Ονειρεύεστε ένα ζευγάρι hot pants για τις διακοπές. Ας υποθέσουμε ότι το τοπικό πάχος δεν αποτελεί εμπόδιο. Επιπλέον, έχετε ήδη νικήσει τον πόλεμο με την κυτταρίτιδα. Τώρα λοιπόν απομένει ένας ακόμη ανοιχτός λογαριασμός για την ομορφιά των ποδιών σας: οι ευρυαγγείες. Οι μπλε, μοβ ή κόκκινες κλωστές που πλέκουν έναν ιστό αράχνης πάνω στους μηρούς ή στις γάμπες δεν κολακεύουν καθόλου τα πόδια. Περισσότερο από το 50% των γυναικών εμφανίζει κάποια στιγμή στη ζωή του πρόβλημα στην κυκλοφορία του αίματος στα αγγεία. Άλλωστε, οι φλεβίτιδες είναι προνόμιο του φύλου μας: περίπου τέσσερις στους πέντε ασθενείς με ευρυαγγείες είναι γυναίκες. Τι συμβαίνει;

«Δεν είναι μόνο αισθητικό το πρόβλημα», εξηγεί ο αγγειοχειρουργός Χρήστος Βερύκοκος. «Τα προβλήματα των φλεβών και των αγγείων στα πόδια συνδέονται με φλεβική ανεπάρκεια. Το φλεβικό σύστημα είναι υπεύθυνο για την επιστροφή του αίματος από τα πόδια στην καρδιά. Όταν όμως οι φλέβες ενός κάτω μέλους του σώματος δεν λειτουργούν σωστά, τότε η ροή του αίματος μέσα τους έχει διπλή κατεύθυνση και το αίμα αρχίζει να λιμνάζει στους ιστούς του μέλους. Αυτή η φλεβική “στάση” κάνει τα αγγεία και τις φλέβες να διαγράφονται στην επιφάνεια. Ανάλογα με το εύρος των φλεβών που υποφέρουν από ανεπάρκεια, διακρίνονται σε ευρυαγγείες και κιρσούς». Η προτεινόμενη θεραπεία εξαρτάται λοιπόν από το βαθμό διόγκωσης της φλέβας.

ΕΥΡΥΑΓΓΕΙΕΣ

Πρόκειται για πολύ μικρά, επιφανειακά, διευρυμένα αγγεία με διάταξη που ακολουθεί τρία βασικά υποδείγματα: είτε έχει το σχέδιο του ιστού της αράχνης είτε αναπτύσσεται ακτινωτά γύρω από ένα κεντρικό σημείο είτε είναι μικρές ανεξάρτητες ευθείες, όπως συμβαίνει συνήθως στο εσωτερικό του γόνατου. Η εμφάνισή τους οφείλεται σε διάφορα αίτια όπως η κληρονομικότητα, οι ορμονικές επιδράσεις, οι μικροτραυματισμοί, οι κιρσοί των κάτω άκρων και η φλεβική ανεπάρκεια γενικά. Παράγοντες όπως η παρατεταμένη ορθοστασία, η χρήση αντισυλληπτικών, η εγκυμοσύνη, το αυξημένο σωματικό βάρος αλλά και η παρατεταμένη έκθεση σε θερμότητα, η ηλιοθεραπεία, το solarium ή το μασάζ επιδεινώνουν το πρόβλημα. Οι επιλογές για τη θεραπεία είναι οι ενέσεις σκληροθεραπείας και το λέιζερ.

Σκληροθεραπεία: Ένα ειδικό διάλυμα εισάγεται με ένεση στα αγγεία. Πρόκειται για μια σκληρυντική ουσία που στόχο έχει την καταστροφή του αυλού των ανεπιθύμητων αγγείων ώστε σταδιακά να απορροφηθούν. «Η μέθοδος της σκληροθεραπείας είναι αναντικατάστατη και μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις ευρυαγγείες, ειδικά όμως σ’ εκείνα τα αγγεία που είναι μεγαλύτερα από 2,5 χιλιοστά», μας λέει ο αγγειοχειρουργός Χρήστος Βερύκοκος. Ύστερα από κάθε ένεση σκληροθεραπείας οι ευρυαγγείες γίνονται λιγότερο έντονες. Ωστόσο, για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το πρόβλημα σε μια πάσχουσα περιοχή μπορεί να χρειαστούν δύο ή περισσότερες επαναλήψεις της διαδικασίας, σε απόσταση δέκα ημερών περίπου. Είναι πολύ σημαντικό μετά τη θεραπεία η ασθενής να φοράει πολύ σφιχτές ελαστικές κάλτσες ώστε να ολοκληρωθεί το αποτέλεσμα. Μία έως δύο εβδομάδες αργότερα το δέρμα θα πάρει την τελική εικόνα του. Η επιτυχία αγγίζει το 100% της διόρθωσης του προβλήματος όμως πάντα υπάρχει η πιθανότητα να εμφανιστούν νέες ευρυαγγείες. Οπότε ο γιατρός θα σας συμβουλεύσει να αποφεύγετε την ορθοστασία, να προσέχετε το βάρος σας, να αποφεύγετε τη ζέστη (ήλιος, σάουνα) και να κάνετε κάποιο είδος αερόβιας άσκησης (βάδιση, ποδηλασία, χορός, κολύμβηση). Η νεότερη εξέλιξη στη σκληροθεραπεία είναι ο σκληρυντικός αφρός, ο οποίος λειτουργεί όπως και το διάλυμα αλλά πετυχαίνει καλύτερα και γρηγορότερα αποτελέσματα, χρησιμοποιώντας πολύ λιγότερη ποσότητα φαρμάκου.

Λέιζερ: Η καταστροφή και εξαφάνιση των ευρυαγγειών μπορεί να γίνει γρήγορα, χωρίς πόνο, χωρίς καν ένα τρύπημα, δηλαδή με λέιζερ. «Για τα μικρότερα αγγεία που έχουν εύρος το οποίο δεν ξεπερνά τα 2,5 χιλιοστά η χρήση λέιζερ όπως το Long Pulse Nd:Yag δίνει πολύ ικανοποιητικά, ανώδυνα και ασφαλή αποτελέσματα», μας λέει ο πλαστικός χειρουργός Κωνσταντίνος Φλώρος. «Στην περίπτωση αυτή η φωτεινή δέσμη διαπερνά το δέρμα και απορροφάται επιλεκτικά από την αιμοσφαιρίνη του αγγείου. Η ενέργεια του λέιζερ καταστρέφει το αγγείο, το νεκρώνει και αυτό σταδιακά εξαφανίζεται. Η ασθενής επιστρέφει για έλεγχο και επανάληψη τέσσερις έως πέντε εβδομάδες μετά. Συνήθως απαιτούνται δύο με τρεις θεραπευτικές συνεδρίες». Το πλεονέκτημα του λέιζερ είναι ότι η θεραπεία γίνεται γρήγορα και δεν απαιτεί χρόνο ανάρρωσης ούτε καν ελαστικές κάλτσες.

ΚΙΡΣΟΙ

Οι μεγάλες ανάγλυφες διογκωμένες φλέβες στα πόδια ονομάζονται κιρσοί. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο αισθητικό αλλά και λειτουργικό καθώς πρόκειται για παθολογικά φουσκωμένες φλέβες εξαιτίας της κακής λειτουργίας των βαλβίδων που ρυθμίζουν την επιστροφή του αίματος από τα πόδια στην καρδιά. Καθώς οι βαλβίδες είναι χαλασμένες, το αίμα επιστρέφει στα πόδια αντί να κινείται προς την καρδιά. Η ποσότητα του αίματος που παλινδρομεί είναι σημαντική – έχει υπολογιστεί ότι σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να ξεπεράσει το 30% του όγκου αίματος που κυκλοφορεί στο πόδι ανά λεπτό.

Αποτέλεσμα αυτής της δυσλειτουργίας είναι το αίμα να κινείται στο εσωτερικό των κιρσών με πολύ μικρότερη ταχύτητα από τη φυσιολογική και η φλεβική πίεση να είναι ιδιαίτερα αυξημένη.

Η κλασική χειρουργική αντιμετώπιση είναι η αφαίρεση των ελαττωματικών φλεβών μέσω μικρών τομών στο δέρμα. Σήμερα ωστόσο προτιμάται η χρήση ενδοαυλικού λέιζερ (που μπαίνει μέσα στη φλέβα) γιατί έτσι η επέμβαση είναι πιο ανώδυνη και έχει γρηγορότερη ανάρρωση. «Μέσα από τη μύτη μιας βελόνας, εισάγουμε στη φλέβα την πολύ λεπτή ίνα του λέιζερ και την καθοδηγούμε με τη βοήθεια υπερήχων ώστε να σταθεροποιηθεί στη σωστή θέση», εξηγεί ο αγγειοχειρουργός Κωνσταντίνος Ξηρομερίτης. «Στη συνέχεια κάνουμε εξειδικευμένη τοπική αναισθησία μεγάλης ακρίβειας, πάλι με υπερηχογραφική καθοδήγηση. Τέλος, αρχίζουμε διαμέσου της ίνας να διοχετεύουμε ενέργεια λέιζερ στη φλέβα ώστε να την καταστρέψουμε θερμικά. Όλη η διαδικασία είναι απόλυτα ανώδυνη. Σε κάποιες περιπτώσεις επιλέγουμε να συνδυάσουμε την τεχνική του ενδοαυλικού λέιζερ με την κλασική χειρουργική αντιμετώπιση, δηλαδή με μικροτομές για την αφαίρεση όλων των κιρσών. Εναλλακτικά, η θεραπεία των κιρσών μπορεί να γίνει και με σκληρυντικές ενέσεις όπως και στις ευρυαγγείες, αν βέβαια κρίνει ο γιατρός πως επαρκεί».