Δύσκολες ημέρες περιμένουν τη χώρα μας το φθινόπωρο, κατά τη διαπραγμάτευση για τα εργασιακά, παρά τις αρχικές διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης και ειδικότερα της ηγεσίας του υπουργείου Εργασίας ότι δεν υφίσταται θέμα μείωσης των κατώτατων αποδοχών, ούτε αλλαγής του καθεστώτος των ομαδικών απολύσεων, παρά την «ιδεοληπτική εμμονή του ΔΝΤ».
Ωστόσο οι κυβερνητικές διαβεβαιώσεις κατέρρευσαν –ιδιαιτέρως για τη διατήρηση του καθεστώτος των ομαδικών απολύσεων –με τη δημοσιοποίηση της εισήγησης του γενικού εισαγγελέα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, που κρίνει ασύμβατη με το Κοινοτικό Δίκαιο τη δυνατότητα του εκάστοτε έλληνα υπουργού Εργασίας να ασκεί βέτο στην απόφαση μιας επιχείρησης για ομαδικές απολύσεις. Η εισήγηση μπορεί να μην έχει δεσμευτικό χαρακτήρα για την τελική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, αλλά κατά κανόνα γίνεται αποδεκτή. Πέραν τούτου όμως δημιουργεί νέα δεδομένα εν όψει της διαπραγμάτευσης του Σεπτεμβρίου και καθιστά εξαιρετικά δύσκολη τη θέση της ελληνικής πλευράς, η οποία επιμένει στη διατήρηση του βέτο του υπουργού Εργασίας κατά τη διαδικασία λήψης της απόφασης έγκρισης ομαδικών απολύσεων, κατόπιν αιτήματος μιας επιχείρησης. Ταυτοχρόνως θα διαλύσει την ως τώρα αντίληψη ότι η κατάργηση του «υπουργικού βέτο» είναι εμμονή του ΔΝΤ, κάτι που επαναλάμβανε συχνά ο κ. Κατρούγκαλος («ιδεοληψία του ΔΝΤ»).
Η νομικά τεκμηριωμένη θέση του εισαγγελέα, σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία, δείχνει ότι αποτελεί θέση και της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Στις διαπραγματεύσεις της προηγούμενης κυβέρνησης είχε επιχειρηθεί να παρακαμφθεί το θέμα αυτό δίνοντας τη δυνατότητα λήψης της απόφασης για έγκριση ή όχι στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας υπό την προεδρία του γενικού γραμματέα του υπουργείου Εργασίας και όχι του υπουργού.
Το υπουργικό «βέτο»


Σημειώνεται ότι το υπουργικό «βέτο» στις ομαδικές απολύσεις, που διατηρείται στην Ελλάδα, ισχύει –ως διοικητικός έλεγχος –μόνο στην Ολλανδία.
Ωστόσο η εισήγηση του εισαγγελέα αναφέρει χαρακτηριστικά ότι θεωρεί ασύμβατη την «απαίτηση του νόμου που απαιτεί από τους εργοδότες να λαμβάνουν διοικητική έγκριση προτού προβούν σε ομαδικές απολύσεις».
Αναφέρεται σε «διοικητική έγκριση» και συνεπώς περιλαμβάνει την απόφαση οποιουδήποτε οργάνου της διοίκησης. Μάλιστα, ο εισαγγελέας θεωρεί ότι επίκληση της «οξείας οικονομικής κρίσης, που διέρχεται η χώρα και η οποία συνοδεύεται από πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας, δεν επηρεάζει αυτό το συμπέρασμα».
Η εισήγηση του εισαγγελέα έρχεται έπειτα από προδικαστικό αίτημα του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), στο οποίο έχει προσφύγει η εταιρεία ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ. Συγκεκριμένα, η εταιρεία, που ανήκει στον γαλλικών συμφερόντων πολυεθνικό όμιλο Lafarge από το 2013, στο πλαίσιο προγράμματος αναδιάρθρωσης της παραγωγικής δομής τσιμέντου, αποφάσισε την οριστική διακοπή λειτουργίας του εργοστασίου της Χαλκίδας, που απασχολούσε 236 εργαζομένους. Η διοίκηση της ΑΓΕΤ υπέβαλε αίτημα για ομαδικές απολύσεις, αλλά ο τότε υπουργός Εργασίας κ. Γιάννης Βρούτσης δεν ενέκρινε το αίτημα. Από τότε η εταιρεία απολύει κάθε μήνα το 5% των εργαζομένων, όπως προβλέπει το πλαφόν του νόμου. Και ταυτόχρονα έφερε την υπόθεση στο ΣτΕ ζητώντας να ακυρωθεί η απόφαση του υπουργού Εργασίας υποστηρίζοντας ότι η ελληνική νομοθεσία (Ν. 1387/83) παραβιάζει την κοινοτική οδηγία 98/59/ΕΚ και τη Συνθήκη Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάσισε να παραπέμψει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ) το ζήτημα αυτό, διατυπώνοντας προδικαστικά ερωτήματα.
Προτεραιότητα


Αμέσως μετά τη γνωστοποίηση της εισήγησης του εισαγγελέα ο υπουργός Εργασίας κ. Γιώργος Κατρούγκαλος δήλωσε πως παρακολουθεί τις εξελίξεις, υπογράμμισε ότι εκκρεμεί η τελική απάντηση του Δικαστηρίου στο ερώτημα του ΣτΕ και ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν είναι δεσμευτικές, αλλά αποτελούν εισήγηση προς το δικαστήριο. Υπογράμμισε ότι «η ουσιαστική προστασία από τις ομαδικές απολύσεις είναι προτεραιότητα της κυβέρνησης» στις επικείμενες διαπραγματεύσεις με τους θεσμού από κοινού «με την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων».
Και επανέλαβε τη θέση του ότι όσοι επιμένουν στην αλλαγή του καθεστώτος των ομαδικών απολύσεων «επιμένουν σε ιδεοληπτικές θέσεις και θα βρεθούν και πάλι απομονωμένοι, όπως συνέβη και κατά τη διαπραγμάτευση του Ασφαλιστικού».
Η «καυτή» ατζέντα


Η μείωση του ετήσιου εργατικού κόστους των επιχειρήσεων με στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και η περαιτέρω μείωση του κατώτατου μισθού, έτσι ώστε να εναρμονισθεί με τους αντίστοιχους μισθούς της Ανατολικής Ευρώπης, θα συμπεριληφθούν στην ατζέντα θεμάτων που θα τεθούν στη διαπραγμάτευση κυβέρνησης – θεσμών το φθινόπωρο.
Η κατάργηση των τριετιών στις κατώτατες αμοιβές, η αλλαγή του τρόπου λήψης των αποφάσεων για απεργιακές κινητοποιήσεις (οι θεσμοί ζητούνη απόφαση να λαμβάνεται με πλειοψηφία 50% + 1 της γενικής συνέλευσης των εργαζομένων). Η επιμήκυνση του χρόνου προειδοποίησης (από 24 σε 48 ώρες) για την εκδήλωση της απεργίας. Η άρση της απαγόρευσης του λοκ άουτ (ανταπεργία). Η αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου 1264/1982 με την άρση της προστασίας των συνδικαλιστών έναντι των απολύσεων, τον περιορισμό των συνδικαλιστικών αδειών και την αλλαγή του καθεστώτος χρηματοδότησης των συνδικάτων είναι τα βασικότερα θέματα που θα τεθούν προς διαπραγμάτευση από κοινού με τις ομαδικές απολύσεις και τις συλλογικές συμβάσεις.
Το δημοσίευμα του «Βήματος της Κυριακής», που αποκάλυπτε την πρόθεση των δανειστών (κυρίως του ΔΝΤ) να θέσουν στο τραπέζι τη μείωση του ετήσιου εργατικού κόστους μέσω της κατάργησης του 13ου και του 14ου μισθού στον ιδιωτικό τομέα προκάλεσε την ακραία αντίδραση του υπουργού Εργασίας, ο οποίος ξεπερνώντας κάθε όριο άρχισε να μιλάει για «σύστημα διαπλοκής» που δημιουργεί «τεχνητές ειδήσεις».
Ωστόσο το θέμα της κατάργησης των δύο μισθών έχει τεθεί κατ’ επανάληψη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, όπως και η «ιδέα» του επιμερισμού του ποσού των δύο μισθών στους υπόλοιπους δώδεκα για τους ήδη εργαζομένους. Τώρα ποιον τρόπο θα επιλέξει η κυβέρνηση για να εφαρμόσει τις περαιτέρω μειώσεις των μισθών που αξιώνουν οι δανειστές είναι δικό της θέμα: στο τραπέζι –πέραν του 13ου και του 14ου μισθού, υπάρχει και η κατάργηση των τριετιών, ή του επιδόματος γάμου, ενώ θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι στο τέλος του 2016 αλλάζει ο τρόπος καθορισμού των κατώτατων αμοιβών και θα γίνεται πλέον με κυβερνητική απόφαση.
Ωστόσο, είτε με κατάργηση των δύο μισθών, για τους νεοπροσλαμβανομένους, είτε με μειώσεις στα επιδόματα το τελικό –οικονομικό –αποτέλεσμα για τους εργαζομένους θα είναι το ίδιο: μείωση των αποδοχών τους.
Οι περαιτέρω περικοπές


Τις πληροφορίες του δημοσιεύματος του «Βήματος», αλλά και τη νομοθετική βάση των αξιώσεων των δανειστών για περαιτέρω περικοπές στον κατώτατο μισό συμμερίζεται ο εργατολόγος καθηγητής κ. Αλέξης Μητρόπουλος, πρόεδρος της Ενωσης για την Υπεράσπισητης Εργασίας και του Κοινωνικού Κράτους (ΕΝΥΠΕΚΚ).
Συγκεκριμένα, αναφέρεται στην ψηφισμένη –από το 2012 –υποχρέωση μείωσης του κατώτατου μισθού, έτσι ώστε να «ευθυγραμμισθεί» με τους μισθούς των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης.Αλλά και στη δυνατότητα που δίδεται στον υπουργό Εργασίας από το τέλος του 2016 να διαμορφώνει τον κατώτατο μισθό με δική του απόφαση και όχι με συλλογικές διαπραγματεύσεις. Στο δεύτερο Μνημόνιο (ν. 4046/2012 σελ. 713) είχε προβλεφθεί η σύγκλιση του ελληνικού κατώτατου μισθού με τους αντίστοιχους των χωρών της Κεντρικής και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Αναφερόταν ότι «τα μέτρα αυτά θα δώσουν τη δυνατότητα μείωσης της απόκλισης στο επίπεδο του κατώτατου μισθού σε σχέση με τους ανταγωνιστές μας (Πορτογαλία, Κεντρική και ΝΑ Ευρώπη)» . Με τον νόμο 4093/2012 (υποπαρ. ΙΑ.11, σελ. 5612) μειώθηκε ο κατώτατος μισθός του ιδιωτικού τομέα σε 586,8 ευρώ, ενώ στην ίδια διάταξη προβλεπόταν κατάργηση όλων των επιδομάτων και των προσαυξήσεων, με την εξής αναφορά: «Πέραν της μηνιαίας τακτικής προσαύξησης λόγω προϋπηρεσίας, καμία άλλη προσαύξηση δεν περιλαμβάνεται στον νομοθετικώς καθορισμένο κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ