Σε προηγούμενο άρθρο μας (ΒΗΜΑ, 8-3-2013) αμφισβητήσαμε την αξιοπιστία των διεθνών συγκρίσεων ακαδημαϊκών μονάδων, όταν αυτές γίνονται σε επίπεδο Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων. Αντί αυτών παροτρύνουμε για συγκρίσεις και κατατάξεις Πανεπιστημιακών Τμημάτων του ιδίου γνωστικού αντικειμένου. Ο βασικός λόγος βρίσκεται στις μεγάλες διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των διαφόρων γνωστικών αντικειμένων όσον αφορά στα υφιστάμενα πρότυπα δημοσιεύσεων και αναφορών (publication and citations pattern).

Μελετήσαμε λοιπόν τις ερευνητικές επιδόσεις των μελών ΔΕΠ ενενήντα σχεδόν Πανεπιστημιακών Τμημάτων στο γνωστικό αντικείμενο της Οικονομικής Επιστήμης από έξι ευρωπαϊκές χώρες. Εξετάσαμε τις ερευνητικές επιδόσεις των 1500 περίπου οικονομολόγων μελών ΔΕΠ που υπηρετούν σε αυτά, σύμφωνα με τον αριθμό των δημοσιεύσεων και των αναφορών τους σε επιστημονικά περιοδικά διεθνούς κυκλοφορίας, που ευρετηριάζονται στη βιβλιομετρική βάση Scopus. Ερευνήσαμε επιπρόσθετα και ορισμένα ειδικότερα χαρακτηριστικά των καθηγητών των εν λόγω Τμημάτων (ίδρυμα, τόπος και χρόνος πραγματοποίησης της διδακτορικής διατριβής, ερευνητική ηλικία κ.α.) με σκοπό τη διαμόρφωση ενός πρώτου ερμηνευτικού πλαισίου.
Υπολογίσαμε τρεις δείκτες: τον αριθμός δημοσιεύσεων, τον αριθμό αναφορών ανά καθηγητή, όπως και τον δείκτη h, έναν ευρέως χρησιμοποιούμενο σε βιβλιομετρικές μελέτες συνδυαστικό δείκτη, ο οποίος λαμβάνει υπόψη τόσο τον αριθμό όσο και την απήχηση των δημοσιεύσεων ενός ερευνητή. Οι κατατάξεις στις οποίες καταλήξαμε είναι διαθέσιμες τόσο σε επίπεδο χώρας όσο και σε επίπεδο Τμημάτων.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας σε επίπεδο χώρας και όσον αφορά το δείκτη «δημοσιεύσεις ανά ερευνητή και ανά έτος» έχουμε τιμές κοντά στο 1, κατά σειρά, για την Γερμανία, το Βέλγιο και τη Δανία, δηλαδή μια δημοσίευση ανά ερευνητή το χρόνο. Οι τιμές του δείκτη για τις τρεις νότιες Ευρωπαϊκές χώρες είναι κοντά στο 0.5 (κατά σειρά Ελλάδα, Ιταλία) και αρκετά χαμηλότερα η Πορτογαλία. Οι επιδόσεις αυτές όσον αφορά τις τρεις αυτές χώρες, κυμαίνονται ανάλογα με τον τόπο πραγματοποίησης των διδακτορικών σπουδών. Είναι σημαντικά υψηλότερες όταν οι σπουδές των μελών ΔΕΠ έχουν γίνει στο Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ) και κυρίως τις ΗΠΑ ενώ αρκετά χαμηλότερες όταν πραγματοποιήθηκαν στο εσωτερικό. Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να ισχύει για τις τρεις χώρες του Βορρά.
Μια παρεμφερής εικόνα προκύπτει από το δείκτη απήχησης «αναφορές ανά ερευνητή και ανά έτος». Πέντε και πάνω αναφορές το χρόνο παίρνει το δημοσιευμένο έργο κάθε ερευνητή-μέλους ΔΕΠ κατά μέσο όρο, κατά σειρά, στο Βέλγιο, τη Γερμανία και τη Δανία. Στο μισό ή ακόμα πιο χαμηλά, ειδικότερα για την Πορτογαλία, βρίσκεται ο αντίστοιχος δείκτης για τις χώρες του Νότου (κατά σειρά: Ελλάδα, Ιταλία, Πορτογαλία). Οι διαφορές είναι μεγάλες ανάλογα με τον τόπο πραγματοποίησης των διδακτορικών σπουδών. Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να ισχύει για τις χώρες του Βορρά με εξαίρεση το Βέλγιο.
Την ίδια απόκλιση ανάμεσα στον Βορρά και στον Νότο δείχνουν οι τιμές που υπολογίσαμε για το δείκτη h, οι οποίες επιβεβαιώνουν ξανά τη σημασία του τόπου των διδακτορικών σπουδών, ειδικά για τις χώρες του Νότου, όσον αφορά τη διαμόρφωση των ερευνητικών επιδόσεων.
Τι σημαίνουν όλα αυτά;
Πρώτον, ότι υπάρχει μια σαφής απόκλιση στις ερευνητικές επιδόσεις, ανάμεσα στις τρεις χώρες του Βορρά (Γερμανία, Βέλγιο, Δανία) και στις τρεις «νότιες» χώρες (Ελλάδα, Ιταλία, Πορτογαλία).
Δεύτερον, τόσο σε όγκο όσο και σε ποιότητα οι δημοσιεύσεις των οικονομολόγων μελών ΔΕΠ των Ελληνικών πανεπιστημιακών τμημάτων υπερτερούν έναντι αυτών των συναδέλφων τους από την Ιταλία και κυρίως την Πορτογαλία.
Τρίτον, ο τόπος πραγματοποίησης των διδακτορικών σπουδών, και αυτό ισχύει σε πολύ μεγάλο βαθμό και για την Ελλάδα, αποτελεί εξαιρετικά σημαντικό παράγοντα στη διαμόρφωση των ερευνητικών επιδόσεων. Παρεμφερής είναι η εικόνα και για τις άλλες δύο χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου που εξετάσαμε. Ας τονισθεί δε, ότι ειδικά στη χώρα μας έχουμε, σε σχέση με όλες τις άλλες χώρες που εξετάσαμε, το μεγαλύτερο ποσοστό καθηγητών με διδακτορικές σπουδές στο εξωτερικό (άνω του 80%), όταν στις υπόλοιπες χώρες το αντίστοιχο ποσοστό υπολείπεται του 50%. Η οργάνωση των μεταπτυχιακών σπουδών, το ακαδημαϊκό περιβάλλον, το ερευνητικό κλίμα και η κουλτούρα δημοσιεύσεων σε επιστημονικά περιοδικά, αποτέλεσαν προφανώς σημαντικούς παράγοντες οι οποίοι οδήγησαν σε συγκριτικά περισσότερες και καλύτερες δημοσιεύσεις τους Έλληνες που επέλεξαν να κάνουν τις μεταπτυχιακές-διδακτορικές τους σπουδές στο εξωτερικό και ειδικότερα, όσον αφορά τουλάχιστον την οικονομική επιστήμη, το ΗΒ και τις ΗΠΑ. Το γεγονός αυτό, το οποίο αποτέλεσε ευτύχημα για τη διαμόρφωση της οικονομικής έρευνας στην Ελλάδα, ας εκτιμηθεί ως μια θετική όψη της φοιτητικής μετανάστευσης των προηγουμένων δεκαετιών.
Ο Στέλιος Κατρανίδης είναι Καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και ο Κώστας Ζωντανός Βιβλιοθηκονόμος, ΕΔΙΠ, στη βιβλιοθήκη του ιδίου Πανεπιστημίου.