Τα σημερινά σωρευτικά αδιέξοδα της ετεροκλίτως «πολυφωνικής» κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι τυχαία. Ούτε και συμπτωματικά. Είναι η νομοτελειακή κατάληξη μιας άτακτης πορείας από το 4,60% (εκλογικό ποσοστό του 2009), το 16,78% (Μαΐου 2012), 29,66 (Ιούνιος 2012) στο 36,34% (Ιανουάριος 2015).

Βασική αιτία αυτών των ακροβατικών εκτινάξεων των παραπάνω ποσοστών δεν είναι μόνον η απογοήτευση και η οργή, από την πρωτοφανή, στα μεταπολεμικά χρονικά λιτότητα, (απόρροια της ομηρίας στους δανειστές, αλλά και της διαχειριστικής ατασθαλίας). Αλλά και η επίμονη άρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, των ΑΝΕΛ και του ΚΚΕ να μετάσχουν, ήδη από το 2009-παρά τις εκκλήσεις των Καρ. Παπούλια, Γιώργου Α. Παπανδρέου, Ε. Βενιζέλου και Αν. Σαμαρά-σε οικουμενική κυβέρνηση συνευθύνης, για την αποπληρωμή του δημοσίου χρέους και τη χάραξη μιας νέας μεταρρυθμιστικής και αναπτυξιακής τροχιάς.

Η προεδρική ηγετική ομάδα, του υπό τον Αλ. Τσίπρα ΣΥΡΙΖΑ, ίσως φέρει το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης, για την τελευταία πενταετία της πολιτικής ασυνεννοησίας. Εδώ πλέον μιλάμε, χωρίς περιστροφές, όχι για ένα παροδικό αντιπολιτευτικό πείσμα, τόσο του Αλ. Τσίπρα, όσο και του αποχωρήσαντος από τη ΝΔ Παν. Καμμένου (30.06.2011). Αλλά και για την άμετρη φιλοδοξία του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, εν μέσω της πιο ταραγμένης μεταδικτατορικής πολιτικής περιόδου, να εκδηλώσει ένα είδος παθολογικής βουλιμίας για την εξουσία. Και μάλιστα, με ελάχιστες εγγυήσεις παγίωσης ενός σταθερού και αποδοτικού κυβερνητικού status.

Η προεδρική αυτή ηγεμονιστική διάθεση περιθωριοποίησε και ένα σοβαρό πολιτικό και ακαδημαϊκό δυναμικό, στο περίεργο μωσαϊκό και αταίριαστο παζλ των πολιτικών συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, άνοιξε διάπλατα ο δρόμος, για την ασυγχώρητη λιποταξία του Προεδρικού ΣΥΡΙΖΑ, από οποιαδήποτε διακομματική κυβερνητική σύγκληση.

Δηλαδή, από ένα σχήμα διακομματικής αλληλεγγύης με ένα και μόνο στόχο: Ένα αραγές πατριωτικό μέτωπο, με απείρως ισχυρότερο διαπραγματευτικό κύρος, από τη σημερινή μοναχική και δονκιχοτική πορεία στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Με τις γνωστές βέβαια «χυλόπιτες», από την προσφυγή στις φανταχτερές αυλές των σύγχρονων εξωευρωπαϊκών σατραπειών…

Σημειώνουμε, για του λόγου το αληθές, κάποια στάδια αυτής της μοναχικής Συριζαϊκής πορείας, που κατατάσσουν ορισμένους από τους επικεφαλής της προεδρικής φρουράς, στους θεμελιωτές ενός πρωτοφανούς μοντέλου κατά δήλωσιν «Αριστεράς», με επικίνδυνες εγωπαθείς ακροβασίες:

* Στις 12 Μαϊου 2012, ο Αλ. Τσίπρας απορρίπτει με σκαιότητα τη διερευνητική εντολή για κυβέρνηση, (με το κομματικό ποσοστό του 16,78%) και κατηγορεί τους Βενιζέλο και Σαμαρά ότι «μιλάνε τη γλώσσα του χαρτοπαίχτη, της μπλόφας και την αμφισημία της παγίδας».

· Ο Αντ. Σαμαράς-χωρίς να διεκδικεί το προσωπικό του αλάθητο-δηλώνει, ότι η πρόταση του Τσίπρα, για μονομερή καταγγελία της δανειακής σύμβασης ανοίγει το δρόμο για πτώχευση.

· Σε όλη την πενταετία 2010-2014, ο Αλ. Τσίπρας κλείνει τις παρεμβάσεις του με την μόνιμη επωδό «κατάργηση των μνημονίων, μονομερής διαγραφή του χρέους».

Σήμερα, ολάκερο το ηγεμονικό γκρουπ του ΣΥΡΙΖΑ εκλιπαρεί όλους εκείνους, που τους αποστρεφόταν, ως τυράννους του Eurogroup και της Τρόικας. Εισάγει και επιβάλλει ανόητους και λεκτικά αδόκιμους νεολογισμούς, για να λειάνει τις αιχμηρές γωνίες της Τρόικας.

Αλλά τελικά έχει μπει, μέχρι το λαιμό, στα δίχτυα μιας νέας, πιο σκληρής πιστωτικής τριάδας (Τρόικας), και επιπλέον δέχεται, με διάφορα χαρτοπαιχτικά τεχνάσματα, το επί θύραις τρίτο μνημόνιο, με την πράξη νομοθετικού περιεχομένου, (που την καταδίκαζε στο παρελθόν, ως αυταρχική και αντισυνταγματική), μόνον και μόνον για να αφαιμάξει τα αποθεματικά των δήμων και άλλων ΔΕΚΟ, όχι για αναπτυξιακές προοπτικές, αλλά για τους μισθούς και τις συντάξεις, ή και τοκοχρεολύσια παλαιότερων χρεών. Για να μην πούμε κάτι πιο σκληρό: Για τη μισθοδοσία δύο στρατιών αργόμισθων ημετέρων, σε υπουργεία, αλλά και στο Κοινοβούλιο, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ διόρισε χωρίς εξετάσεις 120 άτομα, ως αξιωματική αντιπολίτευση και Κύριος οίδε πόσα επιπλέον ως κυβέρνηση…

Στις επιδόσεις του κυβερνητικού συριζαϊκού αυταρχισμού, θα πρέπει να καταλογίσουμε και την πρωτοφανή περιφρόνηση, προς το θεσμό του Πανεπιστημιακού ασύλου, με τη μετατροπή των μασκοφόρων καταληψιών, (ανάμεσα σ’ αυτούς και διακινητών ναρκωτικών και συναγωνιστών των Μαζιώτη και Παλαιοκώστα), σε… διωκομένους, από τους «καταπατητές» του ασύλου αστυνομικούς!

Έτσι, οι καταληψίες, με τις υπουργικές ευλογίες, αντικαθιστούν τους πραγματικούς νομείς και χρήστες του ασύλου, (διδάσκοντες, διδασκομένους και διοικητικό-υπαλληλικό προσωπικό). Και ταυτόχρονα ο πολυπράγμων προστάτης του Αλ. Τσίπρα, υπουργός Επικράτειας Αλέκος Φλαμπουράρης, με το επιχείρημα των καφενόβιων «Ε, και έπειτα τι έγινε;» συνιστά στους πρυτάνεις, να μη διώχνουν τους μασκοφόρους, από τα προσωπικά τους γραφεία, αλλά να μετακομίζουν σε άλλους χώρους!

Δεν προτίθεμαι να κουράσω άλλο τους αναγνώστες, με τα αμέτρητα κρούσματα εγωπαθούς συμπεριφοράς και όχι σπάνια μνημειώδους αμετροέπειας και άλλων λαϊφσταϊλικών επιδόσεων γνωστών στελεχών του υπουργικού συμβουλίου. Κλείνω μόνον με μια απορία: Πότε επιτέλους θα στρωθούν, στα γραφεία τους, όλοι αυτοί οι ανεπανάληπτοι επίδοξοι αναμορφωτές της ευρωπαϊκής ηπείρου (!) και θα παρατήσουν τις άκαρπες και πολυδάπανες περιοδείες, στα πέρατα της υφηλίου, αλλά και σε κάποια πληκτικά τηλεοπτικά πάνελ;

Θα ήταν άδικο, να μην αναγνωρίσουμε το σεβασμό, που επιδεικνύει ο ΣΥΡΙΖΑ, ως προς την τήρηση των «κόκκινων γραμμών», δηλαδή την μη περαιτέρω μείωση μισθών και συντάξεων και την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και άλλων ευρωπαϊκών εργασιακών κεκτημένων.

Διαφωνούμε όμως, με το διαχωρισμό των «κακών» κουκουλοφόρων (ληστών) από τους «καλούς», μεταξύ των οποίων και οι αμέτρητοι εμπρηστές του «Αττικόν» και του «Απόλλωνα», ή των δολοφόνων, δια του εμπρησμού, των υπαλλήλων της Marfin Bank στα «Δεκεμβριανά» του 2009. Σ’ αυτούς τους άμωμους κουκουλοφόρους, κατατάσσονται και οι καταστροφείς ιστορικών μνημείων και περίτεχνων δημόσιων κτιρίων και χώρων.

Τέλος, ως προς τις σκληρές διαμαρτυρίες του Αμερικανού ΥΠΕΞ Τζον Κέρι και των πρεσβευτών των ΗΠΑ και της Βρετανίας στην Αθήνα, για τη φωτογραφική δια νόμου αποφυλάκιση του Σάββα Ξηρού, δεν υπάρχει λόγος διαφωνίας, αλλά μάλλον προκύπτει θέμα εθνικής αισχύνης.

Κλείνοντας αυτό το σημείο αναρωτιόμαστε γιατί να μη λειτουργούν ειδικά πρότυπα θεραπευτήρια κρατουμένων;