Η 23η Ιουνίου είναι μια σημαντική ημερομηνία για την Κεντροαριστερά αλλά και για τη χώρα. Συμπληρώθηκαν 20 χρόνια από τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου. Και 80 χρόνια από τη γέννηση του Κώστα Σημίτη. Και οι δύο ηγέτες σφράγισαν με το έργο τους την περίοδο της Μεταπολίτευσης που θεμελίωσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1974. Ο κύκλος της Μεταπολίτευσης έκλεισε, κατά τη γνώμη μου, με τους Ολυμπιακούς Αγώνες το 2004. Κι ύστερα ήρθαν οι επίγονοι. Από το 2004 μέχρι σήμερα τις τύχες της χώρας ανέλαβαν νεότερες πολιτικές ηγεσίες, σε όλο το πολιτικό φάσμα. Η χώρα βιώνει σήμερα τον κύκλο της μετα-Μεταπολίτευσης, με τις παρακμιακές συνέπειες.
Η διακυβέρνηση της χώρας από τον Ανδρέα Παπανδρέου χαρακτηρίζεται από την αντιφατικότητα της προσωπικότητάς του, χαρισματικής αλλά και αυτοκαταστροφικής. Συνέβαλε αποφασιστικά στη σταθεροποίηση της Δημοκρατίας και την ολοκλήρωση της εθνικής συμφιλίωσης. Κατάργησε νομοθετήματα της εμφυλιοπολεμικής περιόδου, που ήσαν ακόμη σε ισχύ. Αναγνώρισε τη συμμετοχή του ΕΑΜ στην Εθνική Αντίσταση. Επέτρεψε σε όλους τους πολιτικούς πρόσφυγες να επιστρέψουν στην πατρίδα.
Παράλληλα, θεμελίωσε το κοινωνικό κράτος. Κορυφαία τομή η δημιουργία του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) με την καθιέρωση δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης σε όλους. Επεξέτεινε την κοινωνική φροντίδα για τα Ατομα με Ειδικές Ανάγκες (ΑΜΕΑ), αλλά και για τους ηλικιωμένους με την ίδρυση των ΚΑΠΗ.
Προώθησε τον εκσυγχρονισμό του οικογενειακού δικαίου, ψηφίζοντας έναν από τους πιο προοδευτικούς κώδικες της Ευρώπης. Ενίσχυσε την κοινωνική συνοχή βελτιώνοντας αισθητά την οικονομική θέση των ασθενέστερων οικονομικά λαϊκών στρωμάτων.
Ο πραγματισμός του τον οδήγησε στην αναγνώριση της θέσης της κεντροδεξιάς παράταξης ότι τα εθνικά συμφέροντα υπηρετούνται στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Ατλαντικής Συμμαχίας. Παρά το αντίθετο σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», με το οποίο κατέκτησε την εξουσία, το 1981.
Στη δεύτερη περίοδο διακυβέρνησής του (1993-1995) υιοθέτησε την πολιτική της οικονομίας της αγοράς. Εγκατέλειψε τις κρατικιστικές αντιλήψεις στην οπισθοδρομική Αριστερά, προχωρώντας σε αποκρατικοποιήσεις. Διέγνωσε δραματικά την απειλή του δημόσιου χρέους και την ανάγκη τιθάσευσής του, μολονότι ο ίδιος είχε συμβάλει στον διπλασιασμό του.
Στον αντίποδα, καθιέρωσε τον λαϊκισμό ως εργαλείο άσκησης πολιτικής. Επιδείνωσε τη μάστιγα του κρατισμού και των πελατειακών σχέσεων. Παρέδωσε τη Δημόσια Διοίκηση και την Παιδεία στην κομματοκρατία, θεσμοθετώντας, κατ’ ουσίαν, συνδιοίκηση με τους κομματικούς συνδικαλιστές και τις κομματικές νεολαίες. Ανέχθηκε τη διαφθορά, θέτοντας απλώς «πλαφόν στα δωράκια στον εαυτό μας». Μετέτρεψε το πολίτευμα σε πρωθυπουργοκεντρικό. Υιοθέτησε την πολιτική της πόλωσης, αμφισβητώντας όλες τις επιλογές της ΝΔ και απαξιώνοντας το έργο της με το «Ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά».
Η μεγαλύτερη ευθύνη του Α. Παπανδρέου δεν είναι για τα όσα αρνητικά έπραξε. Αλλά για τα θετικά που μπορούσε να κάνει και δεν έκανε. Η χαρισματική ηγετική του προσωπικότητα του έδινε τη δυνατότητα να αλλάξει τα πάντα, προς το καλύτερο.
Ο Κώστας Σημίτης διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία και την ηγεσία του ΠαΣοΚ τον Α. Παπανδρέου, παρά τη δεδηλωμένη αντίθετη επιθυμία του.
Η οκταετής διακυβέρνηση της χώρας από τον Κ. Σημίτη υπήρξε η γονιμότερη περίοδος της Μεταπολίτευσης. Ολοκλήρωσε το έργο του Κ. Καραμανλή εντάσσοντας τη χώρα μας στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ, την ΟΝΕ. Πέτυχε την εξίσου εθνικά σημαντική ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, χωρίς προηγούμενη επίλυση του Κυπριακού. Στόχος που εθεωρείτο ανέφικτος, λόγω των αντιδράσεων της Τουρκίας. Προσέδωσε στην Ελλάδα διεθνές κύρος δυσανάλογο με το μέγεθός της. Εξόπλισε τη χώρα με σύγχρονες υποδομές (αεροδρόμιο, μετρό, Αττική οδός, γέφυρα Ρίου – Αντιρρίου, νοσοκομεία κ.λπ.) που άλλαξαν την εικόνα της από βαλκανική σε ευρωπαϊκή. Τέλος προετοίμασε την άψογη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων, επίτευγμα με το οποίο η Ελλάδα εισέπραξε τον παγκόσμιο θαυμασμό.
Είναι γεγονός ότι η εκσυγχρονιστική προσπάθεια του Κώστα Σημίτη ανακόπηκε τη δεύτερη τετραετία. Η αναδίπλωση στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση του Τάσου Γιαννίτση αποτέλεσε σημείο καμπής. Προσέκρουσε στις λαϊκίστικες αντιδράσεις της δεξιάς και της αριστερής αντιπολίτευσης. Κυρίως όμως στο βαθύ κρατικοδίαιτο και λαϊκίστικο ΠαΣοΚ. Εγινε φανερό ότι δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για σοβαρές διαρθρωτικές αλλαγές.
Ο Κώστας Σημίτης δεν είχε το ηγετικό χάρισμα του Ανδρέα Παπανδρέου. Ηταν όμως το πρότυπο του ευρωπαίου πολιτικού ηγέτη. Η πολιτική του δράση στηριζόταν στον προγραμματισμό και τον σχεδιασμό, την ιεράρχηση στόχων, τον συντονισμό του κυβερνητικού έργου, τη σύνθεση διιστάμενων απόψεων, τη γνώση της ευρωπαϊκής και της διεθνούς πραγματικότητας. Στοιχεία που σήμερα λείπουν τραγικά από την ελληνική πολιτική πραγματικότητα.
Οι αντίπαλοί του επιχειρούν να του επιρρίψουν ευθύνες για τη «διαφθορά» και το «σκάνδαλο» του Χρηματιστηρίου.
Η διαφθορά έχει εξελιχθεί σε μάστιγα που έχει προσβάλει τον δημόσιο βίο αλλά και ολόκληρη την κοινωνία. Ο ορθολογισμός του Κ. Σημίτη δεν του επέτρεψε να δώσει μια μάχη που δεν μπορούσε να φέρει σε πέρας. Η δήλωσή του «όποιος έχει στοιχεία να πάει στον εισαγγελέα» εξέφραζε την πραγματικότητα. Το ίδιο επικαλέστηκαν όλες οι μετέπειτα κυβερνήσεις. Ακόμη και η σημερινή. Προστάτευσε τον εαυτό του από κάθε διαβρωτική επίδραση της εξουσίας. Γι’ αυτό και ουδείς τόλμησε να αμφισβητήσει την προσωπική του ακεραιότητα.
Δεν είμαι ιστορικός. Καταθέτω απλώς την προσωπική μου εκτίμηση για το έργο και την προσωπικότητα δύο ηγετών που γνώρισα. Προσυπογράφω ανεπιφύλακτα τη γνώμη του κορυφαίου σήμερα ιστορικού Κ. Κωστή: «…ο Σημίτης ποτέ δεν κατάφερε να κερδίσει τη συμπάθεια των Ελλήνων, ούτε καν των ψηφοφόρων του κόμματός του. Ωστόσο, αποδείχθηκε ένας από τους πιο επιτυχημένους πρωθυπουργούς στην ιστορία της Ελλάδας». Απλά, ο επαρχιωτισμός της ελληνικής πολιτικής ζωής δεν ήταν συμβατός με την ευρωπαϊκή προσωπικότητα του Κ. Σημίτη.
Ο κ. Βασίλης Κοντογιαννόπουλος είναι πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ