Κυβέρνηση μειοψηφίας ή νέες εκλογές; Η Γερμανία βυθίστηκε στην πολιτική αβεβαιότητα, καθώς οι συνομιλίες για τη δημιουργία νέας κυβέρνησης συνασπισμού κατέρρευσαν μετά από εβδομάδες δύσκολων διαπραγματεύσεων. Οι συνομιλίες μεταξύ των Συντηρητικών της Μέρκελ, των φιλελεύθερων Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) και των Πρασίνων έληξαν απότομα λίγο πριν από τα μεσάνυχτα της περασμένης Κυριακής, όταν ο αρχηγός του FDP Κρίστιαν Λίντνερ δήλωσε πως δεν ελπίζει πια ότι τα κόμματα θα μπορούσαν να βρουν λύση στο αδιέξοδο.
Αν και ήταν ξεκάθαρο από την αρχή ότι οι συζητήσεις θα ήταν δύσκολες, δεδομένου του σημαντικού ιδεολογικού χάσματος μεταξύ των Συντηρητικών και των Πρασίνων, οι ηγέτες των κομμάτων επέμεναν μέχρι την τελευταία στιγμή ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί συμφωνία. Αρχικά καθόρισαν μια προθεσμία για την περασμένη Πέμπτη, αλλά την παρέτειναν μέχρι την Κυριακή το βράδυ. Τελικά, οι συνομιλίες κατέρρευσαν από τις διαφορές στην πολιτική για τους πρόσφυγες και το κλίμα, μεταξύ άλλων θεμάτων.
Η αποτυχία σημαίνει ότι η Γερμανία δεν θα έχει μια σταθερή κυβέρνηση για μήνες, και το Βερολίνο θα είναι ανίκανο να πάρει πιεστικές στρατηγικές αποφάσεις για μια σειρά θεμάτων, από την εξωτερική πολιτική μέχρι τη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης.
Η μεγαλύτερη αβεβαιότητα περιβάλλει το μέλλον της Ανγκελα Μέρκελ. Η αποτυχία της να συνάψει έναν συνασπισμό με τους Φιλελεύθερους και τους Πράσινους είναι πιθανό να αποδυναμώσει ακόμη περισσότερο τη θέση της μέσα στο κόμμα της.
Αν και τους οδήγησε στη νίκη στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, οι Χριστιανοδημοκράτες έχασαν ένα σημαντικό κομμάτι υποστήριξης σε σύγκριση με το 2013. Οι επικρίσεις εναντίον της αυξάνονται στις συντηρητικές τάξεις του κόμματος, αν και η προσωπική δημοτικότητα της Μέρκελ στους Γερμανούς παραμένει υψηλή. Αλλά η αποτυχία των συνομιλιών θα τη διαβρώσει αναπόφευκτα σε μια πολιτική κουλτούρα που προκρίνει πάνω από όλα τη σταθερότητα.
Μία μεγάλη ανησυχία είναι ότι ένας άλλος γύρος εκλογών και η εικόνα της αταξίας που έδωσαν τα κυρίαρχα κόμματα θα ενισχύσουν την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία, που τερμάτισε τρίτη τον Σεπτέμβριο με σχεδόν το 13% των ψήφων.
Προς το παρόν, θα παραμείνει σε ισχύ η προσωρινή κυβέρνηση της Μέρκελ με τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD). Ο τριμερής συνασπισμός της «Τζαμάικας» που συζητήθηκε ήταν η μόνη βιώσιμη επιλογή, καθώς το SPD δήλωσε ότι δεν πρόκειται να ανανεώσει τον λεγόμενο «μεγάλο συνασπισμό» με τους Χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ.
Αν και το SPD και οι Συντηρητικοί έχουν κυβερνήσει μαζί για οκτώ από τα τελευταία 12 χρόνια, πολλοί Σοσιαλδημοκράτες πιστεύουν ότι η συγκυβέρνηση διέλυσε την ταυτότητα του κόμματος και κατηγορούν τον μεγάλο συνασπισμό για την κακή επίδοσή τους στις εκλογές του Σεπτεμβρίου.
Τώρα εναπόκειται στον πρόεδρο Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ να βγάλει τη Γερμανία από το αδιέξοδο. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, ο πρόεδρος διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στη δημιουργία μιας νέας κυβέρνησης. Αυτή τη φορά ο Σταϊνμάγερ έχει λίγες επιλογές. Μία είναι να σχηματιστεί κυβέρνηση μειοψηφίας με τη Μέρκελ ως καγκελάριο.
Στο πλαίσιο μιας τέτοιας ρύθμισης οι Συντηρητικοί θα πρέπει να βρουν εταίρους για να ψηφίζουν νομοθεσία σε ad hoc βάση. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι η Μέρκελ θα βρεθεί εξαρτημένη από την Εναλλακτική για τη Γερμανία σε ορισμένες περιπτώσεις, ένα αποτέλεσμα που η ίδια και το κόμμα της θέλουν να αποφύγουν με κάθε κόστος.
Ακόμη και χωρίς αυτή την επιπλοκή, οι κυβερνήσεις μειοψηφίας είναι εξ ορισμού ασταθείς. Η Μέρκελ δεν κρύβει την αποστροφή της για αυτή την ιδέα. Την ίδια στιγμή ο Σταϊνμάγερ κατέστησε σαφές ότι δεν είναι οπαδός των νέων εκλογών.
Εκλογές, αργά ή γρήγορα


Αλλά αν δεν αλλάξει πορεία το SPD, η επιστροφή στις κάλπες είναι σχεδόν αναπόφευκτη. Ακόμη και αν ο Σταϊνμάγερ, πρώην αντιπρόεδρος του SPD και υπουργός Εξωτερικών, προσπαθήσει να σχηματίσει μια κυβέρνηση μειοψηφίας, η Μέρκελ θα μπορούσε γρήγορα να τη διαλύσει καλώντας (και χάνοντας) μια ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή.
Εν τω μεταξύ, τα κόμματα εμφανίστηκαν έτοιμα να συμμετάσχουν σε ένα παρατεταμένο παιχνίδι κατηγοριών για το ποιος ήταν υπεύθυνος για την κατάρρευση των συνομιλιών.
Ο διαπραγματευτής των Πρασίνων Γιούργκεν Τρίτιν κατηγόρησε το FDP λέγοντας πως το μπλοκ της Μέρκελ και το κόμμα του ήθελαν να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις.
«Ηταν το FDP που απειλούσε να αποχωρήσει» είπε στη γερμανική τηλεόραση, προσθέτοντας ότι «δεν είμαστε πραγματικά έκπληκτοι για αυτή την εξέλιξη».
Ο Χορστ Ζεεχόφερ, αρχηγός της Χριστιανοκοινωνικής Ενωσης (CSU), αδελφού κόμματος του CDU της Μέρκελ στη Βαυαρία, επανέλαβε αυτή την άποψη, λέγοντας ότι μια συμφωνία ήταν «εφικτή».
«Μια συμφωνία θα ήταν δυνατή» δήλωσε ο Ζεεχόφερ, αν και η επιμονή του να μη δοθεί στους πρόσφυγες πολέμου το δικαίωμα να φέρουν συγγενείς στη Γερμανία ήταν το μεγαλύτερο αγκάθι στις συνομιλίες.
Η Μέρκελ, η οποία χαιρετίστηκε με χειροκροτήματα από στελέχη του κόμματός της όταν βγήκε από τις συνομιλίες, μίλησε σε πιο συμφιλιωτικό τόνο. Είπε ότι ενώ λυπάται για την απόφαση των Φιλελευθέρων, τη σέβεται.

HeliosPlus