Το μεγαλύτερο λάθος που θα μπορούσε κάποιος να κάνει είναι να υποτιμήσει την κλίμακα στην οποία η ελληνική κοινωνία επιθυμεί μια μεγάλη αλλαγή. Προφανώς και οι άνθρωποι θέλουν τα πράγματα να γίνουν όπως ήταν. Ομως δεν πρέπει να μεταφράζεται ως επιθυμία για μια «επιστροφή στην κανονικότητα». Και αυτό γιατί γνωρίζουν πολύ καλά ότι αυτό δεν είναι εφικτό, καθώς ζούμε μια φάση που μόνο ως περίοδος ιστορικής μετάβασης μπορεί να χαρακτηριστεί.

Αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την πανδημία. Εχει να κάνει με μια συνολικότερη ωρίμαση, την οποία η πανδημία απλώς επέτεινε. Γιατί τα σημάδια μιας κρίσης που δεν είναι απλώς οικονομικής αλλά και βαθιά πολιτικής ήταν ορατά αρκετό καιρό πριν.

Ενα μεγάλο μέρος των αντιδράσεων σε αυτή την αλλαγή είναι σίγουρα φοβικές. Αυτό δεν είναι παράλογο. Η περίοδος παράγει ανασφάλεια και αρκετοί άνθρωποι έχουν κάθε λόγο να εκτιμούν ότι τα πράγματα θα είναι πιο δύσκολα, ιδίως εάν αναλογιστούμε το μέγεθος και το βάθος της οικονομικής ύφεσης.

Ενα άλλο μέρος των αντιδράσεων θα είναι οργισμένες. Και αυτές δικαιολογούνται από τη συγκυρία. Γιατί μεγάλα τμήματα της κοινωνίας πληρώνουν πολιτικά λάθη, για τα οποία όμως δεν ευθύνονται.

Ομως, θέλω να σταθώ σε όλες και όλους εκείνους που υπερβαίνουν τον φόβο και μετασχηματίζουν την οργή σε διάθεση αλλαγής. Ολες και όλους εκείνους που μέσα στη συγκυρία δοκιμάζουν να αλλάξουν τη ζωή τους και απαιτούν να δουν αλλαγές στην κρατική πολιτική και στη στάση των φορέων της επιχειρηματικότητας.

Αυτούς που θέλουν να δουν καλύτερη αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, αλλά και μεγαλύτερη κοινωνική προστασία. Περισσότερες ηλεκτρονικές συναλλαγές, αλλά και λιγότερη γραφειοκρατία.

Τις ευκολίες του ηλεκτρονικού εμπορίου, αλλά και το αίσθημα ασφάλειας ενός αυθεντικού κοινωνικού κράτους. Η κοινωνία καταλαβαίνει ότι τα πράγματα δεν θα είναι όπως πριν. Ομως, αυτό την κάνει περισσότερο και όχι λιγότερο απαιτητική. Οσοι χαράζουν πολιτική θα πρέπει αυτό να μην το ξεχνούν.