Η συστηματική παραπληροφόρηση έχει δημιουργήσει στην πλειοψηφία της κοινωνίας την εντύπωση ότι παρά την ανησυχητική μέχρι τώρα πορεία, η επάνοδος σε μια περίοδο σταθερής ανάπτυξης δεν είναι μακριά. Τα μνημόνια τελειώνουν –λένε –και μαζί τους η επιτήρηση της χώρας, η ανάμειξη των δανειστών στα πράγματά μας, οι υψηλές φορολογίες και όσα μας βασανίζουν καθημερινά.
Πρόκειται για μια ελπίδα που είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα πραγματοποιηθεί. Τα γνωστά προβλήματα θα συνεχίσουν να υπάρχουν έντονα. Η χώρα θα βρίσκεται σε στενωπό και τα προσεχή χρόνια. Η πρόσβασή μας στο ξέφωτο δεν είναι νομοτελειακή. Απαιτεί σχέδιο, προσπάθεια, κυρίως όμως απαιτεί ευθύνη –από την κυβέρνηση και από τα κόμματα.
Ας δούμε χωρίς ωραιοποιήσεις την εικόνα της πραγματικότητας:
Η δέσμευση για πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 συνεπάγεται ανυπέρβλητες δυσκολίες για τους πολίτες και ένα δυσμενές πλαίσιο για την προσπάθεια της ανάπτυξης. Αλλά και η υπόδειξη του Eurogroup για πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 2% από το 2022 ως το 2060 επίσης συνεπάγεται δυσκολίες στην εμπέδωση συνθηκών ανάπτυξης. Η χώρα μας θα συνεχίσει να σέρνεται.


Χωρίς εμπιστοσύνη η κρίση θα συνεχίζεται
Κατά τις διαπιστώσεις ξένων ερευνητών, ειδικευμένων σε μελέτη κρίσεων, η ρύθμιση του ελληνικού χρέους πρέπει να ολοκληρωθεί το δυνατόν ταχύτερα ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη επενδυτών και αποταμιευτών. Χωρίς επάνοδο της εμπιστοσύνης, η κρίση θα συνεχίζεται. Πώς όμως θα επανέλθει η εμπιστοσύνη όταν επικρατεί στη διεθνή κοινότητα η εντύπωση ότι η Ελλάδα είτε αμφισβητεί τα συμφωνηθέντα είτε καθυστερεί την εκτέλεσή τους; Το τι θα συμβεί με το χρέος στο μέλλον είναι επίσης ασαφές. Θα υπάρξει μια συμφωνία τον Ιούλιο του 2018, η οποία θα εξειδικεύει οριστικά τα μέτρα για τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους ή θα προβλεφθεί μια σταδιακή αντιμετώπιση του χρέους, ώστε να υπάρχει τόσο η δυνατότητα προσαρμογής στις εξελίξεις όσο και η δυνατότητα πίεσης για να πειθαρχεί η χώρα μας;
Οι έρευνες διαπιστώνουν επίσης ότι η προσφυγή της Ελλάδας στις αγορές για τον περαιτέρω δανεισμό της, μετά τη λήξη του Μνημονίου, που θεωρείται ως αυτονόητη εξέλιξη είναι δυνατόν να επιβαρύνει την Ελλάδα με τόσο υψηλά επιτόκια, ώστε η επάνοδος στην ομαλότητα να είναι αμφίβολη. Η Ελλάδα θα σέρνεται σε ένα πολύ χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης που δεν θα επιτρέπει την αποφασιστική αντιμετώπιση των προβλημάτων της. Χρειάζεται επομένως η διαμόρφωση ενός προγράμματος μείωσης του χρέους και ταυτόχρονα ένα σχέδιο συμπαράστασης από την ευρωζώνη σε περίπτωση ανόδου των επιτοκίων. Τότε μόνο το χρέος θα είναι βιώσιμο. Το πρόβλημα άρα δεν έχει λυθεί.
Ο Πρωθυπουργός και οι υπουργοί μάς διαβεβαίωναν ότι η τελευταία απόφαση του Eurogroup είναι «καθοριστικό βήμα για έξοδο από τα μνημόνια, απόκτηση της δημοσιονομικής κυριαρχίας και επίτευξη δίκαιης και διατηρήσιμης ανάπτυξης». Ομως από την απόφαση προκύπτει ότι οι Ευρωπαίοι επιφυλάσσονται να δεσμευθούν στα πιο σοβαρά θέματα. Παράδειγμα αποτελεί η μελλοντική ρύθμιση ελάφρυνσης του χρέους. Παραμένει τελείως αβέβαιη.
Η χώρα για να αντιμετωπίσει αποφασιστικά τα προβλήματα χρειάζεται μια ηγεσία που να είναι σε θέση να εξασφαλίσει εμπιστοσύνη και συνεννόηση, μια ηγεσία που θα έχει τη γνώση και την ικανότητα για τον χειρισμό της κατάστασης. Κατά την άποψη που κυριαρχεί στην κοινή γνώμη οι μέχρι τώρα ηγεσίες απέτυχαν. Το περίπου 80% των ερωτωμένων εκφράζεται για αυτές αρνητικά, όπως διαπιστώνουν οι δημοσκοπήσεις.
Το πρόβλημα της αντιμετώπισης του χρέους και της κρίσης συνδέεται με την αποξένωση ενός μεγάλου τμήματος των πολιτών από τα παραδοσιακά κόμματα, τις ηγεσίες τους και την τυποποιημένη πολιτική συμπεριφορά τους. Η συνεχής ακραία πολιτική αντιπαράθεση, οι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις έχουν δημιουργήσει την πεποίθηση ότι οι υπάρχουσες ηγεσίες δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις ανάγκες. Κυριαρχεί απογοήτευση, άρνηση και θυμός. Συμπεριφορές διαμαρτυρίας, όπως το «δεν πληρώνω», ή και απόρριψης των κανόνων συμβίωσης, όπως είναι οι καταλήψεις κτιρίων, αποτελούν πια μόνιμα φαινόμενα.

Το περίπου 42% των ερωτωμένων στις δημοσκοπήσεις θεωρεί ότι οι ευρωπαίοι εταίροι μας κρατούν εκδικητική στάση προς την Ελλάδα. Γιατί οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας ακολούθησαν κατά κανόνα σταθερά την τακτική να επιρρίπτουν σε άλλους τις ευθύνες για τις εξελίξεις. Βεβαίως υπήρχαν και υπάρχουν ευθύνες στους εταίρους μας. Παράδειγμα είναι το πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5% που υποχρεώθηκε η Ελλάδα τώρα να αποδεχθεί. Είναι μάλλον ένας ανέφικτος στόχος, όπως επισήμαναν τόσο η Τράπεζα της Ελλάδος όσο και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Οι υπάρχουσες δυσκολίες στις σχέσεις με την Ενωση θα είχαν αποφευχθεί σε μεγάλο βαθμό όμως, αν οι ηγεσίες της χώρας είχαν γνώση και πείρα των διαδικασιών, απέφευγαν να δίνουν περιττά μαθήματα στις άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και δεν προσπαθούσαν να ψηφοθηρούν στο εσωτερικό με δήθεν μάχες στο εξωτερικό και την αναβολή της εφαρμογής των όσων είχαν συμφωνηθεί.
Η κρίση επομένως είναι και θα είναι παρούσα. Και η πολιτική τώρα απαιτεί: καθαρή ματιά στην ανάγνωση της πραγματικότητας, ικανότητα ενόρασης της επόμενης μέρας και συγκροτημένη, συνεκτική παρέμβαση.
Η ελληνική πολιτική ζωή δεν μπόρεσε όμως να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις αυτές. Η κρίση διαχύθηκε και δηλητηρίασε το πολιτικό και κοινωνικό σύστημα. Επικράτησαν η ακραία αντιπαλότητα, οι ατεκμηρίωτες υποσχέσεις που βεβαίως διαψεύσθηκαν, η παραποίηση στατιστικών στοιχείων για τη συγκάλυψη των λαθών και η έλλειψη συναισθήματος ευθύνης απέναντι στους πολίτες και στις διεθνείς υποχρεώσεις. Οι συνθήκες δημιουργικού διαλόγου έχουν εκλείψει, μολονότι οι περιστάσεις απαιτούν μια ευρύτερη κοινή προσπάθεια.

Συσπείρωση χωρίς διαχωριστικές γραμμές
Το πρόβλημα δυσκολίας στη συνεννόηση δεν άφησε ανεπηρέαστη και την Κεντροαριστερά. Υπάρχουν πολλοί πρωταγωνιστές που δεν μπορούν να συμφωνήσουν σε μια κοινή οργανωμένη δράση. Δεν υπάρχει συναντίληψη για το τι πρέπει να γίνει, ούτε για τώρα αλλά ούτε και για αργότερα. Κυριαρχεί ο βραχυπρόθεσμος ανταγωνισμός αντί για τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Υπό τις συνθήκες αυτές δεν θα μπορέσουμε να συμβάλουμε στην ουσιαστική αντιμετώπιση της κρίσης και των συνεπειών της. Θα ασχολούμαστε με θέματα της στιγμής, θα καταναλωνόμαστε σε αντιπαραθέσεις για βραχυχρόνια αλλά σημαντικά για ψηφοθηρία προβλήματα και όχι για αναγκαίες τομές και υπέρβαση των συντεχνιακών, λαϊκιστικών και τοπικιστικών συμπεριφορών. Επικρατεί και η αφέλεια ότι κάθε ομάδα διαθέτει την αναγκαία γνώση και πείρα ώστε να λύσουν τα προβλήματα. Στην πραγματικότητα ούτε και όλοι μαζί, χωρίς άνοιγμα προς την κοινωνία, δεν θα μπορούμε να κινητοποιήσουμε τις αναγκαίες δυνάμεις για να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα. Η συνένωση, η κοινή πορεία και προσπάθεια, η στράτευση νέων προσώπων, η συνεχής επαφή με την κοινωνία είναι βασικές προϋποθέσεις για να συμβάλουμε στην υπέρβαση της κρίσης. Πιστεύει κάποιος ότι μπορούμε να υπερβούμε την απορριπτική στάση μιας πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας, παρουσιάζοντας περισσότερους πολέμαρχους, αντιμαχόμενους για το μέλλον της χώρας και τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε;
Η παρατεινόμενη επί μήνες τώρα συζήτηση, πότε θα πραγματοποιηθεί η οργάνωση ενός ευρύτερου σχήματος, δείχνει στους πολίτες ότι οι υπεύθυνοι δεν έχουν αντιληφθεί την επιταγή των καιρών. Το κύριο θέμα είναι η ευρύτερη δυνατή συσπείρωση χωρίς διαχωριστικές γραμμές, χωρίς συζητήσεις για το ποιος προσχώρησε σε ποιον, για το ποιος δικαιούται και ποιος δεν δικαιούται να επικαλείται το παρελθόν. Είναι για αυτό κατανοητό ότι σε μια πρόσφατη δημοσκόπηση το 64% των αυτοτοποθετούμενων στον χώρο της Κεντροαριστεράς θεωρεί σκόπιμο τη δημιουργία ενός κόμματος από νέους ηλικιακά και από νέα πρόσωπα στην πολιτική. Ισως η δημοσκόπηση αυτή εξυπηρετεί κάποια σκοπιμότητα. Νέα κόμματα δεν προέρχονται από το μηδέν. Χτίζονται σε προσπάθειες και απόψεις που υπάρχουν ήδη. Αλλά η δημοσκόπηση επιβεβαιώνει την επικρατούσα αίσθηση ότι επιβάλλεται αλλαγή, μια νέα προσπάθεια, απελευθερωμένη από δεσμεύσεις του παρελθόντος. Εδώ και τώρα πρέπει να λύσουμε το πρόβλημά μας. Να προσδιορίσουμε το μέλλον σε αντιπαράθεση με το σήμερα και το παρελθόν. Να ενώσουμε όλες τις δυνάμεις που θέλουν να υπάρξει προοπτική για τη χώρα στον σύγχρονο κόσμο.
Η ελληνική κοινωνία και η πολιτική ζωή έχουν ανάγκη από μια δύναμη εκσυγχρονισμού και μεταρρύθμισης που μάχεται τη συντηρητική στασιμότητα, τις χωρίς σχέση με την πραγματικότητα ιδεολογικές φαντασιώσεις μιας αυτοαποκαλούμενης Αριστεράς και την εθνικολαϊκιστική νοοτροπία και πολιτική που στοχεύει αποκλειστικά στην παραμονή και εκμετάλλευση της εξουσίας. Η χώρα έχει την ανάγκη να πληροφορηθεί την αλήθεια, τους εφικτούς δρόμους ανάπτυξης, τις υπάρχουσες ή αναμενόμενες αντιδράσεις, τα εμπόδια, τις δυνατότητες επιλογών, να αισθανθεί ότι υπάρχει ρεύμα με γνώση και δύναμη για να ανατρέψει την χωρίς τέλος πορεία στα όρια της ύφεσης με άγνωστη κατάληξη. Πιστεύω ότι μπορούμε να το πετύχουμε αν πραγματικά το θελήσουμε. Να προσπαθήσουμε αποφασιστικά τώρα.

*Τα κύρια σημεία από την παρέμβαση του πρώην Πρωθυπουργού στο Συνέδριο της Δημοκρατικής Συμπαράταξης

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ