«Κανείς δυνάστης δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί την Εκκλησία. Ορισμένοι κάνουν πολιτική εις βάρος της Εκκλησίας. Όλοι έχουμε παιδικές αρρώστιες και ιδεοληψίες, αλλά δεν είναι καιρός για τέτοια. Το καράβι βουλιάζει και αν βουλιάξει δεν θα γλιτώσει ούτε ο αφεντικός, ούτε ο αξιωματικός, ούτε ο μούτσος», τόνισε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος κατά την συνεδρίαση της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Ελληνισμού της Διασποράς της Βουλής με θέμα: «Ο ρόλος της Εκκλησίας στη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας του Ελληνισμού της Διασποράς». Σε όσους μάλιστα υποστηρίζουν τον διαχωρισμό Κράτους – Εκκλησίας απάντησε πως «Έχουμε ανάγκη συνεργασίας και όλα τα άλλα είναι εκ του πονηρού»…

Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, σε άλλο σημείο του λόγου του εμφατικά ρώτησε: «Ποιός διερωτήθηκε πώς μπορεί η Εκκλησία να ταΐζει 53.000 ανθρώπους μόνο στην αρχιεπισκοπή; Πώς μπορούμε να κρατάμε τόσες χιλιάδες ανθρώπους με φάρμακα ή να στηρίζουμε τους φοιτητές με διαμονή;» Κάλεσε τους βουλευτές να πραγματοποιηθεί ακόμη μία κοινή συνεδρίαση, κατά την οποία θα παρουσιαστεί το έργο της Εκκλησίας, για να μάθει και η Ομογένεια πώς αξιοποιείται η προσφορά της. Διότι, «Μπορούμε να δούμε πώς κινείται όλο αυτό το έργο. Θα πάρουμε στοιχεία ποιοι μας βοήθησαν και μας βοηθάνε να αντιμετωπιστεί ο όγκος υποχρεώσεων. Οι ομογενείς με ένα δολάριο βοηθούν. Η Ομογένεια στέλνει τον ιδρώτα τον κόπο της και βοηθά. Και πρέπει να τους δείξουμε ότι δεν πάει στράφι ο κόπος τους», είπε χαρακτηριστικά.

Επιπλέον, έκανε λόγο για την εκκλησιαστική περιουσία και τα δεκάδες οικόπεδα που έχουν απαλλοτριωθεί – δεσμευθεί από το Δημόσιο και εξήγησε ότι πρότασή του είναι πως οι ρόλοι μεταξύ Εκκλησίας – Κράτους πρέπει να είναι «διακριτοί αλλά καθαροί, που δεν θα βαραίνουν από τη μια πλευρά και όταν υπάρχει ανάγκη να υπάρχει απαραίτητη συνεργασία». Σχετικά με τις θέσεις περί χωρισμού Εκκλησίας – Κράτους, επισήμανε πως «η Εκκλησία δεν έχει τέτοια φράση στην ποιμαντική της, γιατί δεν διώχνει. Όποιος θέλει φεύγει μόνος του. Αν θέλεις, πάρε τα πραγματάκια σου και πήγαινε στο καλό. Εμείς δεν διώχνουμε και δεν διαγράφουμε κανέναν και αν θέλει να γυρίσει, εδώ είμαστε να τον αγκαλιάσουμε. Δεν υπάρχει για εμάς χωρισμός. Δεν υπάρχει τέτοια ορολογία ποιμαντική», συμπλήρωσε.

Αρχικά, στην προσφώνησή του αναφέρθηκε «Στον ενοποιητικό ρόλο που επιτελεί διαχρονικά η Εκκλησία μας, εντός και εκτός των εδαφικών συνόρων του ελληνικού κράτους», ενώ εξέφρασε ότι περιποιεί ιδιαίτερη τιμή προς το πρόσωπό του και «εν τω προσώπω μου προς την Εκκλησία μας το γεγονός ότι η πρόσκληση αυτή προέκυψε κατόπιν ομοφώνου αποφάσεως των βουλευτών – μελών της Επιτροπής, οι οποίοι εκπροσωπούν όλες ανεξαιρέτως τις κοινοβουλευτικές πτέρυγες».

Ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος υπογράμμισε ότι «Η εκκλησία μας, ως γνήσιος θεματοφύλακας τόσο της πνευματικής όσο και της γλωσσικής -και ευρύτερης πολιτιστικής- μας κληρονομιάς, μέσα στον πανανθρώπινο προσανατολισμό της, λειτουργεί συγχρόνως ως εγγυητής και της ενότητας, αλλά και της ιδιοπροσωπίας της εθνικής μας ταυτότητας στην οικουμενική προοπτική μιας ευμετάβλητης παγκοσμιότητας. Μιας ενότητας και μιας ιδιοπροσωπίας, που μέσα στην πορεία της ιστορίας του Γένους μας αγωνίζεται διαχρονικά να κραταιούται και συχνά να θαυματουργεί και μάλιστα, ενίοτε μέσα σε αντίξοες χωροχρονικά συνθήκες».

Σε αυτό το σημείο του λόγου του, επισήμανε ότι «το πλέον αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αυτής της αισιόδοξης δυναμικής της εθνικής μας ταυτότητας αποτελεί ασφαλώς ο Ελληνισμός της διασποράς, ο οποίος έχοντας ως κεντρικό σημείο αναφοράς του την Εκκλησία και με εφόδια την πίστη, την γλώσσα και τις παραδόσεις των πατέρων του, έχει κατορθώσει όχι απλώς να επιβιώσει, αλλά και να μεγαλουργήσει και υλικά και πνευματικά». Μάλιστα, παρέπεμψε στην ομιλία του μητροπολίτη Ιωαννίνων Μάξιμου, η οποία ακολούθησε, ο οποίος τυγχάνει τέκνο του Ελληνισμού της Διασποράς.

Ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Μάξιμος, στη συνέχεια, μίλησε για την ομογένεια και τα ελληνικά σχολεία του εξωτερικού, ενώ συμπληρωματικά αναφέρθηκε στις μητροπόλεις του εξωτερικού και στην προσφορά τους στην διατήρηση της εθνικής ταυτότητας και της ελληνικής γλώσσας, με αναφορά στις υποδομές, τις σχολές και το έργο τους.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Επιτροπής Αλέξανδρος Τριανταφυλλίδης ευχαρίστησε τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο για την αποδοχή της πρόσκλησης, ενώ τόνισε ότι η παρουσία του για πρώτη φορά στο Κοινοβούλιο, «στις εργασίες της δικής μας Επιτροπής ενισχύει και ενδυναμώνει τις προσπάθειές μας». Εν συνεχεία, καλωσόρισε τον μητροπολίτη Ιωαννίνων Μάξιμο, «γνήσιο τέκνο της ελληνικής ομογένειας, γεννημένο στο Λεβερκούζεν της Γερμανίας, ιερέα στον ορθόδοξο ναό της Στουτγκάρδης, ο οποίος στη διάρκεια της εικοσαετούς παραμονής του στην Γερμανία μετείχε σε ειδικά προγράμματα για μετανάστες και ανέπτυξε σπουδαίο έργο στην αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων, με ανθρωπιά και αλληλεγγύη». Επιπλέον, καλωσόρισε τον πρωτοσύγκελο της Αρχιεπισκοπής Συμεών Βολιώτη.

Ο Αλέξανδρος Τριανταφυλλίδης υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ότι «διαρκές ζητούμενο αποτελεί η ενότητα του Ελληνισμού. Σε κάθε δύσκολη στροφή της ιστορίας μας η ελκτική δύναμη της σχέσης του εθνικού κέντρου με την ελληνική διασπορά μεγιστοποιείται, όταν η ενότητα στο εσωτερικό μας, η εθνική και κοινωνική μας συνοχή, μεγιστοποιούνται και καταξιώνονται». Μάλιστα, τόνισε πως «Όταν είμαστε ενωμένοι στο εσωτερικό μας, οι απόδημοι έρχονται πιο κοντά μας, η διχόνοια και οι στείρες αντιπαραθέσεις τους αποθαρρύνουν, τους απομακρύνουν».
Τέλος, επισήμανε ότι «οφείλουμε να διατηρούμε άσβεστη τη μνήμη του εθνικού χρέους στην ελληνική διασπορά και να αναγνωρίζουμε αυτό το χρέος ?λόγω και έργω»».