Φωτογραφίες: Νίκος Τσίρος/Studio ΔΟΛ
Το στυλ στη γλώσσα της μόδας είναι η έκφραση του χαρακτήρα. Δεν είναι εμπορεύσιμο, δεν προσαρμόζεται και δεν υπακούει στις καταναλωτικές ανάγκες. Κάποιες φορές, μάλιστα, η κομψότητα γίνεται εμμονή και η καλαισθησία απαράβατος κανόνας. Σε αυτή την περίπτωση ο άντρας δεν αφήνει την εμφάνισή του στην τύχη, αντιστέκεται σθεναρά στο συνηθισμένο, δεν τραβάει πουκάμισα από τα ράφια στα γνωστά καταστήματα-αλυσίδες και δεν φοβάται να συνδυάσει τα αγαπημένα του κομμάτια, ακόμη και αν σε αυτά συγκαταλέγονται το σεβαλιέ και το μπαστούνι. Είναι ο ίδιος άντρας που «βγαίνει από την ντουλάπα», φορά γιλέκο και χρωματιστή pochette λίγο πριν στραφεί στα καλογυαλισμένα παπούτσια του και πάρει ανά χείρας μια μεγάλη ξύλινη ομπρέλα. Από τον Μοντεσκιέ μέχρι τον Οσκαρ Γουάιλντ και από τον Ωραίο Μπρούμελ μέχρι τον Αντι Γουόρχολ, ο δανδής κάνει τη διαφορά. Και την κάνει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που μια διάνοια ξεχωρίζει από τον έξυπνο άνθρωπο.
Στα τέλη του 18ου αιώνα δανδής ήταν ο πρωτοποριακός. Οι επιλογές του λίγο-πολύ γνωστές. Παπιγιόν, προσεγμένη γενειάδα, τουίντ σακάκι, κουρδιστό ρολόι, καπέλο, λεπτή γραβάτα, μανικετόκουμπα και κασμιρένιο κασκόλ. Σήμερα αυτά είναι μόνο η αρχή. Σε έναν κόσμο όπου ο κομφορμισμός και τα κλισέ κυριαρχούν σε κάθε γωνιά του πλανήτη, ο δανδής ταυτίζεται συχνά με τον εξεζητημένο και μετατρέπεται σε εύκολη λεία για το τίναγμα του χεριού και το τέντωμα του δαχτύλου. Η σύγχρονη μετενσάρκωση του Ντεζ Εσέντ είναι ο δικηγόρος της διπλανής πόρτας, ο γιατρός, ο χρηματιστής, ο καλλιτέχνης ή απλώς ο λάτρης της ζωής, ο οποίος δεν έχει χώρα, δεν περιορίζεται από καταγωγή, ηλικία, κουλτούρα και μπάτζετ (δεν χρειάζονται χρήματα για το στυλ, αφού ένας δανδής μπορεί να υποστηρίξει την ιδιότητά του ακόμη και με τα ρούχα του παππού του) και τολμά να εκφράσει τη διαφορετικότητά του. Το πάθος για την κομψότητα και η αφοσίωση στο καλό γούστο, σε όλα τα κεφάλαια της ζωής του, είναι αδιαπραγμάτευτα και αυτό επεκτείνεται και στη συμπεριφορά του. Από το πώς θα μιλήσει μέχρι το πώς θα ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου σε μια κυρία, ένας τζέντλεμαν του επιπέδου του δεν θα μπορούσε παρά να έχει τρόπους και ο χαρακτήρας του να βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με την υψηλή αισθητική του. «Μου αρέσει να βλέπω το θέμα της μόδας σε ένα αφηγηματικό πλαίσιο. Ενα πλαίσιο ζωής. Μόνο τότε πιστεύω ότι μπορούμε να μιλάμε για στυλ. Οταν, δηλαδή, υπάρχει αρμονία στον τρόπο με τον οποίο ζεις, στον τρόπο με τον οποίο σκέφτεσαι και σε αυτά που φοράς» εξηγεί ο γνωστός στυλίστας Νικόλας Γεωργίου.
Κρίση μόδας
Το στυλ τού «Μετά από εσάς», όμως, αν και έχει τις ρίζες του στην εποχή που εμπόριο και χρήμα κατάφεραν να νικήσουν την καταγωγή και τη γαιοκτησία, σήμερα αποκτά μια νέα εκδοχή και βρίσκει όλο και περισσότερη απήχηση σε όλες τις ηλικίες. Η οικονομική κρίση, μάλιστα, φαίνεται να τιμά το look του δανδή, αφού ο «νόμος» λέει ότι η ύφεση αγαπά τις κλασικές αξίες. Η επιστροφή στον γάμο, το δέσιμο της οικογένειας, ακόμη και το δείπνο στο σπίτι απογειώνουν το συντηρητικό, κλασικό ντύσιμο, ενώ σε ακόμη πιο βασικό επίπεδο υπενθυμίζουν στα απανταχού εν δυνάμει θύματα του καταναλωτισμού ότι δεν είναι σε θέση να ακολουθούν συνεχώς την τάση της εποχής. Ο σύγχρονος δανδής βάζει φρένο στην ταχύτητα που τον πιέζει προς ένα φουτουριστικό κόνσεπτ, επιμένει στις κλασικές αξίες και εμπνέεται από το παρελθόν. Δεν βαριέται ποτέ να ετοιμαστεί και αποτυπώνει χωρίς κόπο έναν ολόκληρο τρόπο ζωής και σκέψης σε μία εμφάνιση.
Ακόμη και αν οι νεότεροι βάζουν μια πινελιά από το «χιπστερικό» look που ο Μπρούμελ ενδεχομένως να μην ενέκρινε (τα τατουάζ, το αποτριχωμένο μουστάκι και οι γυμνοί αστράγαλοι περιπλέκουν την κατάσταση και ορισμένοι από τους νέους δανδήδες παραπέμπουν περισσότερο σε fashion icons), το σίγουρο είναι ότι εξακολουθούν να είναι υπεράνω εποχής. Εχουν άποψη, τη διατυπώνουν με τον καλύτερο τρόπο και γνωρίζουν καλά ότι κάθε ήρωας τραβά τον δικό του μοναχικό δρόμο. Οι άντρες σήμερα δεν θυμίζουν φωτογραφία του 1950 (μαύρο σακάκι, άσπρη μπλούζα, καπέλο), το ντύσιμο ανά περίσταση τείνει να εξαλειφθεί και σε μια εκδήλωση η γραβάτα μπορεί να κάθεται δίπλα στο τζιν ή το σακάκι να βρίσκεται στο ίδιο τραπέζι με τα Αll Star. Αλλά ο αγώνας για την εξάλειψη της ομοιογένειας δεν έχει ολοκληρωθεί. «Εχω γνωρίσει άντρες οι οποίοι βλέπουν ένα ύφασμα που τους αρέσει, αλλά όταν φτάσουν να κάνουν την αγορά, επιλέγουν άλλη μία απόχρωση του μπλε, του μαύρου ή του γκρι» λέει ο Παναγιώτης Γρηγορίου, ιδιοκτήτης του 1900 The Barber Shop και προσωποποίηση του σύγχρονου δανδή στην Αθήνα: «Βλέπεις ορισμένους που βγαίνουν έξω και μιλάνε συνέχεια για τον στρατό. Δεν είναι τυχαίο, πηγάζει από την ανάγκη για ομοιογένεια και η συγκεκριμένη περίσταση βολεύει, αφού εκεί δεν μπορούσε κάποιος να ξεχωρίσει».
«Είμαι δανδής»
Ο συγγραφέας Νάτι Ανταμς και η φωτογράφος Ρόουζ Κάλαχαν έφτιαξαν τη βίβλο του δανδή και αποτύπωσαν την «αριστοκρατική» ζωή 57 αντρών που σηκώνουν επάξια, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, το λάβαρο του δανδισμού. Τα επιλεγμένα πορτρέτα του βιβλίου «Ι am Dandy» (εκδ. Gestalten) δεν παρουσιάζουν μόνο τα ρούχα, τα αξεσουάρ και τα σπίτια των πρωταγωνιστών, αλλά δίνουν και μια ιδέα για το τι κρύβεται πίσω από το προφίλ των διάσημων και μη μοντέλων. «Ο δανδής ερμηνεύεται με δύο τρόπους. Η πρώτη περίπτωση περιγράφει έναν εξαιρετικά καλοντυμένο άντρα, η δεύτερη αφορά την προσωπικότητα, τον τρόπο ζωής και τη συμπεριφορά του. Ο πραγματικός δανδής στοχεύει στην απόλυτη κομψότητα γνωρίζοντας, όμως, ότι αυτό ενδεχομένως να είναι και κάτι ανέφικτο» λένε οι δημιουργοί του βιβλίου στο ΒΗΜΑΜΕΝ.
Είναι γεγονός ότι το να δέσει κάποιος μια γραβάτα δεν απαιτεί πολύ περισσότερο χρόνο από το να φορέσει ένα φούτερ. «Νομίζω ότι ένας άνθρωπος είναι τεμπέλης αν αυτή η κίνηση του φαίνεται ότι απαιτεί μεγάλη προσπάθεια» λέει ο Ανταμς. Για τον δανδή η διαδικασία του ντυσίματος είναι συνώνυμο της χαράς. Μπορεί να πάρει λίγη ώρα, αλλά είναι μια από τις αγαπημένες του στιγμές. Η ημέρα ξεκινά δημιουργικά, νιώθει ανανεωμένος και ακτινοβολεί αυτοπεποίθηση. «Θα σηκωθώ το πρωί, θα ξυριστώ, θα βάλω μπριγιαντίνη στα μαλλιά και θα περάσω τα μανικετόκουμπα» λέει ο σχεδιαστής μόδας Βασίλης Ζούλιας. Δεν είναι, όμως, όλα για όλους. Δεν επιλέγει ένας άντρας τον συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Η καλαισθησία επιλέγει τον άντρα – ως είθισται άλλωστε και με κάθε εμμονή. «Για τον λιγότερο παθιασμένο δανδή η επιλογή του μπορεί να είναι μια αντίδραση στην εποχή, αλλά για έναν φανατικό η ανάγκη για κομψό ντύσιμο μοιάζει με ιό ή ψυχική διαταραχή» εξηγεί ο συγγραφέας του «I am Dandy». Η θεραπεία, ευτυχώς, θα αργήσει να βρεθεί.
Γιώργος Ανθουλάκης: Chief communications & creative officer της εταιρείας Κορρές
«Μου αρέσει κάτι να είναι ευγενικό σε όλες του τις εκφάνσεις, αλλά να μην είναι φλύαρο και κραυγαλέο. Γι’ αυτό προτιμώ συνήθως κάτι αυστηρό και κομψό. Κάποιες φορές, μάλιστα, αγοράζω μέσω Internet και λεπτές γραβάτες από παλιούς οίκους της Ιταλίας που έχουν κλείσει. Νομίζω ότι ο δανδής, παρά τις εκκεντρικές λεπτομέρειες, έχει τις βάσεις του στην ευγένεια και στην κομψότητα. Τον παππού μου, για παράδειγμα, δεν τον έχω δει ποτέ να μη φοράει κοστούμι τριών τεμαχίων».
Νικόλας Γεωργίου: Στυλίστας
«Με την πάροδο του χρόνου τα πράγματα γίνονται πιο πολύτιμα.Δεν θεωρώ ότι η ομορφιά έχει να κάνει με τη νεότητα. Μου αρέσει που με
βάση το αγγλικό σύστημα οι άντρες φορούν τα ρούχα των προγόνων τους και
δεντο βρίσκουν καθόλου περίεργο, όσο πλούσιοι και να είναι, να αγοράσουν
από vintage stores και markets. Είμαστε μόρια μιας αλυσίδας, δεν πιστεύω στην παρθενογένεση. Τα πράγματα δεν γίνονται απλώςεπειδή έτσι μας κατέβηκε».
Παναγιώτης Γρηγορίου: Ιδιοκτήτης του 1900 Τhe Βarber Shop
«Η διαδικασία του ντυσίματος θυμίζει ζωγράφο που παίρνει την παλέτα και αποτυπώνει την έμπνευση της στιγμής. Το δουλεύει και βγάζει τον πίνακα.Δεν θα ρωτήσει κανέναν. Βγαίνει από μέσα του και του φαίνεται απλό. Εγώ ανοίγω την ντουλάπα μου, κάνω έναν συνδυασμό και οι άλλοι νομίζουν ότι κάθομαι ώρες και ψάχνω. Συνήθως ξεκινάω από ένα αντικείμενο και πάνω σε αυτό “χτίζω”, αλλά είναι αυτοματοποιημένες οι κινήσεις».
Bασίλης Ζούλιας: Σχεδιαστής μόδας
«Σύγχρονος δανδής είναι κάποιοςπου μπορεί να φορέσει ένα τζιν με ένα γιλέκο σταυρωτό από το Λονδίνο και ένα μπλέιζερ, πουκάμισο κατά παραγγελία, μανικετόκουμπα και ένα
μαντίλι στο πέτο. Προσωπικά, όταν πέρασα μια δύσκολη περίοδο και ήμουν
άσχημα ψυχολογικά, ενώ οι περισσότεροι στη θέση μου θα ήθελαν να μείνουν
κάτω από τα σκεπάσματα, εγώ ντυνόμουν, πήγαινα ως το Σύνταγμα, γυάλιζα
τα παπούτσια μου και όλα άλλαζαν».
Ευτύχιος Αλεξανδράκης: Ιδιοκτήτης καταστήματος ενδυμάτων
«Φορώ πάντα παπιγιόν. Ισως από συνήθεια, καθώς και ο πατέρας μου το προτιμούσε. Είναι, βέβαια, και πολλοί που δεν τους πηγαίνει. Το έτοιμο, το δεμένο παπιγιόν, μου φαίνεται άσχημο. Αμα δεν ξέρεις να το φορέσεις, δεν πρέπει να το φοράς. Ακόμη, τα παπούτσια στον άντρα παίζουν πρωταρχικό ρόλο. Οσο καλοντυμένος και να είσαι, αν δεν έχεις καλά παπούτσια, πάνε όλα χαμένα. Κάθε μέρα πριν φύγω από το σπίτι τα περιποιούμαι για να είναι πεντακάθαρα».
*Δημοσιεύθηκε στο BHMAmen στο τεύχος Νοεμβρίου 2013