Τι απέγινε η άλλοτε κραταιά ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία; Είναι το ερώτημα που στοιχειώνει την Κεντροαριστερά σε ολόκληρη την Ευρώπη: το Σοσιαλιστικό Κόμμα εξαερώθηκε στις εκλογές του 2017 στη Γαλλία, εξαλείφθηκε στην Ολλανδία, ταπεινώθηκε στη Γερμανία και βρίσκεται σε πλήρη υποχώρηση στο μεγαλύτερο μέρος της ηπείρου, ακόμα και στο ιστορικό προπύργιό της, τη Σκανδιναβία. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτή την πτώση. Οι πολιτικές του λεγόμενου «Τρίτου Δρόμου», με τη στροφή υπέρ της ελεύθερης αγοράς που έκαναν ηγέτες όπως ο Τόνι Μπλερ στη Βρετανία και ο Γκέρχαρντ Σρέντερ στη Γερμανία, λειτούργησαν καλά στα χρόνια της οικονομικής ανάπτυξης, πριν από το γύρισμα του αιώνα, αλλά φαίνεται να προσφέρουν ελάχιστα στους σημερινούς ευάλωτους κεντροαριστερούς ψηφοφόρους.
Οι συνέπειες από το οικονομικό κραχ του 2008 –η υψηλή ανεργία, τα χαμηλότερα επίπεδα διαβίωσης, οι συνεχιζόμενες περικοπές των δημόσιων δαπανών –έχουν συνδυαστεί με τις μακροπρόθεσμες τάσεις (παγκοσμιοποίηση, αυτοματισμός, μετανάστευση, αλλαγές στην ταξική ταυτότητα, μείωση της δύναμης των συνδικάτων) για να διαβρώσουν τον πυρήνα της δύναμης των Σοσιαλδημοκρατών.
Χαϊδεύοντας ανοιχτά αυτούς τους φόβους, λαϊκίστικα ακροδεξιά κόμματα έχουν προσελκύσει τις ψήφους πολλών που υποστήριζαν παραδοσιακά την κεντροαριστερή σοσιαλδημοκρατία. Και η άνοδος νέων αντισυστημικών κομμάτων της Ακρας Αριστεράς αποδείχθηκε εξίσου επιζήμια.
Η μετριοπαθής ευρωπαϊκή Αριστερά, που διαδραμάτισε τόσο θεμελιώδη ρόλο στην ανοικοδόμηση της μεταπολεμικής δημοκρατίας στη Δυτική Ευρώπη, δεν έχει πεθάνει ακόμα. Αλλά αν δεν μπορέσει να προσφέρει αξιόπιστες λύσεις στα σημερινά προβλήματα των ψηφοφόρων, θα παραμείνει καταδικασμένη σε παρατεταμένη παρακμή.
Στη Γαλλία, ο Σοσιαλιστής Φρανσουά Ολάντ εξελέγη πρόεδρος το 2012, επικεφαλής ενός κόμματος το οποίο κατάφερε να ελέγξει επίσης το Κοινοβούλιο, τη Γερουσία και την πλειονότητα των περιφερειών της Γαλλίας.
Πέντε χρόνια αργότερα έγινε ο πρώτος αρχηγός κράτους της Πέμπτης Δημοκρατίας που δεν επεδίωξε την επανεκλογή του, ενώ ο επίσημος υποψήφιος του κόμματος Μπενουά Αμόν τερμάτισε πέμπτος στις προεδρικές. Η πανωλεθρία ολοκληρώθηκε στις κοινοβουλευτικές εκλογές: οι Σοσιαλιστές έπεσαν από τους 280 βουλευτές σε μόλις 30.
Ηττημένο στα δεξιά από τον κεντρώο μεταρρυθμιστή Εμανουέλ Μακρόν και στα αριστερά από τον ριζοσπάστη Ζαν-Λικ Μελανσόν, το κόμμα του Φρανσουά Μιτεράν κέρδισε μόλις το 7,4% της εθνικής ψήφου στις κοινοβουλευτικές εκλογές. Τώρα απολύει προσωπικό και πουλάει το περίφημο αρχηγείο του κόμματος στην οδό Solférino στο Παρίσι για να συγκεντρώσει χρήματα.
Πρώτη είδηση από τις ολλανδικές βουλευτικές εκλογές ήταν το χειρότερο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα του λαϊκιστή ακροδεξιού Χερτ Βίλντερς, αλλά το ολλανδικό Εργατικό Κόμμα γνώρισε επίσης μια συντριπτική ήττα στις κάλπες.
Το PvdA τιμωρήθηκε για τη στήριξη των φιλελεύθερων πολιτικών που ακολούθησε ο εξερχόμενος κεντροδεξιός συνασπισμός, στον οποίον ήταν εταίρος, και είδε την κατάρρευση της κοινοβουλευτικής δύναμής του από 38 βουλευτές σε 9, αφού έπεσε στο 5,7% των ψήφων.
Εχασε ψηφοφόρους προς πολλά μικρότερα κόμματα στο έντονα κατακερματισμένο ολλανδικό πολιτικό τοπίο, αλλά κυρίως προς τους Πράσινους, οι οποίοι το ξεπέρασαν για να γίνουν το μεγαλύτερο κόμμα της Αριστεράς στην Ολλανδία.
Το γερμανικό SPD πλήρωσε επίσης βαρύ τίμημα για τη συμμετοχή του στον μεγάλο συνασπισμό υπό την ηγεσία ενός κεντροδεξιού μεγαθηρίου, δηλαδή του CDU της Ανγκελα Μέρκελ. Το αποτέλεσμα του 20,5% στις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου ήταν το χειρότερο από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για το κόμμα.
Το SPD είχε μια πρώιμη άνοδο στις δημοσκοπήσεις όταν επέλεξε τον πρώην πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς ως υποψήφιο για την καγκελαρία, αλλά το «φαινόμενο Μάρτιν» ξεφούσκωσε σύντομα. Ο Σουλτς ορκίστηκε μετά τις εκλογές να περάσει τα επόμενα τέσσερα χρόνια στην αντιπολίτευση για να κερδίσει πίσω τη χαμένη υποστήριξη της βάσης.
Αλλά μετά την κατάρρευση των τριμερών συνομιλιών συνασπισμού μεταξύ του CDU, του φιλελεύθερου FDP και των Πρασίνων, το SPD –πυλώνας της ευρωπαϊκής Αριστεράς για 150 χρόνια –δέχθηκε έντονη πίεση να επανεξετάσει και τώρα διεξάγει συνομιλίες συνεργασίας με το κόμμα της Μέρκελ.
Το SPÖ της Αυστρίας αποτελεί εξαίρεση. Παρά το γεγονός ότι βρίσκεται στην κυβέρνηση από το 2007, το μερίδιό του στις εκλογές σημείωσε αύξηση κατά μόλις 0,1% στο 27% και δεν έχασε βουλευτές. Αλλά κατά μια πικρή ειρωνεία, η αξιοσέβαστη δεύτερη θέση είχε ίσως τις βαρύτερες συνέπειες. Νικητές των εκλογών ήταν το κεντροδεξιό ÖVP, υπό τον χαρισματικό νεαρό ηγέτη Σεμπάστιαν Κουρτς, και το ακροδεξιό FPÖ, που συμμετέχει στη νέα κυβέρνηση συνασπισμού.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η επιτυχία του Εργατικού Κόμματος ήταν η έκπληξη του 2017. Στις εκλογές σημείωσε άνοδο κατά σχεδόν 10% και αύξησε το μέγεθος της κοινοβουλευτικής ομάδας του από 232 βουλευτές σε 262 –ένα επίτευγμα που οι περισσότεροι ειδικοί θεωρούσαν αδύνατο όταν προκηρύχθηκαν οι εκλογές του Ιουνίου.
Ο ηγέτης του κόμματος Τζέρεμι Κόρμπιν χαρακτήρισε το αποτέλεσμα «μια νίκη για την ελπίδα». Αλλά είναι οι Εργατικοί ένα πραγματικό κεντροαριστερό κόμμα; Οι πιο μετριοπαθείς υποστηρίζουν ότι στην παρούσα ενσάρκωσή του το κόμμα –στην εξουσία από το 1997 έως το 2010 –είναι πιο κοντά στον ριζοσπαστικό, μαχητικό αριστερό ιδεαλισμό του ελληνικού ΣΥΡΙΖΑ προτού καταλάβει την εξουσία ή των Podemos της Ισπανίας, παρά στο PS της Γαλλίας ή στο SPD της Γερμανίας.

HeliosPlus