Μας αρέσει να πιστεύουμε ότι, όπως το περιεχόμενο ενός βιβλίου, τα δρώμενα και τα φαινόμενα της Ιστορίας μπορούν κι αυτά να κατατμηθούν σε θεματικές ενότητες και ότι οι ενότητες αυτές συμπίπτουν με τη συμβατική διαίρεση του χρόνου σε δεκαετίες και αιώνες. Φυσικά, τις περισσότερες φορές δεν πρόκειται παρά για ψευδαίσθηση, που όμως μας επιτρέπει να βγάζουμε νόημα από το χαοτικό συνεχές της ιστορικής κίνησης. Αλλά η λεγόμενη «ιδεολογία της περιοδολόγησης» είναι παλιό, και εν πολλοίς αναγκαίο, ιστοριογραφικό τέχνασμα που καλά κρατεί, και ένα πρόσθετο «ελαφρυντικό» για το σημερινό αφιέρωμα είναι ότι η έναρξη της δικής μας «δεκαετίας της κρίσης» συμβαίνει να έχει συμπέσει με την αρχή της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα.

Μιλάμε, βέβαια, για την επίσημη έναρξη, όπως την κήρυξε ο Γιώργος Παπανδρέου εκείνον τον Απρίλη τον σκληρό του 2010 από το Καστελλόριζο, γιατί οι κρίσεις δεν είναι κομμένες και ραμμένες στα μέτρα των δεκαετιών: έχουν μπόλικη προϊστορία πίσω τους και αφήνουν μπόλικα υπόλοιπα μπροστά τους. Για τα πίσω υπάρχει αρκετή βιβλιογραφία, την οποία δεν ξέρω αν μελέτησε ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος πρόσφατα απεφάνθη ότι η κρίση ήταν αποτέλεσμα της «κορύφωσης της δομικής παθογένειας του ελληνικού καπιταλισμού». Πότε άραγε και ποιος έριξε τα θεμέλια αυτής της δομικής παθογένειας; Ηταν η ατελής και καχεκτική αστική τάξη μιας χώρας που έμενε συνεχώς μετεξεταστέα στον προθάλαμο της νεωτερικότητας; Ηταν η επίμονη κακοήθεια του πελατειακού συστήματος, η χρόνια αναξιοπιστία του κράτους, η υστέρηση της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας ή ο λοιμώδης ευδαιμονισμός και καταναλωτισμός της μαζικοποιημένης δημοκρατίας; Είναι προφανές ότι τα μαρξιστικά και φιλελεύθερα μοντέλα δεν συμπίπτουν στη διάγνωσή τους, και όσοι δεν φοβούνται τις ανασκαφές βάθους βάζουν στον λογαριασμό, εκτός από το όπιο των οθωμανικών σκοτεινών αιώνων, ακόμη και ψυχολογικά / συναισθηματικά σουσούμια made in Byzantium.

Πατάμε, λοιπόν, το κατώφλι της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα παθόντες και μαθόντες; Δεν είναι εύκολο να αισιοδοξεί κανείς όταν θυμηθεί ότι αρκετά χρόνια μετά την ευρωπαϊκή μας ενθρόνιση ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έβλεπε γύρω του ένα «απέραντο φρενοκομείο» και ότι ο Κώστας Σημίτης συνόψισε μερικά χρόνια «αλλαγής» και «εκσυγχρονισμού» με το σχετλιαστικό «Αυτή είναι η Ελλάδα!».

Παραθέτω τώρα από την πιο πρόσφατη «βιογραφία» της Ελλάδας (Roderick Beaton, Greece. Biography of a Modern Nation, 2019): «Κάτω από τις νέες πιέσεις μέσα στη δεκαετία της κρίσης οι Ελληνες αναγκάστηκαν να κάνουν απολογισμό, να ξαναδούν την ιστορία τους, τις αξίες με τις οποίες γαλουχήθηκαν, την αντίληψή τους για το ποιοι είναι και πού ανήκουν». Μακάρι, πλην ο άγγλος βιογράφος μας τελικά αφήνει ένα ερώτημα να κρεμιέται κάτω από τον καλό του λόγο: «Γενιές [Ελλήνων] έζησαν πολύ χειρότερες καταστάσεις στα διακόσια χρόνια ιστορίας του ελληνικού κράτους. Αυτό που τους βοηθάει να επιβιώνουν σε τέτοιους καιρούς είναι ένα χαρακτηριστικό για το οποίο η καλύτερη απόδοση [στα αγγλικά] είναι η «καρτερία» (endurance) ή «παραίτηση και συνάμα υπομονή» (patient resignation). Αλλά αν είναι οι παλιοί παραδοσιακοί τρόποι που δίνουν στον κόσμο τη δυνατότητα να κρατιέται όρθιος παρά τις αντιξοότητες, αυτό δεν συνιστά και πολύ ενθαρρυντική ένδειξη ότι η Ελλάδα και οι Ελληνες βρίσκονται ένα βήμα πριν την ανιούσα που θα ανέμενε κανείς στο τέλος μιας περιόδου κρίσης».

Η αλήθεια είναι ότι μαζί με την καρτερία και την υπομονετική παραίτηση ζήσαμε τις «αυταπάτες» του λαϊκισμού, την αθέατη πλευρά του «ηθικού πλεονεκτήματος», τον άκαιρο ιδεολογικό αταβισμό μιας ανερμάτιστης Αριστεράς, νέες τροπές ψυχαναγκαστικού διχασμού και κορδακισμούς εθνικιστικού κρετινισμού. Πάθαμε, και αν η πρόσφατη κυβερνητική αλλαγή μεταξύ άλλων σημαίνει (σημαίνει;) ότι αρχίσαμε να μαθαίνουμε, από τα πολλά της ατζέντας υπάρχουν, νομίζω, δυο-τρία που έχουν καταστατική σημασία.

Να ξανασυζητήσουμε τα καλά και συμφέροντα για την κοινωνία μας αφήνοντας στην άκρη τη συνθηματολογική αντισφαίριση της κομματικής διαπάλης που αποστραγγίζει από κάθε νόημα την «προοδευτικότητα».

Να μάθουμε να τιμούμε και να προτιμούμε, στο πολιτικό, κοινωνικό και πνευματικό πεδίο, αυτούς που είναι, ξεχωρίζοντάς τους από αυτούς (και είναι πολλοί) που απλώς φαίνονται ή κατέχουν την τεχνική του φαίνεσθαι.

Να θέσουμε μεθοδικά τις βάσεις για μια κουλτούρα ουσιαστικής αξιολόγησης, χωρίς την οποία η περιλάλητη αξιοκρατία θα παραμένει πάντα το «ιερό δισκοπότηρο» της ευκαιριακής φλυαρίας μας.

Να καθορίσουμε με την ευαισθησία και διακριτικότητα που επιβάλλει το ιστορικό παρελθόν τους διακριτούς ρόλους Εκκλησίας και Κράτους.

Να ενθαρρύνουμε κυρίως στον χώρο της εκπαίδευσης αλλά και στον δημόσιο λόγο σύγχρονες, απροκατάληπτες εκδοχές πατριωτισμού χωρίς ψευδαισθήσεις ελληνοπρεπούς εξαιρετισμού που παλινδρομεί ανάμεσα σε φοβικές συνωμοσιολογίες και ανιστόρητες αυταρέσκειες.

Να καλλιεργήσουμε πολιτική ταυτότητας η οποία, χωρίς να απεμπολεί τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά της ιστορικότητάς της, να είναι προσανατολισμένη προς τον ευρύτερο ευρωπαϊκό πολιτισμικό ορίζοντα – αυτόν που ιστορικά διαμόρφωσε αλλά και αυτόν που τώρα συγχρονικά τη διαμορφώνει.

Να χαράξουμε εθνική και υπερκομματική παρακαμπτήριο προκειμένου να προστατεύσουμε, αν είναι δυνατόν και συνταγματικά, το εκπαιδευτικό σύστημα και πρόγραμμα από ιδιοσυγκρασιακές «μεταρρυθμίσεις» διαβατάρικων υπουργών και εκπαιδευτικών επιτελείων ή από συντεχνιακές ιδιοτέλειες.

Να νοιαστούμε σοβαρά όχι μόνο για τις επιμερισμένες δεξιότητες που απαιτούν οι ραγδαίες εξελίξεις της τεχνολογίας αλλά και για την ανθρωπιστική όψη της παιδείας, όπου η καλλιέργεια του γλωσσικού αισθητηρίου δεν είναι ζήτημα απλής ορθοέπειας αλλά ζωτικός όρος ιστορικής και πολιτισμικής νοημοσύνης.

Πρόκειται ασφαλώς για ατζέντα που υπερβαίνει κυβερνητικές προθεσμίες, κομματικές συνοριογραμμές, ακροβολισμένους πολιτιστικούς εθελοντισμούς και, μάλλον, το χρονικό άνυσμα της επόμενης δεκαετίας. Αλλά πρόκειται για ατζέντα τη σημασία της οποίας σήμερα, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη φορά στο παρελθόν, είμαστε, πλην Λακεδαιμονίων, σε θέση να εκτιμήσουμε καλύτερα. Και ίσως, παραδίδοντας εαυτούς και αλλήλους στη νέα δεκαετία, δεν είναι άτοπο ή ουτοπικό να επικαλεστούμε εκείνη την πολλαπλά επικαθορισμένη, και ταυτόχρονα δυσπροσδιόριστη, συνισταμένη ιδεών και προσδοκιών που δύο αιώνες τώρα μας κράτησε άλλοτε εκόντες άκοντες, άλλοτε κουτσά στραβά και άλλοτε με φιλότιμες εξάρσεις δημιουργικής συναίνεσης στη σωστή μεριά της Ιστορίας και στη ρύμη της νεωτερικότητας. Στο κάτω-κάτω, όπως παραδέχεται και ο άγγλος βιογράφος μας, περάσαμε με αξιοπρέπεια ένα δύσκολο τεστ – που σημαίνει ότι μάλλον «είμαστε από καλή γενιά».

Ο κ. Θεόδωρος Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ.