Στο νέο βιβλίο της Αμάντας Μιχαλοπούλου μάς απευθύνει τον λόγο μια γυναίκα διαφορετική από τις άλλες. Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσεις μια γυναίκα παντρεμένη με τον Παντοδύναμο; «Η γυναίκα του Θεού» (εκδ. Καστανιώτη) είναι ένα πολύ ιδιαίτερο πλάσμα και ταυτόχρονα μια πολύ συνηθισμένη γυναίκα, τουλάχιστον όσον αφορά τους προβληματισμούς της σχετικά με τον έρωτα, την αγάπη και την ποιότητα της σύζευξης δύο ανθρώπων, όπως εξηγεί στο BHmagazino η συγγραφέας.
Με τι συναισθήματα προσέγγισες το ασυνήθιστο θέμα σου; Ενιωσες «ευθύνη» απέναντι στον χαρακτήρα του Θεού; «Από τη στιγμή που ο Θεός γίνεται ήρωας, υποκύπτει μοιραία στους νόμους της μυθοπλασίας. Κάποια στιγμή η γυναίκα Του λέει “δημιούργησες εμένα για να σε δημιουργήσω, δημιούργησα εσένα για να με δημιουργήσεις”. Μ’ άλλα λόγια, η ευθύνη της δημιουργίας είναι δεδομένη, όπως επίσης και το δέος, η ευλάβεια: ο συγγραφέας, ακόμη κι αν παρεξηγηθεί ως ασεβής, αγωνίζεται να διατηρήσει μια αναλλοίωτη ηθική στάση απέναντι στους ήρωές του».
Σε αυτή τη σχέση δεν υπάρχουν «ορμές και αισθήματα», αλλά «δίκαιο και ελεύθερη επιλογή». Είναι ένα σχόλιο για τη βραχύτητα του έρωτα και τη μακροημέρευση του γάμου; «Θα μπορούσε. Αλλά η ερμηνεία έπεται. Δεν μου είχε περάσει από τον νου ένας λάγνος Θεός. Στη δική μου κοσμοθεωρία, το ερωτικό συναίσθημα, η αδηφαγία, είχε εξαντληθεί στη δημιουργία του κόσμου. Στο βιβλίο με απασχόλησε ο εξανθρωπισμός του Θεού: το χαλαρό περίγραμμα του σώματός Του, το γεγονός ότι η αφηγήτριά μου πρέπει να συνομιλεί πειστικά όχι με έναν άνθρωπο, αλλά με μια ενσώματη, ασύλληπτη ιδέα».
Αλλάζει η υφή του έρωτα όσο μεγαλώνουμε, ίσως με έναν αντίστοιχο τρόπο, όπως η σχέση μας με τη θρησκεία; Οσο «ερευνούμε», πιστεύουμε όλο και λιγότερο; «Απεναντίας, θα έλεγα ότι πιστεύουμε ακόμη περισσότερο, επειδή έχουμε ανάγκη να κρατηθούμε από κάπου. Είτε πιστεύει κανείς στον Θεό είτε στους ανθρώπους, αισθάνεται την ανάγκη να περιχαρακώσει την πίστη του, να της δώσει νόημα. Μα και οι συγγραφείς, αν το καλοσκεφτούμε, τι κάνουν; Πιστεύουν με πάθος σε μια ιστορία που δεν συνέβη ποτέ. Και προσπαθούν να τη γράψουν κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να διαλύσουν τη δυσπιστία του αναγνώστη τους».
Στο βιβλίο υπάρχουν πολλά φιλοσοφικά αποφθέγματα. Εκανες έρευνα επί τούτω ή είναι αυτά τα διαβάσματά σου τον τελευταίο καιρό; «Διάβασα ξανά, ύστερα από χρόνια, φιλοσοφία με τη διάθεση να καταλάβω γιατί η ζωή στα χρόνια της κρίσης έμοιαζε να έχει χάσει το βαθύτερο νόημά της. Και εγώ η ίδια είχα χάσει την απόλαυση της λογοτεχνικής ανάγνωσης, μια από τις μεγαλύτερες χαρές της ζωής μου. Η φιλοσοφία με οδήγησε ξανά στη λογοτεχνία από ένα μυστικό πέρασμα. Με βοήθησε να ξαναπιστέψω στο ηδονικό κομμάτι της ζωής».
Τι ψάχνει και τι βρίσκει κανείς σε ένα βιβλίο φιλοσοφίας και τι σε ένα λογοτεχνίας; «Η φιλοσοφία μάς δείχνει πώς να ζούμε. Η λογοτεχνία δημιουργεί ένα παράδειγμα ζωής, μια γοητευτική υποπερίπτωση που μας αφορά στον βαθμό που δεχόμαστε να μπούμε στη θέση του Αλλου. Να δούμε τον κόσμο από τη δική του οπτική γωνία».
«Υπάρχει ένα είδος δικαιοσύνης σε ό,τι πιστεύουν οι ξένοι για μας» λέει κάποια στιγμή η γυναίκα του Θεού. Πώς μπορεί κάποιος να επωφεληθεί από αυτήν; «Οταν οι άλλοι δεν συμφωνούν μαζί μας, δεν είναι απαραίτητα εμπαθείς, είναι διαφορετικοί. Αυτή είναι μια γνώση που έρχεται με τη μέση ηλικία, όταν πάψουμε να πιστεύουμε ότι έχουμε πάντα δίκιο και μάθουμε να ζούμε με ό,τι δεν μπορούμε να ελέγξουμε. Αλλος ένας λόγος για τον οποίο πιστεύω στην εκπαιδευτική διάσταση της λογοτεχνίας: κάνει τη δικαιοσύνη σχετική έννοια, μας μαθαίνει να ταυτιζόμαστε με τον ένοχο, τον “εγκληματία” που κουβαλάμε μέσα μας, αλλά και με την αδύναμη, την απελπισμένη πλευρά του εαυτού μας».
Εχεις βρει το νόημα της ζωής ή ακόμη το ψάχνεις; «Κάθε μυθιστόρημα, κάθε ποίημα που γράφεται είναι η εφαρμογή αυτής της στοιχειώδους υπαρξιακής απορίας: ποιοι είμαστε, τι κάνουμε εδώ, πού πάμε. Από αυτή την άποψη, κάθε νέο βιβλίο προσφέρει νέα νοηματοδότηση».
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 29 Ιουνίου 2014