Μια «υπόγεια» πραγματικότητα έχει βάλει ξανά στον διεθνή χάρτη τη Νάπολι. Πρόκειται για τους σταθμούς του μετρό, μια νέα αρχιτεκτονική και καλλιτεχνική εποποιία στην πόλη που επιδιώκει να αναβαθμίσει την καθημερινότητα 4 εκατομμυρίων χρηστών του ευρύτερου πολεοδομικού συγκροτήματος. Η υποδομή ενός υπόγειου δικτύου μετρό παρουσιάζει συνήθως ενιαία τεχνικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά. Οι περιοχές ωστόσο σε μια πόλη που εξυπηρετούνται από τους κατά τόπους σταθμούς είναι συχνά ανόμοιες μεταξύ τους, ετερογενείς και με ιδιότητες αστικού τοπίου που απαιτεί συγκεκριμένους και ad hoc σχεδιαστικούς χειρισμούς.

«Επιχείρηση γοητείας» του χώρου

Μια νέα συνολική και τολμηρή φιλοσοφία προσέγγισης διαμορφώθηκε για αυτόν τον σκοπό στη Νάπολι, με τη συνεργασία των μεγαλύτερων ονομάτων της σύγχρονης διεθνούς αρχιτεκτονικής και της σύγχρονης τέχνης, η οποία μετέτρεψε την εμπειρία των σταθμών του μετρό σε σπουδαίο παράδειγμα και της εξασφάλισε πλήθος διεθνών αναγνωρίσεων και βραβείων. Με ενιαίο επιχειρησιακό συντονισμό και τη συμβολή του κριτικού τέχνης Ακίλε Μπονίτο Ολίβα, υλοποιήθηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια μια σειρά από σταθμούς, ενώ για τη μελέτη του καθενός επιλέχτηκε διαφορετικός αρχιτέκτονας ανάλογα με τα κατά τόπους περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά. Υποχρέωση της ομάδας μελέτης δεν ήταν μόνο ο χώρος του σταθμού, αλλά και το υπέργειο περιβάλλον αναφοράς, ακόμη και με ενδεχόμενες πεζοδρομήσεις και την αλλαγή των κυκλοφοριακών συνθηκών, καθώς και τον σχεδιασμό νέων πλατειών, περιοχών πρασίνου, αστικής επίπλωσης, φωτισμού και δημόσιας τέχνης, έτσι ώστε ο σταθμός να συμβάλλει σε μια ευρύτερη αστική ανάπλαση, σε μια «επιχείρηση γοητείας» και απόδοσης νέου συμβολισμού στον καθημερινό χώρο συλλογικής διαβίωσης.

Η σύγχρονη αρχιτεκτονική ανέλαβε εδώ τον δύσκολο ρόλο του αστικού εκσυγχρονισμού και της αισθητικής αναβάθμισης περιοχών συχνά υποβαθμισμένων ή χαρακτηρισμένων από ανοίκειες επεμβάσεις. Οχι μόνο: οι εσωτερικοί χώροι του μετρό επιδιώχτηκε να σχεδιαστούν ως αυτόνομα παραδείγματα σύγχρονης υπόγειας αρχιτεκτονικής. Και στην περίπτωση όμως της συμβολής των καλλιτεχνών, η συνεργασία με τους αρχιτέκτονες υπήρξε εξαρχής απαραίτητη προϋπόθεση έτσι ώστε οι καλλιτεχνικές επεμβάσεις να μην είναι εκ των υστέρων τοποθετήσεις, υπερθέσεις ή επενδύσεις αλλά να διατυπώνουν έναν οργανικό λόγο σε συντονισμό με την ποιότητα και τους συμβολισμούς του αρχιτεκτονικού περιβάλλοντος.

Σε αυτό το ουτοπικό σχεδόν εγχείρημα μεταξύ αρχαιολογίας, τέχνης και πόλης, οι νέοι σταθμοί του ναπολιτάνικου μετρό μετατρέπονται αφενός σε «υποχρεωτικά» υπόγεια μουσεία, αφετέρου σε μουσεία σύγχρονης αρχιτεκτονικής.

Το θέατρο του καθημερινού

Ενταση και πάθη, ένστικτο της επιβίωσης, θέατρο του καθημερινού. Παραζάλη αισθημάτων και λαϊκή εκφραστική πληθωρικότητα, ισχυρότερη από οποιαδήποτε επίκληση του ορθού λόγου. Μια ανθρωπότητα σε αναβρασμό, σε έναν αστικό χώρο που μοιάζει με παλκοσένικο μιας ατέλειωτης παράστασης. Εδώ κορυφώθηκε τον 18ο αιώνα, την περίοδο των Ισπανών Βουρβόνων, η ανάπτυξη ενός από τους λαμπρότερους πολιτισμούς, σημείο αναφοράς μεταξύ άλλων και για τον ευρωπαϊκό Βορρά. Η Νάπολι γίνεται επίλεκτος προορισμός των ξένων περιηγητών, περιλαμβανομένου του μεγάλου γερμανού νεοκλασικού ζωγράφου Αντον Ράφαελ Μενγκς. Εδώ ζουν και δημιουργούν φιλόσοφοι όπως ο Τζανμπατίστα Βίκο, αρχιτέκτονες όπως ο Λουίτζι Βανβιτέλι, συνθέτες της μεγάλης ναπολιτάνικης σχολής του Μπαρόκ όπως ο Αλεσάντρο Σκαρλάτι, ο Τσιμαρόζα ή ο Παϊζιέλο. Η μουσική δεν πρωταγωνιστούσε μόνο στο ιστορικό θέατρο Σαν Κάρλο (1737), αρχαιότερο τουλάχιστον κατά 40 χρόνια της Σκάλας του Μιλάνου, αλλά και στις υπέροχες εκκλησίες μπαρόκ που συμπληρώνουν εξαίσια το αστικό σκηνικό: αρκεί να επισκεφθεί κανείς τη S. Maria Ognibene στο κέντρο της πόλης, εκεί όπου το 1732 είχε αναλάβει υπηρεσία ως μουσικός ο Τζιοβάνι Μπατίστα Περγκολέζι. Σήμερα τίποτα ίσως δεν εκφράζει εναργέστερα την ηφαιστειώδη ναπολιτάνικη πραγματικότητα και τις καταβολές της όσο ο τίτλος της περίφημης κωμωδίας του Σκαρπέτα «Φτώχεια και αριστοκρατία» («Miseria e nobilta», 1887) που έγινε φιλμ το 1954 με πρωταγωνιστές τον Τοτό και τη Σοφία Λόρεν, γνήσια τέκνα και εικόνες της ναπολιτάνικης ταυτότητας.
Πίσω όμως από όλα αυτά κρύβεται η ασίγαστη λατρεία των ντόπιων για ό,τι είναι ελληνικό, για ό,τι συνδέει τη συλλογική ιδιοπροσωπία με την απώτερη αληθινή ρίζα, την αρχαία ελληνική παρουσία που ειδικά στη Νάπολι έλκει την καταγωγή της από τους Ευβοείς του 8ου αιώνα π.Χ. και που συνιστά θεμελιώδες στοιχείο της πολιτισμικής και ανθρωπολογικής οντότητας των Ιταλών του Νότου. Η σύνθεση ελληνικής «καταγωγής» και ρωμαϊκής κληρονομιάς έχει αφήσει εξαίσιες μαρτυρίες στη Νάπολι και στα περίχωρά της, όπως για παράδειγμα το Ερκολάνο στα νότια της πόλης.
Πριν από τριακόσια χρόνια, το 1710, ο ντόπιος χωρικός Αμπρότζιο Νοτσερίνο που έσκαβε σε αναζήτηση πόσιμου νερού, αποκάλυπτε προς μεγάλη του έκπληξη τη σκηνή του ρωμαϊκού θεάτρου του αρχαίου Ερκουλάνουμ. Η τυχαία αυτή ανεύρεση θα ήταν και η απαρχή των νεότερων ανασκαφικών επιχειρήσεων καταρχήν στην Ιταλία, οι οποίες θα αντιπροσώπευαν τις «αρχαιολογικές» καταβολές του ευρωπαϊκού αρχιτεκτονικού –και όχι μόνο –νεοκλασικισμού, μαζί με τις «ιδεολογικές» καταβολές του που αντλούσαν από την κουλτούρα του Διαφωτισμού. Οι ανασκαφές εδώ, που θα γνώριζαν νέα άνθηση από το 1927 και μετά, θα έφερναν στο φως ό,τι πιο εντυπωσιακό μπορεί κανείς να φανταστεί ως αρχαία μαρτυρία. Την εικόνα της πραγματικής ζωής ενός παραθαλάσσιου οικισμού δύο χιλιάδων ετών που διατηρήθηκε με πρωτοφανή τρόπο. Τόσο ώστε ήδη ο Σατωβριάνδος να φαντάζεται τους αρχαιολογικούς χώρους του Ερκολάνο και της Πομπηίας ως τα ωραιότερα μουσεία στον κόσμο.

Ο ρεαλισμός του Ερκολάνο

Το Ερκολάνο, που πήρε το όνομά του από τον μυθικό Ηρακλή, ήταν οικιστικό και παραθεριστικό κέντρο 4.000 κατοίκων, πλησιέστερο στη Νάπολι από ό,τι η Πομπηία, και παρότι είναι καλύτερα διατηρημένο από αυτήν, είναι λιγότερο διάσημο. Οι συνθήκες της συγκλονιστικής έκρηξης του Βεζούβιου τον Αύγουστο του 79 μ.Χ. έπληξαν περισσότερο την τρεις φορές μεγαλύτερη Πομπηία, εμπορικό κέντρο της περιοχής, ενώ κάλυψαν το Ερκολάνο όχι με λάβα αλλά με ηφαιστειακή τέφρα και άλλα υλικά που επικάθησαν πάνω από την πόλη ως ένα σκληρό γαιώδες στρώμα ύψους ως και 25 μέτρων, ενώ οι κάτοικοί της έβρισκαν στιγμιαίο θάνατο από υπερθέρμανση. Οι συνθήκες αυτές επέτρεψαν ωστόσο τη διατήρηση όχι μόνο των κατοικιών αλλά και οργανικών ακόμη υλικών του περιβάλλοντος. Η αίσθηση του ρεαλισμού και η εμπειρία της μεταφοράς στον χρόνο είναι εδώ μοναδική, μαζί με την αποκάλυψη, περισσότερο από την Πομπηία, εντυπωσιακών πολυώροφων καταστημάτων και κατοικιών με μοντέρνα διάρθρωση των χώρων και κομψές τοιχογραφίες που παραμένουν στον φυσικό τους χώρο, ενώ άλλες έχουν μεταφερθεί στο εξαιρετικό Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολι.

Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι καθηγητής Αρχι-τεκτονικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ