Την ανάγκη να ολοκληρωθούν εντός του Μαρτίου οι διαπραγματεύσεις για τη δεύτερη αξιολόγηση και να εφαρμοστούν άμεσα μέτρα φορολογικής ελάφρυνσης των επιχειρήσεων επισημαίνει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων.
«Η κατ’ αρχήν συμφωνία στο Eurogroup της 20/2/2017 για την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων μεταξύ των τεχνικών κλιμακίων των θεσμών και της κυβέρνησης, αποτελεί θετική εξέλιξη και δικαιολογεί συγκρατημένη αισιοδοξία για την ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης, χωρίς όμως να απελευθερώνει την αγορά από τα δεσμά της αβεβαιότητας. Οι διαπραγματεύσεις αυτές πρέπει να καταλήξουν γρήγορα και σίγουρα εντός του Μαρτίου, αν θέλουμε να μη χαθεί οικονομικά άλλος ένας χρόνος, και να παράγουν άμεσο αποτέλεσμα ικανό να οδηγήσει την χώρα στην ανάκαμψη και τις αγορές», τονίζει ο Σύνδεσμος.
Σημειώνει ακόμη ότι «η μείωση της υπερφορολόγησης θα πρέπει να διευθετηθεί άμεσα και όχι το 2019 όπως διαδίδεται, αλλιώς θα είναι δώρο άδωρο για την «ασθμαίνουσα» ελληνική επιχείρηση» κάνοντας λόγο για χάσμα εμπιστοσύνης που χωρίζει τους Θεσμούς μεταξύ τους και με τη χώρα μας το οποίο μεταθέτει τη λήψη δύσκολων αλλά ζωτικών για την οικονομία αποφάσεων στο μέλλον.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης τα στοιχεία σύμφωνα με τα οποία η μείωση των καταθέσεων που προκαλούσε η αβεβαιότητα μέχρι τον Ιούνιο του 2015 επαναλαμβάνεται τώρα αλλά (λόγω των capital controls) έχει πάρει τη μορφή του μη επαναπατρισμού των εισπράξεων από εξαγωγές στο εξωτερικό.
«Αυτό καταδεικνύουν, αναφέρεται, οι μειωμένες εισροές από τον τουρισμό, τις μεταφορές και τις λοιπές υπηρεσίες, που καταγράφονται στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών της χώρας, σε μία περίοδο που η ευρωπαϊκή, αλλά και η ελληνική οικονομία σε κάποιο βαθμό, έχουν επιστρέψει σε υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής δραστηριότητας.
Ο ΣΕΒ αναφέρεται επίσης στις δυσκολίες χρηματοδότησης που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές επιχειρήσεις και κυρίως οι μικρομεσαίες. Συγκεκριμένα, το ποσοστό αποθάρρυνσης και απόρριψης αίτησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) για χρηματοδότηση το προηγούμενο εξάμηνο, διατηρείται κοντά στο 25% – 30%, ενώ στην Ευρωζώνη είναι χαμηλότερο από 10%.
Στο ερώτημα γιατί τα τραπεζικά δάνεια δεν αποτελούν πλέον πηγές χρηματοδότησης, οι ΜΜΕ απαντούν ότι δεν υπάρχουν δάνεια και ότι τα επιτόκια είναι πολύ υψηλά, θεωρούν δηλαδή σε μεγάλο βαθμό ότι δεν αξίζει πλέον τον κόπο να κάνουν αίτηση για δάνειο. Επιπλέον, το μέσο επιτόκιο για νέα δάνεια από 250.000 έως 1 εκατ. ευρώ στην Ελλάδα είναι 5,06%, ενώ στην Ευρωζώνη είναι 1,79%.
Σε ό,τι αφορά τέλος τα «κόκκινα δάνεια», τα χρηματοδοτικά ανοίγματα των επιχειρήσεων που δεν εξυπηρετούνται κανονικά έχουν ανέλθει σε 44,7% του συνόλου. Από αυτά το 30% αφορά σε ανοίγματα αβέβαιης είσπραξης χωρίς καθυστέρηση ή σε καθυστέρηση μικρότερη των 90 ημερών, το 29% ανοίγματα σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών και, το 41% καταγγελμένες απαιτήσεις.
Σύμφωνα με τα στοιχεία από την Επισκόπηση του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, της Τράπεζας της Ελλάδος του περασμένου Ιανουαρίου, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων επί του συνόλου στις μεγάλες επιχειρήσεις διαμορφώνεται σε 29%, στις μικρομεσαίες αγγίζει το 60% και στους ελεύθερους επαγγελματίες και πολύ μικρές επιχειρήσεις το 67%.
Σε κλαδικό επίπεδο, τα υψηλότερα ποσοστά παρατηρούνται στους κλάδους της εστίασης (76,3%), της γεωργίας (67,2%), των τηλεπικοινωνιών, πληροφορικής και ενημέρωσης (58,4%), της μεταποίησης (53,2%), των κατασκευών (52,8%) και του εμπορίου (46,6%), ενώ χαμηλότερα του μέσου όρου είναι τα ποσοστά των μη εξυπηρετούμενων δανείων στους κλάδους της ενέργειας (3,7%), των χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων (27%) και της ναυτιλίας (39,9%).