Η Γκουίνεθ Πάλτροου ουδέποτε υπήρξε η πιο συμπαθής, η πιο κοσμαγάπητη σταρ του Χόλιγουντ, όμως τα τελευταία χρόνια η αντιπάθεια προς το πρόσωπό της έχει αγγίξει νέα ύψη, με λεζάντες όπως «η πιο μισητή σελέμπριτι του κόσμου» να κοσμούν συχνά τις φωτογραφίες της –ακόμη και βιβλίο έχει κυκλοφορήσει με τον τίτλο «Is Gwyneth Paltrow Wrong About Everything?» («Εχει η Γκουίνεθ Πάλτροου άδικο για τα πάντα;»). Το κακό κλίμα απέναντί της δεν έχει καλλιεργηθεί εξαιτίας των επίμονων, κακεντρεχών φημών που κυκλοφορούν εδώ και χρόνια: ότι τη φιλοξένησε η Γουινόνα Ράιντερ μετά τον χωρισμό της με τον Μπραντ Πιτ και εκείνη ανταπέδωσε τη χάρη «εξαφανίζοντας» ένα σενάριο από το σπίτι της, κλέβοντας από τα χέρια της τον ρόλο ή πως απατούσε τον Μπεν Αφλεκ με τον Βίγκο Μόρτενσεν και τον Μπραντ Πιτ με τον συμπρωταγωνιστή της στο «Sliding Doors» Τζον Χάνα. Ο λόγος για τον οποίο όλοι λατρεύουν να μισούν την ξανθιά πρώην σύζυγο του τραγουδιστή των Coldplay Κρις Μάρτιν (το διαζύγιό τους μας χάρισε τον αλήστου μνήμης όρο «συνειδητό ξεζευγάρωμα») είναι ένας ρόλος που έχει πρόθυμα αναλάβει και δεν έχει καμία σχέση με τη μεγάλη οθόνη: αυτός της νέας βασίλισσας της ευζωίας.
Πρόσφατα η G.P., όπως τη φωνάζουν οι συνεργάτες της, φιλοξενήθηκε στο εξώφυλλο του «New York Times Magazine» χάρη στην επιτυχία της Goop, μιας εταιρείας που προωθεί το λεγόμενο wellness, τη δημοφιλή εσχάτως τάση που έχει αποδειχθεί πραγματικό χρυσωρυχείο και βασίζεται στη φιλοσοφία του ευ ζην ως κατανάλωση ευεργετικών για το σώμα και την ψυχή προϊόντων και υπηρεσιών. Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες υπό την ομπρέλα της φίρμας Goop κοστολογούνται στα 250 εκατομμύρια δολάρια, μια εξωφρενική επιτυχία για κάτι που έχει επικριθεί πολύ, συχνά επειδή προωθεί πρακτικές αμφιβόλου αποτελεσματικότητος.
Η αρχή έγινε το 2008, όταν η 45χρονη σήμερα ηθοποιός έφτιαξε ένα πολύ απλό newsletter. Το όνομά του το συνέθεσε χωρίζοντας τα αρχικά του ονοματεπωνύμου του (το G.P. που λέγαμε) με το διπλό «o», γιατί είχε διαβάσει κάπου ότι οι επιτυχημένες διαδικτυακές εταιρείες το χρησιμοποιούν (βλέπετε Google, Yahoo, Facebook). Και εγένετο Goop. Αυτό που την ενδιέφερε ήταν να κάνει προτάσεις για ωραία πράγματα. Η ίδια είχε ανέκαθεν την περιέργεια να συλλέγει χρήσιμα tips. Στα γυρίσματα του «Ταλαντούχου κυρίου Ρίπλεϊ» ρωτούσε τους Ιταλούς του συνεργείου πού θα έβρισκε το πιο ωραίο παγωτό, όταν βρισκόταν στο Λονδίνο έκανε γκάλοπ για να βρει τον καλύτερο καφέ της πόλης, στο Παρίσι πληροφορούνταν πού γινόταν η τέλεια αποτρίχωση στο μπικίνι, ενώ στο Βερολίνο μάθαινε ποιο μασάζ έκανε τους Γερμανούς να παραμιλούν.
Την πρώτη φορά που απευθύνθηκε στους αναγνώστες της μέσω της Goop επιστράτευσε συνταγές για ραγού με γαλοπούλα και μάφιν με μπανάνα και καρύδια. Ηταν διάσημη και υπήρχε κοινό που ήθελε να μάθει τι της άρεσε. Στην αρχή πολλοί την κατέκριναν επειδή οι προτάσεις της δεν λάμβαναν ακριβώς υπ’ όψιν τον μέσο μισθό ενός κοινού θνητού. Δεν την ενδιέφερε όμως η πιο μαζική απήχηση, δεν ήθελε να παριστάνει το κορίτσι της διπλανής πόρτας. Μεγάλωσε σε προνομιούχο περιβάλλον και πραγματοποίησε πολύ νωρίς τα όνειρά της –το Οσκαρ για τον «Ερωτευμένο Σαίξπηρ» το κέρδισε πριν από σχεδόν μία εικοσαετία, στα 26 της -, για χρόνια η βασική της ανησυχία ήταν ποιος θα ήταν ο επόμενος πολύ ωραίος σταρ που θα αιχμαλώτιζε στα δίχτυα της γοητείας της. Σήμερα είναι αρραβωνιασμένη με την επιτυχημένο τηλεοπτικό παραγωγό Μπραντ Φάλτσακ.
Τώρα πλέον η Goop είναι μια μίνι αυτοκρατορία με δικά της επώνυμα ρούχα, προϊόντα ομορφιάς, εκδόσεις και πόρταλ με συμβουλές υγείας και ευεξίας με έμφαση στο τρίπτυχο «έρωτας – σεξ – μητρότητα». Στην πορεία της προς την επικράτηση στον τομέα της ήρθε αντιμέτωπη με διάφορα επίμαχα ζητήματα, τα οποία κατάφερνε κάθε φορά να τα μετατρέπει σε περισσότερες επισκέψεις στο site της και, κατ’ επέκταση, σε μεγαλύτερες πωλήσεις προϊόντων. Την επιτυχημένη πορεία της δεν στάθηκαν ικανά να ανακόψουν ούτε το σκάνδαλο με το διαβόητο κλύσμα με καφέ που προωθούσε και θεωρήθηκε επικίνδυνο, καθώς μπορούσε να προκαλέσει λοίμωξη, ούτε η αναζωογονητική ατμοθεραπεία αιδοίου που εξόργισε ορισμένους γυναικολόγους. Εχει προσλάβει δικηγόρο για να ασχολείται με τις δυσάρεστες υποθέσεις, έναν διευθυντή επιστημών και έρευνας, ο οποίος υπήρξε μάλιστα καθηγητής στο Στάνφορντ, και από τον προσεχή Σεπτέμβριο θα εντάξει στο δυναμικό της έναν fact-checker για το περιοδικό της. Λογικό, από κάποιο σημείο και μετά χρειάζεται προσοχή, δεν είναι κάθε δημοσιότητα καλή δημοσιότητα όταν έχεις πολλά να χάσεις.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 19 Αυγούστου 2018.