Καμπανάκια για την κατάσταση που επικρατεί στην αγορά εργασίας, τα χρέη των νοικοκυριών, τα προσκόμματα στην ανάπτυξη και τους κινδύνους που ελλοχεύουν για την ελληνική οικονομία χτυπά η ετήσια έκθεση 2019 για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση που παρουσίασε το Ινστιτούτο Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ.

«Έπειτα από σχεδόν εννέα χρόνια λιτότητας και οικονομικής προσαρμογής, η ελληνική οικονομία δεν εμφανίζει ακόμη ισχυρές ενδείξεις μετάβασης σε μια διατηρήσιμη επεκτατική δυναμική» επισημαίνει ο Γιάννης Παναγόπουλος της ΓΣΕΕ.

Στην έκθεση καταγράφονται οι θετικές εξελίξεις για την ελληνική οικονομία, εκφράζοντας ωστόσο επιφυλάξεις για τη διατηρισιμότητα της ανάπτυξης και της θετικής δυναμικής, δεδομένων και των αρνητικών εξελίξεων στη διεθνή οικονομία.

Προειδοποιεί δε ότι δεδομένης της εξάρτησης της δυναμικής της οικονομίας από την εγχώρια κατανάλωση, η χρηματοοικονομική κατάσταση των νοικοκυριών περιορίζει τις προσδοκίες αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας.

Οι πολιτικές λιτότητας και υπερπλεονασμάτων έχουν επιβαρύνει σημαντικά το προσαρμοσμένο ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, το οποίο την περίοδο 2009-2017 σημείωσε πτώση 33,7%, διαταράσσοντας τη μακροοικονομική και τη χρηματοπιστωτική συνοχή της οικονομίας.

Σε ό,τι αφορά την αγορά εργασίας επισημαίνεται ότι παρά την αύξηση της απασχόλησης «η κατάσταση της αγοράς εργασίας σε όρους ποιότητας νέων θέσεων εργασίας και προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων απέχει από το να θεωρείται ικανοποιητική».

Ενδιαφέρουσα ήταν δε η επισήμανση του επιστημονικού διευθυντή του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, Γιώργου Αργείτη, ότι η μείωση που έχει σημειώσει η ανεργία στην Ελλάδα, οφείλεται στη διαρροή νέων στο εξωτερικό, στην υλοποίηση προγραμμάτων απασχόλησης από τον ΟΑΕΔ και στη δημιουργία θέσεων εργασίας από τον ιδιωτικό τομέα, με επισφαλείς όμως σχέσεις απασχόλησης και χαμηλούς μισθούς.

Ακόμη, ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, ανέφερε ότι η σταθερή πορεία της οικονομίας αλλά και οι θετικοί ρυθμοί μεγέθυνσης δεν φαίνεται ότι θα ανατραπούν, ωστόσο αυτό δεν θα επηρεάσει ιδιαίτερα τη θέση του κόσμου της εργασίας.

Το ΙΝΕ ΓΣΕΕ δεν παραλείπει να υπογραμμίσει για άλλη μια φορά «την άμεση ανάγκη για μία σοβαρή δημόσια πολιτική συζήτηση για τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας, τις θεσμικές της αδυναμίες και δυσλειτουργίες και την προοπτική οικοδόμησης ενός νέου, ισόρροπου και βιώσιμου μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης».

Καρφί δε για το επίπεδο της προεκλογικού διαλόγου αποτελεί η επισήμανση στα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης ότι «αν και το 2019 είναι έτος εκλογικό, δεν δημιουργεί αισιοδοξία το γεγονός ότι δεν γίνεται καμία σοβαρή δημόσια πολιτική συζήτηση για τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας, τις θεσμικές της αδυναμίες και δυσλειτουργίες και την προοπτική οικοδόμησης ενός νέου, ισόρροπου και βιώσιμου μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης».

Η δημόσια συζήτηση, προστίθεται, «περιορίζεται κυρίως στην καλλιέργεια κλίματος ευφορίας ως προς την τρέχουσα κατάσταση της οικονομίας και τις προοπτικές της ως αποτέλεσμα είτε μιας –μη διατηρήσιμης– επιδοματικής ευημερίας είτε της επίδρασης της μείωσης της φορολογίας. Η οικονομική πολιτική πρέπει με πραγματισμό να αντιμετωπίσει τις χρόνιες διαρθρωτικές, παραγωγικές και μακροοικονομικές ανισορροπίες και να δημιουργήσει ισχυρούς, επεκτατικούς και διατηρήσιμους αναπτυξιακούς πυλώνες».

Σταθερά θετική πορεία συνέχισε να έχει και το 2018 ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας σύμφωνα με την ετήσια έκθεση 2019 για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση που παρουσίασε σήμερα το Ινστιτούτο Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ.

Η ελληνική οικονομία δεν επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από την τάση επιβράδυνσης που επικρατεί σε παγκόσμιο επίπεδο.

Ωστόσο, παρά τους θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης, παρατηρείται μια συνεχόμενη δυναμική απόκλισης από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και τα κράτη-μέλη της νότιας περιφέρειάς της, σημειώνεται στην έκθεση.

Όσον αφορά τους δείκτες φτώχειας και ανισότητας η έκθεση σημειώνει ότι από το 2014 και μετά οι δείκτες φτώχειας και οικονομικής ανισότητας σημειώνουν βελτίωση. Ενδεικτικά ο δείκτης φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού εμφανίζει σταθερή υποχώρηση επί τρία συναπτά έτη από 36% το 2014 σε 34,8% το 2017.

Καθοριστικός παράγοντας για τη συγκράτηση του ποσοστού φτώχειας στην Ελλάδα σε σχέση με την ΕΕ συνιστούν οι μεταβιβαστικές πληρωμές, και ειδικά εκείνη των συντάξεων.

Ωστόσο, η αύξηση της απασχόλησης και των συνολικών εισοδημάτων στα ελληνικά νοικοκυριά που σημειώνεται τα τελευταία έτη έχει συμβάλει στη μείωση της εξάρτησης από τις κοινωνικές μεταβιβάσεις. Όσον αφορά τις επιμέρους κοινωνικές ομάδες, το 2017 παρατηρείται σχετική βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής τους σε σχέση με το 2016, με εξαίρεση τους μισθωτούς εργαζομένους.

Απογοητευτικό το ύψος των μισθών

Όπως καταδεικνύουν τα στοιχεία της έρευνας, το 2018 στον ιδιωτικό τομέα 571 χιλιάδες άτομα αμείβονταν με μισθό κάτω των 500 ευρώ, ενώ 251 χιλιάδες άτομα αμείβονταν με μισθό κάτω των 250 ευρώ.

Όσον αφορά την αύξηση του κατώτατου μισθού και την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού, η οποία αντιστοιχεί σε αύξηση 27% για τους νέους κάτω των 25 ετών, αντισταθμίζουν περίπου το μισό της αρχικής μισθολογικής μείωσης των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.

Όσον αφορά τον προϋπολογισμό του 2019, η δημοσιονομική επέκταση που προβλέπει σε συνδυασμό με την πιθανή εφαρμογή των πρόσφατα εξαγγελθέντων επεκτατικών παρεμβάσεων αποτελούν θετικές εξελίξεις, εφόσον δεν χρηματοδοτηθούν με δανειακό κεφάλαιο.

Δρώντας σταθεροποιητικά και επεκτατικά στην ιδιωτική δαπάνη, θα επιφέρουν θετικές επιπτώσεις στη δυναμική της οικονομίας, η οποία εξακολουθεί να στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην κατανάλωση, αλλά και στη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος ως αποτέλεσμα της ενίσχυσης των ροών ρευστότητας.

Επιπλέον, όπως τονίζεται στην έκθεση, τα υπερπλεονάσματα των τελευταίων ετών έχουν συμβάλει στην αναβάθμιση της χρηματοπιστωτικής φερεγγυότητας του δημόσιου τομέα. Δεδομένης όμως της απουσίας ισχυρής επεκτατικής δυναμικής και της εύθραυστης χρηματοπιστωτικής κατάστασης του ιδιωτικού τομέα, η διατηρήσιμη αναβάθμιση της πιστοληπτικής φερεγγυότητας της οικονομίας θα εξαρτηθεί -μεταξύ άλλων- από την ενίσχυση και τη μονιμοποίηση μέτρων στήριξης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών σε συνδυασμό με την ενεργοποίηση των δημόσιων επενδύσεων.

Όσον αφορά την αγορά εργασίας, κατά το 2018 το ισοζύγιο προσλήψεων και αποχωρήσεων στον ιδιωτικό τομέα εμφανίζεται θετικό για έκτη συνεχόμενη χρονιά. Ειδικότερα με βάση τα στοιχεία του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ , οι προσλήψεις ανήλθαν σε 2.668.923 θέσεις εργασίας, ενώ οι αποχωρήσεις σε 2.597.920 με αποτέλεσμα την καθαρή αύξηση της απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα κατά 141.003 νέες θέσεις εργασίας.

Σύμφωνα με την έκθεση «οι ροές απασχόλησης των τελευταίων ετών δημιουργούν αισιοδοξία, ωστόσο η κατάσταση της αγοράς εργασίας σε όρους ποιότητας νέων θέσεων εργασίας και προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων απέχει από το να θεωρείται ικανοποιητική».

Επιπλέον, σε άλλο σημείο της έκθεσης επισημαίνεται ότι η χρηματοοικονομική θέση των νοικοκυριών είναι ιδιαίτερα εύθραυστη λόγω αρνητικών νέων αποταμιεύσεων και χαμηλού επιπέδου εισοδημάτων σε σχέση με τις δανειακές τους υποχρεώσεις.

Δεδομένης της εξάρτησης της δυναμικής της οικονομίας από την εγχώρια κατανάλωση, η χρηματοοικονομική κατάσταση των νοικοκυριών περιορίζει τις προσδοκίες αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας.

Οι πολιτικές λιτότητας και υπερπλεονασμάτων έχουν επιβαρύνει σημαντικά το προσαρμοσμένο ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, το οποίο την περίοδο 2009-2017 σημείωσε πτώση 33,7%, διαταράσσοντας τη μακροοικονομική και τη χρηματοπιστωτική συνοχή της οικονομίας.

«Το χρηματικό κόστος από την απώλεια μίας θέσης εργασίας για ένα έτος ανήλθε κατά το 2018 σε 8.126 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 50% του μέσου καθαρού εισοδήματος από εργασία. Το υψηλό κόστος απώλειας εργασίας αποτυπώνει τις αδυναμίες της κοινωνικής πολιτικής και την περιορισμένη διαπραγματευτική ισχύ της εργασίας στην Ελλάδα», αναφέρει χαρακτηριστικά η έκθεση του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ.

Όξυνση των εισοδηματικών διαφορών στην αγορά εργασίας

Στο επίκεντρο της φετινής ετήσιας έκθεσης βρέθηκε το ζήτημα αν η υποχώρηση του ποσοστού φτώχειας και ανεργίας αφορά συνολικά τους εργαζομένους της χώρας ή εάν υπάρχουν ενδείξεις περιθωριοποίησης συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων.

Από τις σχετικές εκτιμήσεις προκύπτει όξυνση των εισοδηματικών διαφορών στην αγορά εργασίας μεταξύ των εργαζομένων διαφορετικής εργασιακής έντασης, επιδείνωση της θέσης των γυναικών στην αγορά εργασίας, καθώς και των μεταναστών σε σχέση με τους κατοίκους με ελληνική ιθαγένεια.

Σχετικά με τις κοινωνικές παροχές, σύμφωνα με τα στοιχεία, κατέγραψαν μείωση κατά 130 εκατ. ευρώ. Συγκριτικά με το 2009 οι κοινωνικές παροχές έχουν υποχωρήσει κατά 21,7% το.

Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την πτώση των δημόσιων επενδύσεων, δημιουργεί σοβαρές αναπτυξιακές εμπλοκές.

Όσον αφορά τις ελληνικές εξαγωγές, «αυξήθηκαν, αλλά η επίδρασή τους στο ΑΕΠ ήταν σχεδόν μηδενική λόγω αντίστοιχης αύξησης των εισαγωγών. Η διάρθρωση του παραγωγικού τομέα δεν επιτρέπει την επίτευξη διατηρήσιμου εμπορικού πλεονάσματος, λόγω της μεγάλης εξάρτησής του από τις εισαγωγές».

Ειδικότερα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης «τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται ορισμένες θετικές εξελίξεις που δυνητικά θα μπορούσαν να συμβάλουν στη βελτίωση του παραγωγικού υποδείγματος, όπως η αύξηση του ποσοστού δαπανών σε έρευνα και ανάπτυξη ως προς το ΑΕΠ, καθώς και η αύξηση της συμμετοχής των εργαζομένων στην επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση (αν και αυτό οφείλεται περισσότερο στην ατομική πρωτοβουλία των εργαζομένων παρά στη μέριμνα των επιχειρήσεων). Ζητούμενο είναι οι θετικές αυτές εξελίξεις όχι μόνο να ενταθούν, αλλά και να αποτελέσουν μέρος μιας ρεαλιστικής και σχεδιασμένης προσπάθειας παραγωγικής αναβάθμισης της οικονομίας μέσω στοχευμένων κλαδικών πολιτικών, με έμφαση στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας».

Όπως σημειώθηκε κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης «οι εμπειρικές εκτιμήσεις επιβεβαιώνουν την πάγια θέση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ ότι οι ασκούμενες πολιτικές των Προγραμμάτων Οικονομικής Προσαρμογής (ΠΟΠ) δεν ενεργοποίησαν διαρθρωτικούς και τεχνολογικούς μετασχηματισμούς που να συμβάλουν στην ουσιαστική αναβάθμιση του εγχώριου παραγωγικού υποδείγματος. Αντιθέτως, η συμπίεση του μισθολογικού κόστους και η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας ευνόησε την ανάπτυξη δραστηριοτήτων χαμηλού τεχνολογικού επιπέδου».