Αθώοι κρίθηκαν τρεις αξιωματικοί του Λιμενικού στη Μύκονο οι οποίοι είχαν κατηγορηθεί το φθινόπωρο του 2013 για εκτεταμένο εμπόριο ναρκωτικών και είχαν μείνει για περισσότερους από 17 μήνες στις φυλακές Κορυδαλλού. Επρόκειτο για μια υπόθεση που είχε αναστατώσει το κοσμοπολίτικο νησί με κατηγορίες, έπειτα από έρευνα της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων του Λιμενικού εναντίον του λιμενάρχη Μυκόνου και δύο συνεργατών του, ότι προωθούσαν στο νησί ναρκωτικές ουσίες και είχαν σειρά συναλλαγών με εμπόρους ναρκωτικών. Ωστόσο από την πολυήμερη δικαστική διαδικασία στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων και οι τρεις λιμενικοί κρίθηκαν παμψηφεί αθώοι. Και αυτό διότι διαπιστώθηκε ότι επί σειρά μηνών προσπαθούσαν να παρεισφρήσουν στα κυκλώματα εμπόρων ναρκωτικών στο νησί και η σύλληψή τους εξυπηρετούσε άλλες σκοπιμότητες.
Παράλληλα από νομικούς κύκλους εγείρονται ερωτήματα για τη συμπεριφορά ορισμένων από τους «αδιάφθορους» του Λιμενικού αφού, όπως διαπιστώθηκε, επέμειναν στη σύλληψη των συναδέλφων τους παρ’ ότι γνώριζαν την προσπάθεια διείσδυσης στο κύκλωμα των εμπόρων ναρκωτικών. Ακόμη καταγγέλλεται ότι δύο εξ αυτών είχαν καταθέσει ως μάρτυρες «υπεράσπισης» καταδικασθέντος εμπόρου ναρκωτικών που ενεπλάκη στην υπόθεση της Μυκόνου αλλά και ενός συναδέλφου τους στο Γύθειο που και αυτός είχε επικαλεσθεί ότι επιχειρούσε να αντλήσει στοιχεία από λαθρεμπορικό κύκλωμα. Ομως ο τελευταίος καταδικάστηκε σε πολυετή κάθειρξη επειδή ο ισχυρισμός του δεν επιβεβαιώθηκε, σε έναν κύκλο ενεργειών που προκαλεί νέα ερωτήματα για τα τεκταινόμενα στις λιμενικές Αρχές της χώρας.

Οι «πρασινίδες» και τα «νυφικά» του νησιού

Εναυσμα της πολύμηνης, εκτεταμένης έρευνας στη Μύκονο ήταν η καταγγελία ενός αλβανού συλληφθέντος το 2012 στο νησί των ανέμων για εμπόριο ναρκωτικών (είχε καταδικασθεί πάλι για το ίδιο αδίκημα). Ο αλλοδαπός μέσα από τη φυλακή όπου κρατείτο υποστήριξε ότι «στενοί συγγενείς μου ήσαν αυτοί που γεμίζουν με ναρκωτικά το νησί» και ότι οι λιμενικοί που τον είχαν συλλάβει ήταν «και αυτοί εμπλεκόμενοι στη διακίνηση ναρκωτικών».
Με βάση αυτή την καταγγελία ακολούθησε έρευνα της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων του Λιμενικού που προχώρησε και σε τηλεφωνικές παρακολουθήσεις των υπόπτων. Στις 24 Σεπτεμβρίου 2013 συνέταξε διαβιβαστικό έγγραφο για τη συμμετοχή έξι ελλήνων και αλβανών διακινητών ναρκωτικών καθώς και των τριών αξιωματικών του Λιμενικού στη Μύκονο στο καταγγελλόμενο κύκλωμα.
Από τους «αδιάφθορους» του Λιμενικού εντοπίστηκαν ποσότητες ναρκωτικών ουσιών στην κατοχή των ελλήνων και αλλοδαπών ιδιωτών. Οπως προκύπτει από τις συνομιλίες τους αποκαλούσαν μεταξύ άλλων τα ναρκωτικά που προορίζονταν για τη Μύκονο «πρασινάδα», «πασσαλάκια», «νυφικό», «πούμα», «κρασί», «πράσινα σεντόνια» κ.ά.
Οσον αφορά τους αξιωματικούς του Λιμενικού, τους αποδόθηκε –με βάση μόνο την «απόδοση» των τηλεφωνικών συνομιλιών –ότι είχαν συναλλαγές με τα μέλη του κυκλώματος, ότι έπαιρναν χρήματα από τους πράκτορες και τους πλοιάρχους των σκαφών προκειμένου να τους εξασφαλίζουν θέσεις ελλιμενισμού. Επιπλέον, τους αποδιδόταν ότι ανελάμβαναν επ’ αμοιβή τη φύλαξη κατοικιών διαφόρων επωνύμων στο νησί της Μυκόνου.
«Παγίδες»

Τότε μάλιστα αποφασίστηκε και η προφυλάκιση των ενστόλων. Οι ίδιοι στις απολογίες τους επεσήμαναν ότι από το 2007 ως το 2011 οι προκάτοχοί τους στο Λιμεναρχείο Μυκόνου δεν είχαν προχωρήσει σε καμία απολύτως εξιχνίαση υπόθεσης ναρκωτικών και ότι εκείνοι μόλις ανέλαβαν καθήκοντα μέσα σε δύο χρόνια –ως τη στιγμή που συνελήφθησαν –είχαν προχωρήσει σε εξιχνιάσεις 32 σχετικών υποθέσεων. Επιπλέον, σε δύο περιπτώσεις οι έρευνές τους είχαν επεκταθεί στην Αθήνα.
Για τις επίμαχες συνομιλίες ανέφεραν ότι είχαν γίνει στην προσπάθειά τους να «παγιδεύσουν» μέλη του κυκλώματος. Οπως συμπλήρωσαν, «λόγω του μικρού αριθμού λιμενικών στο νησί ήταν πασίγνωστη η ιδιότητά μας και δεν θα μπορούσαμε να παρουσιαστούμε ως ενδιαφερόμενοι αγοραστές ναρκωτικών με απόκρυψη της ιδιότητάς μας όπως συμβαίνει σε άλλα μεγάλα λιμάνια, στην ΕΛ.ΑΣ., στο ΣΔΟΕ κ.α. Ετσι λοιπόν εμφανιζόμαστε σαν διεφθαρμένοι και τάζαμε εξυπηρετήσεις που δεν θα μπορούσαμε να προσφέρουμε λόγω αναρμοδιότητας».
Οι κατηγορηθέντες λιμενικοί ανέφεραν ότι ενημέρωναν τους ανωτέρους τους για όλες τις ενέργειές τους, ότι διατηρούσαν στους υπολογιστές της υπηρεσίας τους πληροφοριακά δελτία για τις ενέργειές τους. Συμπλήρωσαν δε ότι «δεν είχαμε κανένα περιουσιακό στοιχείο και άδειους τραπεζικούς λογαριασμούς». Ακόμη επεσήμαναν ότι ο καταγγέλλων έμπορος ναρκωτικών –τελικώς καταδικάστηκε για την πώληση ναρκωτικών –δεν είχε από την αρχή κατηγορήσει τους λιμενικούς που τον συνέλαβαν αλλά το «θυμήθηκε» εκ των υστέρων. Μιλώντας ταυτόχρονα για «σκοπιμότητα» των ελεγκτών του Λιμενικού που τους κατηγόρησαν με «χαρακτηριστική ευκολία» ενώ γνώριζαν τις παρασκηνιακές μεθόδους που εφαρμόζονται για τη σύλληψη των εμπόρων ναρκωτικών.
Στη δίκη που ακολούθησε οι τρεις λιμενικοί επανέλαβαν αυτές τις αναφορές τους και κρίθηκαν αθώοι, με την εισαγγελέα στην πρότασή της να αναφέρει ότι «προσπαθούσα επί ημέρες να βρω ένα στοιχείο σε βάρος τους –με βάση την ανάλυση των συνομιλιών –και δεν μπόρεσα». Ο δικηγόρος κ. Ιωάννης Μαρκουλάκος που εκπροσώπησε έναν εκ των κατηγορουμένων λιμενικών σημείωσε ότι «η διαδικασία διερεύνησης της υπόθεσης ήταν άψογη και απέδειξε ότι ο πελάτης μου αλλά και οι συνάδελφοί του δεν τέλεσαν καμία παράνομη πράξη. Επιπλέον, φάνηκε ότι σε βάρος τους επιχειρήθηκε μια μεθόδευση η οποία αποκαλύφθηκε στο δικαστήριο και η οποία πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας».

HeliosPlus