Στο μακρινό 1992, όταν ο ιαπωνικής καταγωγής αμερικανός διανοητής Φράνσις Φουκουγιάμα, επ’ ευκαιρία της σοβιετικής κατάρρευσης, της επικράτησης των δυτικών φιλελεύθερων δημοκρατιών και των ΗΠΑ ως της μόνης υπερδύναμης στον κόσμο, κυκλοφόρησε το βιβλίο του με τον προκλητικό τίτλο «Το τέλος της Ιστορίας», οι περισσότεροι απόρησαν με την επιπολαιότητα της κρίσης του. Ειδικώς εκείνοι που αντιμετώπισαν κατά τρόπο κυριολεκτικό τον τίτλο του συγκεκριμένου πονήματος τον επέκριναν με σφοδρότητα, επισημαίνοντας το προφανές, ότι, δηλαδή, η Ιστορία ποτέ δεν τελειώνει, παρά εξελισσόμενη δημιουργεί νέες συνθήκες, οι οποίες συνήθως αναδεικνύουν νέες δυνάμεις, και αυτές με τη σειρά τους οδηγούν σε ανατροπές και εν τέλει σε νέες ισορροπίες.

Εκτοτε κύλησε πολύς χρόνος και οι διεθνείς πολιτικές, γεωστρατηγικές και οικονομικές συνθήκες μετεβλήθησαν άρδην, με πρωτοβουλία μάλιστα της μόνης υπερδύναμης, οι ηγήτορες της οποίας υιοθέτησαν ως μηχανισμό της δικής τους επικράτησης και οδηγό των διεθνών εξελίξεων το δόγμα της παγκοσμιοποίησης, που στηριζόταν στο τρίπτυχο της ελευθερίας του εμπορίου, της κίνησης κεφαλαίων και της ανεμπόδιστης μετακίνησης προσώπων παντού στον πλανήτη.

Το φιλελεύθερο υπόδειγμα

Εκείνο το δόγμα ήταν στηριγμένο στις βασικές αρχές του φιλελεύθερου υποδείγματος της επικρατήσασας στα πολλά χρόνια του Ψυχρού Πολέμου Δυτικής Δημοκρατίας και εκρίθη ότι η υιοθέτησή του θα επιβεβαίωνε την αμερικανική ηγεμονία στην παγκόσμια οικονομία, θα προσέφερε ευκαιρίες διάχυσης της ευημερίας στον κόσμο και μαζί θα δημιουργούσε προϋποθέσεις ειρηνικής συμβίωσης των εθνών, μέσω της ισχυρής διασύνδεσης και της έντονης αλληλεξάρτησης των επιμέρους συμφερόντων και πολιτικών.

Και όντως στη δεκαετία του 1990 αρχές ελευθερίας επικράτησαν στο παγκόσμιο εμπόριο, στην κίνηση των κεφαλαίων και στις μετακινήσεις προσώπων, το διεθνές εμπόριο αναγεννήθηκε, η ναυτιλία έζησε χρόνια πρωτοφανούς στην Ιστορία ανάπτυξης, οι έλληνες πλοιοκτήτες καβάλησαν το κύμα, πλούτισαν, ανανέωσαν τον στόλο τους και δημιούργησαν ισχυρές βάσεις διαρκούς και αξιόπιστης παρουσίας στους ωκεανούς. Και μαζί οι φτωχότερες των χωρών, από την Ασία και τη Λατινική Αμερική μέχρι την Ανατολική Ευρώπη και αυτή ακόμη την πολύπαθη Αφρική, είχαν ευκαιρίες προόδου και εισοδηματικής βελτίωσης.

Στη βάση αυτής της κεφαλαιώδους μεταβολής οι αμερικανικές πολυεθνικές μετοίκησαν μαζικά σε χώρες χαμηλού εργατικού κόστους, τα άλλοτε πανάκριβα αγαθά τους έγιναν μαζικά προσεγγίσιμα, κατέκτησαν νέες άλλοτε απροσπέλαστες αγορές και επιπλέον οι νέες τεχνολογικές δυνατότητες διαχύθηκαν παντού στον πλανήτη, η παραγωγή ενισχύθηκε αναλόγως, εκσυγχρονίστηκε, οι δυτικές πρακτικές μάνατζμεντ και μάρκετινγκ απορροφήθηκαν ταχύτατα και ο κόσμος εισήλθε σταδιακά σε νέα φάση.

Η μεγάλη στροφή της Κίνας

Εν τω μεταξύ ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ είχε επιβάλει τη μεγάλη στροφή στην Κίνα, η άλλοτε περίκλειστη χώρα του Μάο κατέστη εξωστρεφής, άρχισε από τη δεκαετία του 1980 να ανοίγεται στον κόσμο, το αυστηρό κομμουνιστικό καθεστώς να ενσωματώνει πρακτικές ανοιχτής και ελεύθερης αγοράς, η παραγωγή της επαναπροσανατολίστηκε, φθηνά κινεζικά προϊόντα κατέκλυσαν τις αγορές του κόσμου, οι Κινέζοι βελτίωσαν εντυπωσιακά την εισοδηματική τους θέση και την καταναλωτική τους δυνατότητα και φθάσαμε κάποια στιγμή μετά το 2000 τα υψηλά αποθέματα ανεκπλήρωτης ζήτησης στην Κίνα να ορίζουν σε μεγάλο βαθμό την ευημερία Αμερικανών, Γερμανών και λοιπών Ευρωπαίων. Ταυτόχρονα η κινεζική ανάπτυξη ενίσχυσε το εμπόριο πρώτων υλών, καυσίμων και ορυκτών, προσδίδοντας εισοδηματικές ευκαιρίες σε πλήθος χωρών. Σταδιακά και η πολυπληθής Ινδία άρχισε να κινείται δυναμικά, να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, να επιχειρεί αλλαγές και να αναπτύσσεται κατά τρόπο δυναμικό.

Με τον καιρό, υπό την επίδραση αυτών των συνθηκών υπερανάπτυξης του διεθνούς εμπορίου, οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες ενισχύθηκαν στον μέγιστο βαθμό. Ολη η ζώνη της αραβικής χερσονήσου και του Περσικού Κόλπου είδε τα πλούτη της να εκτοξεύονται στα ύψη και μαζί της περιφερειακές δυνάμεις, όπως η Βραζιλία, η Νότια Αφρική, το Ιράν, η Τουρκία, η Ινδονησία, το Βιετνάμ, η Μαλαισία, η Ταϊλάνδη και άλλες άρχισαν να αποκτούν δυνατότητες και βεβαίως να διεκδικούν αυξημένο ρόλο στις διεθνείς υποθέσεις.

Η ενίσχυση του εξτρεμισμού

Βεβαίως όλη αυτή η πορεία και εξέλιξη δεν ήταν αδιατάρακτη. Νωρίς, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, αμέσως μετά την εισβολή των ενόπλων δυνάμεων του Σαντάμ Χουσεΐν στο Κουβέιτ είχαμε την πρώτη αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ, γεγονός που ενίσχυσε τον αραβικό και δη τον ισλαμικό εξτρεμισμό. Στη βάση της ριζοσπαστικοποίησης των δυνάμεων του ισλαμικού φονταμενταλισμού ακολούθησε το 2001 η τρομοκρατική επίθεση της Αλ Κάιντα και των μαχητών του Οσάμα μπιν Λάντεν στις ΗΠΑ, που επέβαλε διπλή αμερικανική επέμβαση σε Αφγανιστάν και Ιράκ, διαμορφώνοντας περιβάλλον μεγάλης αντίθεσης στην ευρύτερη ζώνη της Μέσης Ανατολής.

Τα κατακλυσμιαία γεγονότα επέδρασαν και στην Παλαιστίνη. Η ιδρυθείσα το 1987 και υποστηριζόμενη από το Ιράν, το Κατάρ και την Τουρκία, ισλαμική παλαιστινιακή οργάνωση Χαμάς, που πρέσβευε πως μόνο με αντίσταση και τζιχαντιστική δράση μπορούν να καμφθούν οι ισραηλινές αντιδράσεις στη δημιουργία Παλαιστινιακού κράτους, κατάφερε λίγα χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 2007 να κερδίσει τις εκλογές και να εκτοπίσει τη Φατάχ και την Παλαιστινιακή Αρχή του Μαχμούτ Αμπάς από τη Γάζα, συγκροτώντας μια ισχυρή βάση συνεχούς έντασης με το Ισραήλ. Σχεδόν ταυτόχρονα το Ιράν ευνόησε τη δημιουργία του αυτοαποκαλούμενου «Αξονα της αντίστασης» χρηματοδοτώντας τη Χεζμπολάχ και άλλες παραστρατιωτικές δυνάμεις στο Ιράκ και στην Υεμένη, στην περιφέρεια του Ισραήλ.

Το 2014 είχαμε επίσης την εμφάνιση του σουνιτικής προέλευσης τζιχαντιστικού Ισλαμικού Κράτους (ISIS), που διεκδίκησε με αξιώσεις να δημιουργήσει κρατική οντότητα σε μια ευρύτατη ζώνη από το Ιράκ μέχρι τη Συρία και τον Λίβανο, ερχόμενο σε σύγκρουση με τη Χεζμπολάχ και τη Χαμάς. Το φρικαλέο κίνημα του ISIS κατεστάλη με την εμπλοκή συριακών, ρωσικών, ιρανικών και αμερικανικών δυνάμεων, αλλά ο υποστηριζόμενος από το Ιράν «Αξονας της Αντίστασης» ισχυροποιήθηκε και έμεινε μόνη έκφραση της δυναμικής αντιπαράθεσης με το Ισραήλ.

Αμυντική αναβάθμιση των περιφερειακών χωρών

Εν τω μεταξύ, παρά τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η παγκοσμιοποίηση δεν έπαψε να ενισχύει τις περιφερειακές χώρες και δυνάμεις, να τις πλουτίζει οικονομικά και τεχνολογικά. Σταδιακά στη διαδρομή των τελευταίων δέκα χρόνων οι τεχνολογικές και παραγωγικές δυνατότητες της Κίνας, της Ινδίας και των λοιπών περιφερειακών χωρών πολλαπλασιάστηκαν. Πλέον έχουν συγκεντρωμένο πλούτο, τείνουν να απεξαρτηθούν από τα δυτικά τεχνολογικά αγαθά, αναπτύσσουν δικά τους οπλικά συστήματα, είναι πλέον σε θέση να αυτονομηθούν αμυντικά και εμφανώς διεκδικούν μεγαλύτερη συμμετοχή και ρόλο στις διεθνείς γεωπολιτικές και οικονομικές υποθέσεις.

Θα έλεγε κανείς ότι πλουτίζοντας και ενισχυόμενες διεκδικούν ανακατανομή ισχύος, αμφισβητούν ευθέως τη δυτική ηγεμονία, προπαρασκευάζουν μέσω των BRICS τη δική τους οικονομική και νομισματική έκφραση και θέτουν τους δικούς τους όρους. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ακόμη και το Ιράν, που τελεί υπό καθεστώς οικονομικού αποκλεισμού και απαγορεύσεων, απολαμβάνει πλούτη και δυνατότητες, παραγωγικές, εξοπλιστικές και άλλες. Δεν είναι τυχαίο ότι διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, ενισχύοντας με επιθετικά drones τις δυνάμεις του Πούτιν.

Το ντόμινο του εφιάλτη

Στη βάση ακριβώς των νέων δυνατοτήτων φαίνεται ότι το Ιράν ευνόησε και υποστήριξε τεχνικά και χρηματοδοτικά τον περασμένο Οκτώβριο την αιματηρή επίθεση της Χαμάς εναντίον του Ισραήλ, που με τη σειρά της έφερε την ισοπεδωτική εισβολή των ισραηλινών δυνάμεων στη Λωρίδα της Γάζας. Για να ακολουθήσει η επίθεση στο ιρανικό προξενείο της Δαμασκού, που έφερε τα αντίποινα της πρωτοφανούς εκτόξευσης 300 drones και πυραύλων από ιρανικό έδαφος εναντίον του Ισραήλ και να φέρει τον πλανήτη στα πρόθυρα του τρίτου παγκοσμίου πολέμου και ενδεχόμενου πυρηνικού ολοκαυτώματος, αν οι ισραηλινές δυνάμεις, υπό την απειλή κρίσης υπαρξιακού τύπου, μπουν στον πειρασμό να καταστρέψουν τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν.

Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι τούτο τον καιρό περισσεύουν οι συζητήσεις στα κέντρα της Γηραιάς Ηπείρου για την ανάπτυξη προγραμμάτων τρισεκατομμυρίων ευρώ για την ευρωπαϊκή άμυνα.

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι έχουμε εισέλθει σε μακρά περίοδο γεωπολιτικής αστάθειας και ανταγωνισμών που θα οριστούν από την επελθούσα στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης ανακατανομή πλούτου και ισχύος. Πριν από 30 χρόνια ο δυτικός κόσμος παρήγαγε πάνω από το 60% του παγκόσμιου πλούτου. Σήμερα μετά βίας καλύπτει το 40%. Το ερώτημα που τίθεται είναι με ποιο κόστος και με ποιους συμβιβασμούς θα επέλθει μια νέα ισορροπία.