Στη Frontiero v. Richardson, 411 US 677 (1973), μια υποσμηναγός ζήτησε τα ίδια επιδόματα μεταθέσεων για τον σύζυγό της με τους άρρενες συναδέλφους της. Στη Weinberger v. Weisenfeld, 420 US 636 (1975), ο χήρος δεν είχε πρόσβαση στα επιδόματα χηρείας ώστε να μεγαλώσει το παιδί του μετά τον θάνατο της γυναίκας του. Και δεν είχε καμία δυσκολία να αντιμετωπίσει ως διάκριση εις βάρος των γυναικών διατάξεις που υποτίθεται ότι προστάτευαν το «ασθενές» φύλο: στη Struck v. Secretary of Defense, 460 F.2d 1372 (9th Cir. 1971), υποστήριξε ότι η διάκριση λόγω εγκυμοσύνης είναι στην πραγματικότητα διάκριση λόγω φύλου – σκεφτείτε τις, δυστυχώς, επαναδυόμενες σκέψεις που στέλνουν τις μητέρες ανηλίκων σε πρόωρη σύνταξη όταν τα παιδιά τους γίνονται 15 ετών, εξασφαλίζοντας έτσι ότι φεύγουν από την αγορά εργασίας με μικρές συντάξεις και χωρίς να φτάσουν σε θέσεις ευθύνης, αντί να εξασφαλίσουν παιδικούς σταθμούς μέσα ή κοντά στους χώρους εργασίας, ώστε οι μητέρες να έχουν τη βοήθεια που χρειάζονται χωρίς να διακόπτουν την επαγγελματική τους ανέλιξη και να μετατρέπονται σε αδύναμες εξαρτώμενες από ένα σύστημα που πλέον δεν επηρεάζουν.

Ως δικαστής αρχικά στο εφετείο (US Court of Appeals for the District of Columbia Circuit, 1980) και τελικώς στο Ανώτατο Δικαστήριο το 1993, μετά από πρόταση του προέδρου Clinton, συνέγραψε συνολικά 483 αποφάσεις, καθεμιά ξεχωριστή και πολύτιμη. Στη US v. Virginia, 518 US 515 (1996), έσπασε τη μακρά παράδοση υποδοχής μόνο αρρένων σε μια από τις παλαιότερες στρατιωτικές σχολές των ΗΠΑ, το Virginia Military Institute (1839), σημειώνοντας ότι δεν μπορεί μια δημόσια σχολή να αποστερεί από τους μισούς πολίτες της χώρας τα πλεονεκτήματα άριστης εκπαίδευσης αλλά και της κοινωνικής καταξίωσης που αυτή επιφέρει – και αυτά τα πλεονεκτήματα δεν ισοφαρίζονται με τη δημιουργία μιας αντίστοιχης σχολής θηλέων. Ακόμη και οι μειοψηφούσες απόψεις της άλλαξαν το νομικό περιβάλλον: στη Ledbetter v. Goodyear Tire & Rubber Co., 550 US 618 (2007), η αιτούσα έχασε τη δίκη για ίση αμοιβή αλλά ο πρώτος νόμος που υπέγραψε ο πρόεδρος Obama ήταν η Lily Ledbetter Fair Pay Act (2009) – και η RBG ήταν εκεί…

Υπηρετώντας υποδειγματικά όλους τους «γυναικείους» ρόλους, στηριζόμενη σταθερά και καίρια από τον σύζυγό της, η RBG άλλαξε με τις πράξεις και τις σκέψεις της τη ζωή εκατομμυρίων Αμερικανίδων και στάθηκε υπόδειγμα και πρότυπο για γενεές γυναικών στον κόσμο όλον. Πολλές από αυτές είναι ήδη έξω από το Ανώτατο Δικαστήριο και τη Γερουσία, όπου η χώρα αποτίνει φόρο τιμής για πρώτη φορά σε μια γυναίκα, κρατώντας από το χέρι τις κόρες και τις εγγονές τους. Μαζί τους οι γυναίκες παντού – στην εργασία, στην οικογένεια, στον δημόσιο χώρο, εκεί όπου κάθε γυάλινο ταβάνι συντρίβεται και το μόνο όριο είναι ο ουρανός.

Η κυρία Μαρία Γαβουνέλη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στη Νομική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, και πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, πρόσωπο προταθέν από τον Σύνδεσμο για τα Δικαιώματα της Γυναίκας.