Το έντονο ενδιαφέρον αμερικανών και κινέζων επενδυτών έχει προσελκύσει τον τελευταίο χρόνο η αγορά ακινήτων της Πολωνίας εκτοπίζοντας εν μέρει τα ευρωπαϊκά επενδυτικά συμφέροντα που δραστηριοποιούνται στη χώρα. Τα εμπορικά ακίνητα αποτελούν τον πρώτο επενδυτικό στόχο καθώς η συγκεκριμένη αγορά είναι μία από τις μεγαλύτερες στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Ωστόσο το τελευταίο διάστημα νέα κεφάλαια, μη ευρωπαϊκά, έχουν κάνει την εμφάνισή τους, ελκυόμενα από την αναπτυσσόμενη οικονομία της Πολωνίας και κυρίως από τις χαμηλές τιμές των ακινήτων της χώρας σε σύγκριση με άλλες αγορές στην ηπειρωτική Ευρώπη, όπως της Βρετανίας και της Γαλλίας.
Σύμφωνα με έρευνα της Real Capital Analysis που δημοσιεύει η «Wall Street Journal», κατά την περίοδο των τελευταίων 12 μηνών αμερικανικές εταιρείες δαπάνησαν συνολικά 1,4 δισ. δολάρια σε εμπορικά ακίνητα σε διάφορες μεγάλες πολωνικές πόλεις. Εναν χρόνο νωρίτερα στην κορυφή της λίστας στέκονταν οι γερμανοί επενδυτές με ποσό 1,3 δισ. δολάρια. Η ίδια εταιρεία ερευνών επιβεβαιώνει ότι η Τράπεζα της Κίνας και η Εθνική Συνταξιοδοτική Υπηρεσία της Νότιας Κορέας ήταν μεταξύ των πρώτων ασιατών επενδυτών στην Πολωνία δαπανώντας συνδυαστικά 1,1 δισ. δολάρια τα τελευταία δύο χρόνια.
Μαγνήτης
Η ανοδική πορεία της οικονομίας της Πολωνίας φαίνεται πως αποτελεί τον μεγαλύτερο μαγνήτη για τους ξένους επενδυτές. Η κεντρική ευρωπαϊκή χώρα ανέκαμψε από την οικονομική κρίση ισχυρότερη σε σχέση με άλλες της Γηραιάς Ηπείρου. Σύμφωνα μάλιστα με τα επίσημα στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η Πολωνία ήταν η μόνη χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης που κατάφερε να αποφύγει τη σκληρή ύφεση. Εχει επίσης, σημειώνει η αμερικανική εφημερίδα, ένα διαφανές νομικό σύστημα και πολλές άλλες πόλεις εκτός από την πρωτεύουσα Βαρσοβία που διαθέτουν υψηλής ποιότητας ακίνητα τα οποία αναζητούν οι επενδυτές.
Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της Πολωνίας διπλασιάστηκε σε 3,4% το 2014 από 1,7% έναν χρόνο νωρίτερα, ποσοστά που και τα δύο ξεπερνούν κατά πολύ τον μέσο όρο 0,9% που σημείωσαν οι 19 χώρες της ζώνης του ευρώ το περασμένο έτος, όπως καταγράφουν τα επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Αρχής.
Υψηλότερες αποδόσεις
Επιπλέον, αναφέρει το δημοσίευμα, η Πολωνία έχει επωφεληθεί σημαντικά από την αύξηση της αξίας των εμπορικών ακινήτων σε όλον τον κόσμο, αποτέλεσμα των χαμηλών επιτοκίων που διατηρούν πολλές κεντρικές τράπεζες αλλά και των χρημάτων που «ρίχνουν» στις εθνικές τους οικονομίες. Τώρα όμως «οι τιμές έχουν αυξηθεί τόσο ψηλά στις αγορές αυτές που οι επενδυτές ψάχνουν για ευκαιρίες με υψηλότερες αποδόσεις σε άλλες αγορές. Στην Πολωνία το μέσο επιτόκιο κεφαλαιοποίησης, το οποίο μετρά το ετήσιο εισόδημα από ένα ακίνητο σε σχέση με το αρχικό κόστος του, ήταν 7,3% κατά το πρώτο τρίμηνο σε σύγκριση με 6,7% στη Γερμανία, σύμφωνα με τη Real Capital Analytics» γράφει χαρακτηριστικά ο συντάκτης του άρθρου.
Η κυριαρχία του ξένου κεφαλαίου στην Πολωνία δεν είναι όμως άνευ ρίσκου, σχολιάζει ο Στέφαν Βούντρακ, επικεφαλής της ευρωπαϊκής εταιρείας ερευνών για τον κλάδο των ακινήτων TH Real Estate. Ενα από τα προβλήματα είναι ότι δεν υπάρχουν αρκετά περιουσιακά στοιχεία ποιότητας που θα ικανοποιούν τη συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση και αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα επέλθει κορεσμός. Επίσης η ζήτηση είναι πιθανόν να καμφθεί τόσο στην Πολωνία όσο και σε άλλες χώρες όταν τα τραπεζικά επιτόκια θα αρχίσουν να αυξάνονται.
Ερευνα PwC
$15,3 τρισ. τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια ως το 2020
Η παγκόσμια αγορά εναλλακτικών περιουσιακών στοιχείων θα αυξηθεί σε 15,3 τρισ. δολάρια ως το 2020, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της PricewaterhouseCoopers. Η αμερικανική εταιρεία επιχειρηματικών συμβούλων υπολογίζει ότι η τάση αυτή θα τροφοδοτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την ανάγκη και τη ζήτηση των μεγάλων επενδυτών (κρατικά επενδυτικά ταμεία, δημόσια συνταξιοδοτικά ταμεία και πλούσιοι μεμονωμένοι ιδιώτες επενδυτές) για σταθερότερες και ισχυρότερες αποδόσεις.
Ειδικότερα η PwC επισημαίνει ότι την επόμενη πενταετία η παγκόσμια αγορά ιδιωτικών κεφαλαίων θα επεκταθεί σε περίπου 7 τρισ. δολάρια, ποσό σχεδόν διπλάσιο σε σχέση με το 2013. Σύμφωνα με την έκθεση, οι ραγδαίες εξελίξεις στο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον έχουν ωθήσει τις εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων στην πρώτη γραμμή της κοινωνικής και οικονομικής αλλαγής. Ως εκ τούτου η ανάγκη για βιώσιμες επενδύσεις μακροπρόθεσμων αποδόσεων έχει ωθήσει τις εναλλακτικές κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων στο προσκήνιο. Πολλές επιχειρήσεις θα εστιάσουν προς την πρόσβαση σε νέα κανάλια διανομής και τη δημιουργία μιας ευρύτερης κατηγορίας περιουσιακών στοιχείων.
Διαφοροποίηση
Οι διαχειριστές ιδιωτικών κεφαλαίων αναζητούν τρόπους εναλλακτικών επενδύσεων ως ένα μέσο διαφοροποίησης αποδόσεων και μείωσης της συσχέτισης με τις αγορές μετοχών και ομολόγων.
«Στην πραγματικότητα είναι ζήτημα διεύρυνσης της πελατειακής βάσης» δήλωσε σε συνέντευξή του ο Μάικ Γκρινστάιν, επικεφαλής της PwC, ο οποίος προσέθεσε ότι το ποσοστό αύξησης της αγοράς εναλλακτικών περιουσιακών στοιχείων θα εξαρτηθεί από παράγοντες όπως η νομισματική πολιτική και η αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος.
Επενδυτική προτεραιότητα σε όλη αυτή τη μεταστροφή θα είναι ο τεχνολογικός τομέας. Ιστορικά, σημειώνει η PwC, «ο κλάδος της τεχνολογίας δεν υπήρξε κορυφαία προτεραιότητα για πολλές εναλλακτικές επενδύσεις. Ωστόσο αυτό θα αλλάξει. Τα επόμενα πέντε χρόνια θα δούμε την τεχνολογία να αποτελεί κρίσιμης σημασίας τομέα στη δέσμευση των επενδυτών, στη λήψη τεκμηριωμένων αποφάσεων, στη λειτουργική και οικονομική αποδοτικότητα και στις ρυθμιστικές και φορολογικές δηλώσεις». Τέλος, η αγορά ακινήτων είναι ένας άλλος κλάδος όπου οι επενδύσεις θα σημειώσουν άνοδο, εκτιμά η συμβουλευτική εταιρεία.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ