Τα χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου ήταν επώδυνα για την ελληνική Αριστερά. Εκείνοι που κέρδισαν τον πόλεμο έχασαν την ευκαιρία και μίας παράλληλης ηθικής νίκης, επιλέγοντας να επιδείξουν απάνθρωπη σκληρότητα απέναντι στους ηττημένους. Φυλακίσεις, εκτελέσεις, ξερονήσια, κοινωνικά φρονήματα… Χρειάστηκε ακόμα και να επιστρατευτούν άτομα που συνεργάστηκαν με τους ναζί την περίοδο της Κατοχής. Ήξεραν καλά την τέχνη!

Η έλλειψη ελευθερίας, ειδικά σε ό,τι αφορά τον λόγο, έχει και μία θετική συνέπεια: αναγκάζει τον άνθρωπο να αναζητήσει κώδικες επικοινωνίας για να διοχετεύσει όλα εκείνα που δεν μπορεί να εκφράσει άμεσα. Κι αυτή η ανάπτυξη ευρηματικότητας στη συμβολική έκφραση γεννά καινούργια ποίηση, ανοίγει νέους δρόμους σε κάθε μορφή τέχνης και διανόησης. Δεν είναι τυχαίο ότι σημαντικοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι της μετεμφυλιακής περιόδου προήλθαν από τον χώρο της Αριστεράς.

Την περίοδο της Δικτατορίας, η Αριστερά βρέθηκε και πάλι στο περιθώριο (αν και – χωρίς να παραβλέπουμε τα βασανιστήρια στα μπουντρούμια – η σκληρότητα που αντιμετώπισε από το στρατιωτικό καθεστώς δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνη που είχε βιώσει μετά τον Εμφύλιο από δημοκρατικά καθεστώτα). Έτσι, τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης χαρακτηρίστηκαν από την εμφάνιση ενός νέου κύματος διανόησης με εκφραστές παλιούς και νεότερους ιδεολόγους από τον χώρο της Αριστεράς. Μιας Αριστεράς που δεν στόχευε τότε στην κατάκτηση της εξουσίας (αφού ήταν εξ ορισμού αντισυστημική) αλλά επιχειρούσε – με τα όποια λάθη της – να συμβάλει στο χτίσιμο μιας μετα-δικτατορικής πολιτείας με ανθρώπινο πρόσωπο.

Η απαξίωση της προοπτικής της εξουσίας απέφερε ένα σημαντικό ηθικό πλεονέκτημα στην Αριστερά της Μεταπολίτευσης: την κράτησε μακριά από το χυδαίο και, στη βάση του, αντιδημοκρατικό φαινόμενο του λαϊκισμού. Την ακραία και αποκρουστική όψη του οποίου βίωσε η χώρα στις δεκαετίες του ’80 και του ’90.

Επειδή, όμως, όλα τα ωραία πράγματα έχουν κάποτε ένα τέλος, η οικονομική κρίση σήμανε – σε συμβολικό, τουλάχιστον, επίπεδο – και το τέλος της ρομαντικής περιόδου της Μεταπολίτευσης. Την κρίση (ή, έστω, την εμφανή αδυναμία διαχείρισής της από το «αστικό κατεστημένο») είδε τότε σαν ευκαιρία ένα τμήμα του πολιτικού συστήματος, αυτάρεσκα αυτοαποκαλούμενο «Ανανεωτική Αριστερά» – όρος που χρησιμοποιείται σήμερα καταχρηστικά, αφού οι περισσότεροι εκπρόσωποι της πάλαι ποτέ αληθινά ανανεωτικής Αριστεράς έχουν πια φύγει από τη ζωή παίρνοντας μαζί τους, δυστυχώς, και το ήθος του χώρου… Η «ανανέωση», λοιπόν, δεν αφορούσε ιδεολογική αναβάθμιση και πολιτικό εκσυγχρονισμό αλλά, απλά, αναπροσανατολισμό των στόχων προς μία και μοναδική κατεύθυνση: την κατάληψη της εξουσίας. Και, όταν αυτό επετεύχθη, επόμενος μοναδικός στόχος ήταν η διατήρησή της.

Σε μία χώρα, όμως, όπου η νηφαλιότητα και ο ορθολογισμός δεν λογίζονται ως πολιτικές αρετές, το παιχνίδι της εξουσίας απαιτεί συχνά την επιστράτευση μεθόδων που κινούνται έξω από το πλαίσιο του δημοκρατικού ήθους. Έτσι, ένα νέο λαϊκιστικό ρεύμα ήρθε να ακυρώσει στην πράξη το περιθρύλητο «ηθικό πλεονέκτημα» της («ανανεωτικής», εν προκειμένω) Αριστεράς. Κύρια χαρακτηριστικά του, ο εχθροπαθής, μισαλλόδοξος, συνθηματολογικά ευτελής και αντιδημοκρατικός λόγος, καθώς και η διαρκής προσπάθεια φίμωσης μέσω απειλών, ύβρεων ή συκοφαντίας, κάθε ελεύθερης έκφρασης που δεν υπηρετεί τους σκοπούς της «αριστερής» εξουσίας. (Σημειώνω εμφατικά ότι τα όσα αναφέρω δεν αφορούν τον χώρο της παραδοσιακής Αριστεράς, στις διάφορες ιστορικές εκδοχές και ιδεολογικές διαβαθμίσεις της.)

Ο παρακμιακός αυτός αριστερός λαϊκισμός που έκανε την εμφάνισή του μετά την κρίση, ανέδειξε μία νέα γενιά πολιτικών «μαντρόσκυλων» που εξέφραζαν το νέο ύφος και ήθος της εξουσίας. Και, όπως τα ζιζάνια πνίγουν τα σπαρτά, έτσι και η λαϊκιστική χυδαιότητα εξαφάνισε την αριστερή διανόηση. Όχι, δεν εξαφανίστηκαν οι διανοούμενοι. Θυσιάστηκαν, απλά, τα ιδεολογικά τους οράματα στον βωμό της «αριστερής» εξουσίας!

Θα αρκεστώ σε ένα παράδειγμα που, προσωπικά, με ενόχλησε ιδιαίτερα. Μετά τη φονική πυρκαγιά του καλοκαιριού του 2018 στην ανατολική Αττική, παρακολούθησα στα social media τις αναρτήσεις κάποιων φίλων που πάντα εκτιμούσα για τη μόρφωση, την καλλιέργεια και το εύρος της σκέψης τους. Και με σόκαρε το γεγονός ότι αυτοί οι μεγάλοι «αριστεροί ανθρωπιστές» δεν βρήκαν να ξοδέψουν ένα δάκρυ – έστω προσχηματικά – για την εκατόμβη των νεκρών. Το μόνο τους μέλημα ήταν «να μη χρεωθεί πολιτικά την τραγωδία ο Αλέξης»! Ακόμα και κακόγουστο κι απρεπές, για την περίσταση, «χιούμορ» επιστράτευσαν (ζητώντας, π.χ., ειρωνικά «να παραιτηθεί η κυβέρνηση ως υπεύθυνη για τους νεκρούς από τις φωτιές στην Καλιφόρνια») για να αποκρούσουν κάθε απόπειρα απόδοσης ευθυνών στον κρατικό μηχανισμό, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου η κριτική σε αυτόν δεν είχε πολιτικά ελατήρια.

Το θλιβερό της υπόθεσης είναι ότι παρόμοια «χιουμοριστική» χυδαιότητα επέδειξε τότε και μέλος της κυβέρνησης, το οποίο διακρίνεται περισσότερο για τις αμετροεπείς αναρτήσεις του στα social media παρά για το κυβερνητικό του έργο. Και τη γενικότερη θλίψη προκαλεί το γεγονός ότι τις σχεδόν καθημερινές ευτέλειες του εν λόγω πολιτικού σπεύδουν πάντα να καλύψουν – συχνά μάλιστα υπερθεματίζοντας – αριστεροί διανοούμενοι σαν αυτούς στους οποίους προαναφέρθηκα. Μία κάλυψη που εκ των πραγμάτων απαιτεί έκπτωση από το επίπεδο της υψηλής διανόησης σε εκείνο του ακατέργαστου πρωτογονισμού!

Ο χυδαίος λαϊκισμός, λοιπόν, ως όργανο αναρρίχησης και διατήρησης στην εξουσία, εξαφάνισε τελικά το είδος του παραδοσιακού διανοούμενου που κάποτε εξέφραζε το ήθος της Αριστεράς. Και η διανόηση που άντεξε φυλακές και εξορίες, μοιάζει τώρα με μακρινό απόηχο μιας άλλης, ρομαντικής εποχής, που χάνεται σιγά-σιγά από τις μνήμες κάτω από τον στριγκό ήχο ρηχών, μισαλλόδοξων συνθημάτων που συνεγείρουν αφελείς (και, δυστυχώς, ιδιοτελείς) κοινωνικές μάζες.

Θα μπορούσαμε, άραγε, να καταλήξουμε στο μελαγχολικό συμπέρασμα ότι εξουσία και διανόηση είναι έννοιες ασύμβατες; Όχι απαραίτητα! Εξαρτάται από το εάν η εξουσία είναι μέσο υπηρέτησης της κοινωνίας ή απλά αυτοσκοπός. Για την σημερινή «ανανεωτική» Αριστερά, η διάζευξη γέρνει μάλλον προς την λάθος κατεύθυνση. Και τα ηθικά πλεονεκτήματα του «χθες» γίνονται πια κιτρινισμένα χαρτιά στα ντουλάπια της Ιστορίας τού «αύριο»…