Αυτό που σχεδόν καθολικά διαφεύγει από τη δημόσια συζήτηση για τις επικείμενες ευρωεκλογές (της 26ης Μαΐου) για την ανάδειξη των 705 νέων μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ΕΚ) για πενταετή θητεία (2019-2024) είναι ότι με τις εκλογές αυτές επιλέγεται επίσης και ο νέος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (European Commission). Ενώ το νέο Ευρωκοινοβούλιο θα έχει επίσης την εξουσία να εγκρίνει και όλα τα μέλη της Επιτροπής (27 εάν αποχωρήσει το Ηνωμένο Βασίλειο, 28 εάν όχι). Αυτή είναι μια σημαντική θεσμική καινοτομία της Συνθήκης της Λισαβόνας (η οποία δεν υπήρχε σε προηγούμενες συνθήκες). Και στη συγκεκριμένη περίπτωση η εκλογή του νέου προέδρου «θα παιχθεί» ανάμεσα στους υποψηφίους (Spitzenkandidaten) των δύο μεγάλων ευρωπαϊκών κομμάτων, του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ – PPE) που συγκεντρώνει τις συντηρητικές Χριστιανοδημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις και του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος (PES, S-D ).

Οι δύο υποψήφιοι των κομματικών αυτών σχηματισμών, ο Γερμανός Μάνφρεντ Βέμπερ για το Λαϊκό Κόμμα και ο Ολλανδός Φρανς Τίμερμανς για το Σοσιαλιστικό, είναι οι βασικοί διεκδικητές της προεδρίας της Επιτροπής. Πρόκειται για δύο σαφώς διαφορετικού χαρακτήρα και πορείας προσωπικότητες. Ο πρώτος, ο Βέμπερ, εξόχως συντηρητικός και μάλλον πολωτικός και χωρίς καμιά κυβερνητική ή διοικητική εμπειρία, ενώ ο δεύτερος, ο Τίμερμανς, τυπικός Σοσιαλδημοκράτης, συναινετικός και με πολυετή και πολυσχιδή θητεία σε υψηλές θέσεις. Τα τελευταία πέντε χρόνια ως αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με πετυχημένη κατά κοινή ομολογία θητεία. Επομένως το προφίλ του τελευταίου εμφανίζεται να ταιριάζει περισσότερο με τον ρόλο του προέδρου της Επιτροπής που πρώτα απ’ όλα, ως υπερεθνικό όργανο, θα πρέπει να εκφράζει το σύνολο της Ευρώπης και όχι επιμέρους κράτη-μέλη, και θα πρέπει να λειτουργεί συναινετικά.

Αλλά σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λισαβόνας (άρθρο 17) η επιλογή του προέδρου της Επιτροπής θα πρέπει να γίνει σε πρώτη φάση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (20-21 Ιουνίου 2019), «λαμβάνοντας υπόψη το αποτέλεσμα των εκλογών για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο», όπως διαλαμβάνει η Συνθήκη. Η κάπως γενικόλογη αυτή φράση δεν δεσμεύει νομικά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να επιλέξει σώνει και καλά έναν συγκεκριμένο υποψήφιο. Απλώς ο υποψήφιος θα πρέπει να προέρχεται από το πολιτικό κόμμα που έχει κερδίσει την πλειοψηφία στις ευρωεκλογές. Ωστόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει ερμηνεύσει τη φράση αυτή ότι συνεπάγεται την επιλογή του συγκεκριμένου υποψηφίου (Spitzenkandidat). Καθώς σε διαφορετική περίπτωση δεν θα «τον εκλέξει» ως πρόεδρο της Επιτροπής, όπως έχει την τελική εξουσία να κάνει σύμφωνα επίσης με νέα καινοτομία της Συνθήκης. Αυτή ακριβώς η πρακτική ακολουθήθηκε το 2014 και προέκυψε ως πρόεδρος ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, τότε υποψήφιος με το ΕΛΚ. Επομένως εάν ο Βέμπερ καταφέρει να συγκεντρώσει την πλειοψηφία τότε είναι πολύ πιθανόν να αναδειχθεί ως νέος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αν και ορισμένες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Γαλλία, θα δώσουν μάχη για να αποφύγουν μια «προεδρία Βέμπερ» για τα επόμενα πέντε χρόνια. Από το συντηρητικό στρατόπεδο υπάρχουν και άλλοι διεκδικητές της προεδρίας της Επιτροπής, όπως π.χ. ο σημερινός διαπραγματευτής για το Brexit και πρώην επίτροπος Μισέλ Μπαρνιέ κ.ά. Επομένως μπορεί να έχουμε μια εξόχως συγκρουσιακή διαδικασία στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου για τον νέο πρόεδρο, ιδιαίτερα εάν η νέα σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου χαρακτηρίζεται από υψηλό κατακερματισμό των πολιτικών δυνάμεων και επομένως δεν προκύπτει σαφής, ξεκάθαρη πλειοψηφία.

Τώρα σε ό,τι αφορά τα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής: μετά την εκλογή του προέδρου οι κυβερνήσεις οφείλουν να προτείνουν (δεύτερο δεκαπενθήμερο Ιουλίου) τον υποψήφιο επίτροπο της χώρας ο οποίος θα πρέπει να γίνει αποδεκτός πρώτα απ’ όλα από τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο, ώστε το Συμβούλιο να εγκρίνει (με ειδική πλειοψηφία) τον συνολικό κατάλογο των υποψηφίων επιτρόπων που θα υποβληθεί για τελική έγκριση επίσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Μετά την έγκριση αυτή οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να ανακαλέσουν υποψήφιο επίτροπο. Μόνο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο στο τέλος Σεπτεμβρίου θα υποβάλει όλους τους υποψηφίους σε ακροάσεις, μπορεί να αναγκάσει κάποιον να αποσυρθεί ή να τον αποσύρει ο πρόεδρος της Επιτροπής, κάτι που έχει γίνει στο παρελθόν. Και αφού πρόεδρος και μέλη της Επιτροπής εγκριθούν ως Σώμα από το ΕΚ, θα αναλάβουν τα καθήκοντά τους την 1η Νοεμβρίου.

Η διαδικασία και το χρονοδιάγραμμα αυτό έχουν ενδιαφέρον ιδιαίτερα για την Ελλάδα, καθώς εάν οι γενικές βουλευτικές εκλογές πραγματοποιηθούν τον Οκτώβριο, τότε η σημερινή κυβέρνηση Τσίπρα θα είναι αυτή που θα προτείνει τον Ιούλιο τον νέο επίτροπο, ο οποίος όμως θα αναλάβει καθήκοντα την 1η Νοεμβρίου, αφού πιθανότατα η κυβέρνηση θα έχει αποχωρήσει από την εξουσία. Και το ερώτημα: Αν και ο επίτροπος δεν εκπροσωπεί την κυβέρνηση, είναι θεμιτό μια απερχόμενη κυβέρνηση να προτείνει τον νέο επίτροπο; Η απάντηση είναι βεβαίως όχι. Θα ήταν αναγκαία κάποια συνεννόηση, διαβούλευση με την αντιπολίτευση. Αλλά δεν φαίνεται πιθανό ότι ο Αλ. Τσίπρας θα προχωρήσει σε κάτι τέτοιο. Η όλη του λογική είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση. Και δεν αποκλείεται ο κ. Τσίπρας να θέλει τη διεξαγωγή των γενικών εκλογών τον Οκτώβριο ώστε μεταξύ άλλων να έχει και τη δυνατότητα να προτείνει τον εκλεκτό του ως νέο μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Ο κ. Π. Κ. Ιωακειμίδης, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ, είναι μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του FEPS.