Το Β1 Τμήμα του Αρείου Πάγου εξέδωσε απόφαση με την οποία μεταστρέφει την έως τώρα νομολογία του σε βάρος των συμβασιούχων και έκρινε ότι, εφ’ όσον οι συμβάσεις που κατήρτιζαν οι συμβασιούχοι
θεωρούνταν άκυρες και λειτουργούσαν ως απλές σχέσεις εργασίας, οι
εργαζόμενοι αυτοί δεν δικαιούνται τις αποδοχές για την εργασία που επί
μήνες ή και έτη προσέφεραν.

Μέχρι τώρα, ο Άρειος Πάγος, κατά πάγια νομολογία του, με εκατοντάδες έως τώρα αποφάσεις του, στις περιπτώσεις εκδίκασης αγωγών εργαζομένων του δημοσίου τομέα με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή συμβάσεις μίσθωσης έργου (συμβασιούχοι), οι οποίοι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη τους, δεν προέβαινε μεν στη μονιμοποίησή των εργαζομένων, αλλά τους επιδίκαζε τις δεδουλευμένες αποδοχές τους.

Από μεγάλη μερίδα έγκριτων δικηγόρων που ειδικεύονται στο Εργατικό, η επίμαχη απόφαση χαρακτηρίζεται σφόδρα αντεργατική που οδηγεί σε εξαθλίωση τους συμβασιούχους.

Συγκεκριμένα, το Β1 Τμήμα απέρριψε τις αγωγές δέκα μουσικών της φιλαρμονικής του δήμου Αθηναίων. Οι δέκα μουσικοί είχαν εργαστεί στον δήμο Αθηναίων με διαδοχικές ανανεούμενες συμβάσεις μίσθωσης έργου.

Οι μουσικοί υποστήριξαν ενώπιον της Ελληνικής Δικαιοσύνης ότι κατ’ επίφαση και καταχρηστικά οι συμβάσεις τους χαρακτηριστήκαν ως συμβάσεις μίσθωσης έργου, ενώ στην πραγματικότητα υπέκρυπταν ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και όσο διάστημα εργαζόντουσαν, κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες.

Με δεδομένο ότι για την εργασία τους αυτή δεν είχαν πληρωθεί από τον δήμο, ζήτησαν να τους καταβληθούν οι δεδουλευμένες αποδοχές τους, τα δώρα εορτών και το επίδομα αδείας.

Στο Πρωτοδικείο Αθηνών δικαιώθηκαν, αλλά όχι στον Άρειο Πάγο, όπου έχασαν οριστικά την δικαστική μάχη.

Ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι η αγωγή των μουσικών είναι παράνομη, γιατί προσλήφθηκαν μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001, με την οποία τροποποιήθηκε το άρθρο 103.

Έτσι, κατά τον Άρειο Πάγο απαγορεύεται η μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με το Δημόσιο, τα ΝΠΔΔ και τους ΟΤΑ σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου (μονιμοποίηση), ακόμη και στις περιπτώσεις που οι εργαζόμενοι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη τους.

Παράλληλα, το Β1 Τμήμα με την επίμαχη απόφασή του, επικαλείται τις διατάξεις των νόμων 2190/1994 και 2527/1997, που προβλέπουν ότι οι δήμοι, κ.λπ. με τη λήξη της πρώτης σύμβασης ορισμένου χρόνου ή έργου πρέπει να σταματήσουν να καταβάλλουν τις αποδοχές.

Εάν δεν συμμορφωθούν προς το γράμμα του νόμου οι αποδοχές που θα χορηγούνται στους συμβασιούχους θα καταλογίζονται στους δημάρχους, ενώ παράλληλα θα διώκονται οι τελευταίοι για παράβαση καθήκοντος.

Ακόμη, αναφέρεται στην δικαστική απόφαση ότι, εφόσον ο νόμος απαγορεύει τη μετατροπή της σύμβασης ορισμένου χρόνου ή έργου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, «δεν είναι δυνατός» ο χαρακτηρισμός τους ως έγκυρης ή άκυρης σύμβασης εργασίας.

Και αυτό γιατί δεν δυνατόν «η ίδια έννομη σχέση να χαρακτηρίζεται αναγκαίως (κατά νομοθετική επιταγή) ως σύμβαση μισθώσεως έργου και παράλληλα να θεωρείται ως σύμβαση εξαρτημένης εργασίας».

Μετά από αυτά ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι η εργασία που προσφέρεται κατά παράβαση νομοθετικών διατάξεων «απαγορεύεται απόλυτα από το νόμο και τέτοια δεν δημιουργεί καμία αξίωση αμοιβής, αφού σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να είναι έγκυρη και ειδικότερα δεν δημιουργεί αξίωση ούτε από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού τέτοιος πλουτισμός δεν προκύπτει για τον εργοδότη». Δηλαδή, κρίθηκε ότι η εργασία μπορεί να παραμένει απλήρωτη.