Η Ιφιγένεια-Ειρήνη είναι-δεν είναι τριών ετών. Βλέποντας τον παππού της να διαβάζει πριν κοιμηθεί, το τελευταίο τρίμηνο ζητά κι εκείνη, όπως λέει η μητέρα της, Μάρα Μαντζουράνη, να παίρνει μαζί ένα βιβλίο στο κρεβάτι. «Σήμερα τους είπαν να πάνε το αγαπημένο τους παιχνίδι στο νηπιαγωγείο, κι εκείνη διάλεξε ένα βιβλίο. Αυτό ίσως οφείλεται στο ότι βλέπει πολλά βιβλία στο δικό μας σπίτι, στα σπίτια των παππούδων και των γιαγιάδων, αλλά και στο ότι της διαβάζουμε πολύ» λέει η ίδια. Οπως δείχνουν μάλιστα οι έρευνες, τα παιδιά όταν είναι μικρά μαθαίνουν (και θέλουν) να διαβάζουν, αλλά στην πορεία ο συνδυασμός τεχνολογίας και αυξημένων εκπαιδευτικών απαιτήσεων τα απομακρύνει από την ανάγνωση.

Συζητώντας με τον καθηγητή Κοινωνιολογίας του Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκο Παναγιωτόπουλο για το βιβλίο που έγραψε σε συνεργασία με τις Αθηνά Καρατζά και Λίλα Παπαβασιλείου, το «Μάθε παιδί μου γράμματα», για τη σχέση των παιδιών με την ανάγνωση, συνειδητοποιούμε ότι η ιστορία της Ιφιγένειας-Ειρήνης είναι ένα απτό παράδειγμα αυτού που αναφέρει ο καθηγητής ως «σωματοποίηση του πολιτιστικού κεφαλαίου».

Η έρευνα

Υστερα από μεγάλη έρευνα του ΟΣΔΕΛ (Οργανισμός Συλλογικής Διαχείρισης Εργων του Λόγου) υπό τη διεύθυνση του κ. Παναγιωτόπουλου για την αναγνωστική συμπεριφορά των Ελλήνων, αλλά και από μια συμπληρωματική έρευνα σε 500 οικογένειες στην Αττική και από εθνογραφικές έρευνες μέσα στις οικογένειες, η ομάδα του καθηγητή διερεύνησε πώς δρουν οι παράγοντες που κάνουν ένα παιδί να αγαπά την ανάγνωση: «Εστιάσαμε στις ηλικίες μέχρι τα 12, γιατί μέχρι τα οκτώ-εννέα έτη διαμορφώνεται το 80% αυτού που είμαστε» λέει ο κ. Παναγιωτόπουλος.

Ενα λοιπόν βασικό συμπέρασμα είναι: «Η απόκτηση της αναγνωστικής διάθεσης, η ροπή, η αγάπη, είναι μια δράση πάνω στον νου και το σώμα. Το ουσιώδες της μαθητείας στην ανάγνωση εγγράφεται αρχικά στα σώματα με τη μορφή τρόπων να κοιτάς το βιβλίο, να το πιάνεις, να «κάθεσαι» μαζί του, να του δίνεις τον χώρο και τον χρόνο σου. Οπως μεγαλώνει κάποιος και μαθαίνει το φύλο του χωρίς να συνειδητοποιεί ότι γίνεται αγόρι ή κορίτσι, όπως ένα παιδί μαθαίνει να αγαπά το ποδόσφαιρο γιατί ο πατέρας του όλη τη μέρα τού μιλάει γι’ αυτό. Ο βασικός παράγοντας που δημιουργεί στα σώματα των παιδιών την αναγνωστική διάθεση είναι η οικογένεια».

Κομβικός ο ρόλος των γονέων για να αγαπήσουν από μικρά το διάβασμα. Ο ρόλος του σχολείου «δεν είναι να υποκαταστήσει τον ρόλο της οικογένειας αλλά να διευρύνει τις πιθανότητες να φτάσουν περισσότερα παιδιά στην ανάγνωση»

Ο ρόλος του σχολείου, σύμφωνα με τον κ. Παναγιωτόπουλο, «δεν είναι να υποκαταστήσει τον ρόλο της οικογένειας (αυτό δεν γίνεται) αλλά να διευρύνει τις πιθανότητες όλο και περισσότερα παιδιά να φτάσουν στην ανάγνωση». Ο ίδιος εκφράζει μια σειρά προτάσεων ώστε τα προγράμματα για τη διάδοση της ανάγνωσης, είτε από το σχολείο είτε από άλλους φορείς, να μπορέσουν να είναι αποτελεσματικά. Γιατί, όπως λέει, όπως είναι σήμερα «βοηθούν κυρίως όσους διαβάζουν ήδη. Το ερώτημα είναι πώς θα μπορέσουμε να φέρουμε στο αγαθό αυτό όσο το δυνατόν περισσότερους».

Σύμφωνα με την έρευνα, ο πιο επιδραστικός ως προς τη σχέση παιδιού και ανάγνωσης παράγοντας αναδείχθηκε το μορφωτικό επίπεδο των γονέων, και ακολουθούν το επάγγελμα των γονέα και μετά η ηλικία του παιδιού. Τα μεγαλύτερης ηλικίας (11-12 ετών) παιδιά διαβάζουν συνήθως ένα-πέντε βιβλία τον χρόνο (σε ποσοστό 62,9%). Το αντίστοιχο ποσοστό στα μικρότερα (8-10 ετών) πλειοψηφεί μεν (48,4%) αλλά με μικρή διαφορά από τους αναγνώστες περισσότερων από έξι βιβλίων τον χρόνο (45,2%). Τα παιδιά έξι-επτά ετών, τέλος, σε ποσοστό 55% διαβάζουν πάνω από έξι βιβλία τον χρόνο.

Η έλλειψη χρόνου

Ακούγεται λογικό λόγω και των υποχρεώσεων των παιδιών μετά τα έξι χρόνια. Οπως λέει η Ελισάβετ Προβή, η 11,5 ετών κόρη της διαβάζει πια πέντε-έξι βιβλία τον χρόνο κι αυτά κυρίως το καλοκαίρι. Δεν έχει πολύ χρόνο – είναι μοιρασμένος ανάμεσα στο σχολείο, τη μελέτη, τα αγγλικά, τα γαλλικά και τον χορό. «Μέχρι τη Δευτέρα και την Τρίτη Δημοτικού η Μελίνα έπαιρνε το βιβλίο της, καθόταν κοντά μας και διάβαζε. Νομίζω πως σε αυτό βοήθησε το ότι διάβαζα πολύ όταν ήταν μικρή αλλά και το γεγονός ότι ο πατέρας της είναι βιβλιοφάγος και κυκλοφορεί συνέχεια με ένα βιβλίο στο χέρι».

  • 25,4% των παιδιών που οι γονείς τους διαθέτουν ανώτερη μόρφωση διαβάζουν περισσότερα από 10 βιβλία τον χρόνο, περισσότερη παιδική λογοτεχνία (46,1% έναντι 40,6%), βλέπουν περισσότερο τους γονείς τους να διαβάζουν (82,8% έναντι 72,9%) και εκτίθενται λιγότερο στην τηλεόραση και σε άλλες οθόνες.
  • 48,4% των παιδιών 8-10 ετών διαβάζουν ένα έως πέντε βιβλία τον χρόνο.
  • 45,2% των παιδιών 8-10 ετών διαβάζουν περισσότερα από έξι βιβλία τον χρόνο.
  • 80% αυτού που είμαστε διαμορφώνεται μέχρι την ηλικία των 8-9 ετών.