H υπόθεση Νοvartis , το μέγα σκάνδαλο κατά τον κ.Τσίπρα και η μεγάλη σκευωρία για τις περισσότερες των άλλων πολιτικών δυνάμεων, δεν αναπτύχθηκε εν κενώ, ούτε σε νεκρό πολιτικό χρόνο.

Αλλά πριν περιγράψουμε την όλη υπόθεση οφείλουμε ορισμένες θεμελιώδεις παρατηρήσεις.

Οσοι έχουν παρακολουθήσει την εξέλιξη της φαρμακευτικής δαπάνης γνωρίζουν ότι το φαινόμενο της υπερσυνταγογράφησης άρχισε να εμφανίζεται μετά το 2002 και  να παίρνει διαστάσεις χιονοστιβάδας στα χρόνια της νεοδημοκρατικής διακυβέρνησης από το 2004 μέχρι το 2009. Τότε κυρίως η κατευθυνόμενη συνταγογράφηση απέκτησε βιομηχανικά χαρακτηριστικά. Και γι’ αυτό στα χρόνια των  μνημονίων αποτέλεσε τον πρώτο στόχο της τρόικας, η οποία απαιτούσε με σφοδρότητα τη μείωσή της. Και το επέτυχε μεταξύ δευτέρου και τρίτου μνημονίου. Μεταξύ 2010 και 2014 η φαρμακευτική δαπάνη περιορίστηκε στα όρια των 2 δισ.ευρώ από περίπου 6 δισ. που είχε εκτιναχθεί στα χρόνια της αφροσύνης. Εκτοτε οι κυβερνήσεις διατήρησαν σε ελεγχόμενα επίπεδα τη φαρμακευτική δαπάνη.

Η υπόθεση Νοvartis, με την πολιτική μορφή που ξέρουμε σήμερα, ήλθε στο προσκήνιο πολύ αργότερα, σε χρόνο μεταγενέστερο και αφού το πρόβλημα της υπερσυνταγογράφησης είχε ελεγχθεί σε μεγάλο βαθμό. Και συγκεκριμένα τον Ιανουάριο του 2018, σε χρόνο κατά τον οποίο η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ άρχισε να καταστρώνει το εκλογικό σχέδιό της. Είχε προηγηθεί βεβαίως κατάλληλη προπαρασκευή με σχετικά  δημοσιεύματα, τα οποία προανήγγειλαν αποκαλύψεις για χρηματισμούς πολιτικών προσώπων και άλλα συναφή.

Τον Ιανουάριο του 2018 σε μια νυχτερινή συνεδρίαση στο Μέγαρο Μαξίμου η κυβέρνηση ενημερώθηκε και τα μέλη της μετέδωσαν με επισημότητα σκάνδαλο μεγατόνων, το μεγαλύτερο από γενέσεως του νεοελληνικού κράτους, προετοιμάζοντας διώξεις διακεκριμένων πολιτικών προσώπων, τα οποία ετύγχανε να είναι και εκείνα που επέκριναν με σφοδρότητα την κυβέρνηση του κ.Τσίπρα.

Λίγο αργότερα έγινε γνωστό ότι δέκα ήταν οι ελεγχόμενοι πολιτικοί, άπαντες εμβληματικοί αντίπαλοι της τότε κυβέρνησης.

Από την πρώτη στιγμή ηγέρθησαν αμφισβητήσεις και υποψίες ότι η υπόθεση ανεσύρθη επί σκοπώ. Ο μεγάλος αριθμός , όπως και η εμπλοκή προσώπων υπεράνω υποψίας ενίσχυσε τις αμφισβητήσεις και τις αμφιβολίες για την εγκυρότητα των καταγγελιών. Πολύ περισσότερο όταν ήλθαν στο φως οι υποτιθέμενες μαρτυρίες και φανερώθηκαν οι καταθέσεις των προστατευομένων μαρτύρων,οι οποίες έβριθαν αναπόδεικτων υπερβολικών περιστατικών, τα οποία δεν μπορούσαν να γίνουν πιστευτά. Αργότερα επίσης όταν αποκαλύφθηκαν τα στοιχεία των προστατευόμενων μαρτύρων και οι εμπλοκές των ιδίων στο κύκλωμα υπερσυνταγογράφησης φανερώθηκε η αναξιοπιστία τους.

Από τα μέσα του 2018 εδραία ήταν η πεποίθηση των περισσοτέρων ότι η κυβέρνηση είχε συλλάβει ένα σχέδιο πολιτικής επικράτησης διά της σπίλωσης των πολιτικών της αντιπάλων. Και για να το υπηρετήσει ενέπλεξε πρόθυμους δικαστές, οι οποίοι έκαναν ότι περνούσε από το χέρι τους προκειμένου να στηρίξουν το σκάνδαλο και μη στοιχειοθετημένες κατηγορίες.

Ωστόσο η αντίδραση των εμπλεκομένων ήταν σφοδρή και άμυνά τους αποτελεσματική. Η επιχείρηση δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, αλλά παρ’ όλα αυτά οι εμπνευστές της επέμειναν και άσκησαν τις προαναγγελθείσες διώξεις. Η συνέχεια ήταν αποκαρδιωτική.

Πριν από τις εκλογές οι περισσότερες των υποθέσεων ετέθησαν στο αρχείο και όσες παρέμειναν εκκρεμείς έπασχαν από τα ίδια προβλήματα αναξιοπιστίας. Κάπως έτσι φθάσαμε στις κάλπες της 7ης Ιουλίου. Η υπόθεση Novatis δεν απέδωσε τα αναμενόμενα , η κυβέρνηση Τσίπρα ηττήθηκε κατά κράτος και έκτοτε άρχισε να ξηλώνεται το πουλόβερ του σκανδάλου και να αναδεικνύεται εκείνο της σκευωρίας.

Οι τελευταίες αποκαλύψεις δηλώνουν ακριβώς την προπαρασκευή και την πολιτική στόχευση.

Τώρα ο άλλοτε καταγγέλλων ΣΥΡΙΖΑ αμύνεται και παλεύει να πείσει ότι δεν εκμεταλλεύθηκε αναξιόπιστους κουκουλοφόρους μάρτυρες που στήθηκαν απέναντι δι’ ίδιον όφελος.

Ετσι είναι όμως η πολιτική. Η κατάχρηση δυνάμεων και δυνατοτήτων τιμωρείται. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν ναρκοθετεί και υπονομεύει τη Δημοκρατία.

ΤΟ ΒΗΜΑ