Στα μέσα της δεκαετίας του ‘90, η Γαλλία έγινε μία από τις πρώτες χώρες στον κόσμο που υιοθέτησαν μια επαναστατική προσέγγιση για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων των τρομοκρατικών χτυπημάτων και των φυσικών καταστροφών. Εκτός από τα υπαίθρια νοσοκομεία ή την ιεράρχηση των ιατρικών προτεραιοτήτων, η γαλλική απάντηση συμπεριέλαβε και μια μονάδα ψυχολογικής υποστήριξης.

Εκεί, τα θύματα αλλά και οι μάρτυρες που δεν είχαν υποστεί σωματικές βλάβες, μπορούσαν να λάβουν ψυχολογική υποστήριξη αλλά και να ελεγχθούν για συμπτώματα που θα απαιτο΄θυσαν περαιτέρω μετατραυματική θεραπεία. Σε τέτοιες περιστάσεις, ο ΠΟΥ πορτείνει πρωτόκολλα όπως το R-TEP (Πρωτόκολλο για Πρόσφατα Τραυματικά επεισόδια) και το G-TEP (Πρωτόκολλο για την Αντιμετώπιση Τραυματικών Επεισοδίων σε Ομάδες).

Από τότε που η Γαλλία άνοιξε τον δρόμο 20 χρόνια πριν, η διεθνής ανταπόκριση στις καταστροφές περιλαμβάνει όλο και πιο συχνά αυτή τη διττή στρατηγική: Μία για εκείνους που υπέστησαν ορατές πληγές και μία για τα αόρατα, ψυχολογικά τραύματα.

Στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της πανδημίας του κοροναϊού, ο πλανήτης παλεύει να ανεγείρει αρκετά υπαίθρια νοσοκομεία για την περίθαλψη των ανθρώπων που υποφέρουν από τον φονικό ιό με την υψηλή μεταδοτικότητα.

Ωστόσο, εξακολουθούμε να καθυστερούμε την ανάπτυξη της δεύτερης στρατηγικής. Αν δεν βρεθεί κάποιος τρόπος παροχής της απαραίτητης ψυχολογικής υποστήριξης, θα καταλήξουμε να πληρώνουμε υψηλό τίμημα τρεις με έξι μήνες μετά το τέλος αυτού του πρωτόγνωρου lockdown – δηλαδή ακριβώς τη στιγμή που θα πρέπει να είμαστε υγιείς για να βοηθήσουμε την οικονομία να ανακάμψει.

Οι ψυχολογικές επιπτώσεις της καραντίνας

Υπολογίζεται ότι αυτή τη στιγμή περίπου 2.6 δισεκατομμύρια άνθρωποι (το 1/3 του παγκόσμιου πληθυσμού) βρίσκεται σε κάποια μορφή lockdown ή καραντίνας. Πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για το μεγαλύτερο ψυχολογικό πείραμα που έχει συμβεί ποτέ

Δυστυχώς, έχουμε ήδη μια εικόνα των πιθανών αποτελεσμάτων του. Στο τέλος Φεβρουαρίου του 2020, λίγο πριν τα ευρωπαϊκά κράτη εφαρμόσουν διάφορες εκδοχές του lockdown, το επιστημονικό περιοδικό The Lancet δημοσίευσε μια ανάλυση 24 μελετών που καταγράφουν τις ψυχολογικές επιπτώσεις της ζωής σε καραντίνα. Τα ευρήματα μας επιτρέπουν να ρίξουμε μια πρώτη ματιά σε αυτό που συμβαίνει σταδιακά σε εκατομμύρια νοικοκυριά σε όλο τον κόσμο.

Τα ευρήματα δεν εκπλήσσουν τον αναγνώστη. Εν συντομία, τα άτομα που τίθενται σε καραντίνα είναι πολύ πιθανό να εμφανίσουν μια τεράστια γκάμα συμπτωμάτων στρες και αγχωδών διαταραχών, συμπεριλαμβανομένης της κακής διάθεσης, της αϋπνίας, του στρες, του άγχους, του θυμού, της ευερεθιστότητας, της συναισθηματικής εξάντλησης, της κατάθλιψης αλλά και του μετατραυματικού στρες.

Η κακή διάθεση και η ευερεθιστότητα είναι μάλιστα τα πιο συνηθισμένα από αυτά τα συμπτώματα, σημειώνει η μελέτη.

Στην Κίνα ήδη καταγράφονται τέτοιου είδους επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των πολιτών, στις πρώτες έρευνες που εκπονούνται για το lockdoen.

Σε περιπτώσεις όπου οι γονείς βρίσκονται σε καραντίνα με τα παιδιά τους, οι συνέπειες γίνονται ακόμη πιο βαριές. Σε μια μελέτη, 28% των γονιών σε καραντίνα διαγνώστηκαν με “διαταραχή ψυχικής υγείας που συνδέεται με το τραύμα”.

Ανάμεσα στους επαγγελματίες υγείας, σχεδόν το 10% παρουσίασε “έντονα συμπτώματα κατάθλιψης” ακόμα και για τρία χρόνια μετά τη λήξη της καραντίνας. Άλλη έρευνα, η οποία κατέγραφε τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του SARS μεταξύ των επαγγελματιών υγείας, ανακάλυψε μακροπρόθεσμο κίνδυνο αλκοολισμού, αυτοσυνταγογράφησης και συμπεριφοράς “αποφυγής”. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και χρόνια μετά την καραντίνα, ορισμένοι επαγγελματίες υγείας εξακολουθούν να αποφεύγουν τη στενή επαφή με τους ασθενείς, με το να μην εμφανίζονται στην βάρδια τους.

Υπάρχουν αμέτρητες πηγές στρες σε ένα lockdown: ο κίνδυνος λοίμωξης, ο φόβος απέναντι στο ενδεχόμενο της ασθένειας ή της απώλειας αγαπημένων προσώπων, όπως επίσης και η προοπτική οικονομικών δυσχερειών. Όλες τους, αλλά και πολλές ακόμη, είναι παρούσες στην τρέχουσα πανδημία.

Μια δεύτερη, κρυφή πανδημία

Ήδη μπορούμε να δούμε σημάδια αποφυγής στις χώρες που εφαρμόζεται lockdown. Οι άνθρωποι φοβούνται να πάνε στη δουλειά τους λόγω του φόβου της λοίμωξης, ενώ μέσα σε τρεις με έξι μήνες, αναμένεται να υπάρξει μια δεύτερη κορύφωση αυτής της τάσης των εργαζομένων. Δηλαδή, ακριβώς τη στιγμή που θα απαιτείται η εργασία όλων προκειμένου η οικονομία να ανακάμψει.

Λίγο πριν το lockdown το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ εκπόνησε μια έρευνα μεταξύ αντιπροσωπευτικού δείγματος του βελγικού πληθυσμού. Στο πλαίσιο της έρευνας φάνηκε ότι το 32% του πληθυσμού θα μπορούσε να κατηγοριοποιηθεί ως “υψηλά ανθεκτικό” (πράσινο χρώμα), ενώ μόλις το 15% παρουσίαζε τοξικά επίπεδα στρες (κόκκινο χρώμα).

Πιο πρόσφατη έρευνα του ίδιου οργανισμού, όμως, μόλις δύο εβδομάδες μετά την επιβολή lockdown είχε πολύ πιο δυσοίωνα ευρήματα. Το πράσινο τμήμα του γραφήματος είχε συρρικνωθεί στο 25%, ενώ το κόκκινο είχε επεκταθεί κατά 10 ολόκληρες ποσοστιαίες μονάδες, αγγίζοντας το 25%.

Τα άτομα της “κόκκινης” κατηγορίας είναι πιο πιθανό να σημειώσουν εκτεταμένη απουσία από το χώρο εργασίας τους, ενώ ακόμη και αν επιστρέψουν στη θέση τους αναμένεται να είναι έως και 35% λιγότερο παραγωγικοί σύμφωνα με έρευνα της Eurofound.

Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο;

Σε γενικές γραμμές, γνωρίζουμε ότι οι ευπαθείς ομάδες για ανάπτυξη μακροπρόθεσμων προβλημάτων ψυχικής υγείας είναι το ιατρικό προσωπικό που εργάζεται στην πρώτη γραμμή, νέοι άνθρωποι κάτω των 30 ετών, τα παιδιά, οι ηλικιωμένοι και εκείνοι που ζουν σε συνθήκες επισφάλειας, για παράδειγμα εξαιτίας της φτώχειας, κάποιας αναπηρίας ή ενός υποκείμενου προβλήματος ψυχικής υγείας.

Τα ευρήματα δεν ξαφνιάζουν κανέναν, καθώς εναρμονίζονται με τις μακροχρόνιες επιπτώσεις των φυσικών καταστροφών, όπως τις γνωρίζουμε εδώ και δεκαετίες από την ψυχολογία του τραύματος.

Όμως η κλίμακα της κατάστασης που ζούμε είναι πρωτοφανής. Αυτή τη φορά, η έδρα της καραντίνας δεν είναι ένα χωριό, μια πόλη ή ακόμη και μια ολόκληρη περιοχή. Το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού είναι αντιμέτωπο την ίδια στιγμή με αυτούς τους ισχυρούς στρεσογόνους παράγοντες.

Για αυτό και η ταυτόχρονη αντιμετώπιση των σωματικών αλλά και των ψυχολογικών επιπτώσεων είναι τώρα πιο σημαντική παρά ποτέ.

Πηγή: www.weforum.org