Πρώην πρόεδρος της ΕΡΤ σε επιμνημόσυνη εκδήλωση: «Σήμερα τιμούμε τον πολύτιμο συνεργάτη, τον καλό φίλο, τον αριστερό». Δεν χρειάζεται φιλοσοφία βάθους για να καταλάβεις ότι εδώ το «αριστερός» αξιολογεί ηθικά πολύ περισσότερο από ό,τι δηλώνει πολιτική τοποθέτηση. Και για να είμαστε ακριβέστεροι: το «αριστερός» εδώ, έτσι σκέτο και από μόνο του, είναι ηθικό κατηγόρημα με αυτονόητη θετική αξία – τόσο αυτονόητη που πρόσφατα ένα ιστορικό στέλεχος του ΠαΣοΚ και άρα ipso facto μέλος της «μνημονιακής μαφίας», αντί να πει «ψήφισα εκών άκων το μνημόνιο αλλά είμαι καλός άνθρωπος», είπε «το ψήφισα αλλά είμαι κι εγώ αριστερός». Το συμπέρασμα από τέτοιες και άλλες παρόμοιες χρήσεις του όρου είναι ότι το «αριστερός» είναι σαν τις περίφημες «διαχρονικές αξίες», αυτές που δεν επηρεάζονται από τις ιστορικές αλλαγές, που δεν διολισθαίνουν σημασιολογικά, που είναι, όπως θα έλεγαν και οι φιλόσοφοι, «ουσίες».
Αν υποθέσουμε τώρα ότι υπάρχει ένα φάσμα διανόησης που εκτείνεται από ένα «δεξιό -συντηρητικό» ως ένα «αριστερό -προοδευτικό» άκρο, οι ουσιοκρατικές βεβαιότητες ανήκουν στη «δεξιά» και η αμφισβήτηση ή, για να το πούμε πιο ριζοσπαστικά, η αποδόμησή τους στην «αριστερή» πλευρά του φάσματος. Στο φόντο αυτού του αφηγήματος (με τις σεισμικές παρεμβάσεις του Μαρξ, του Νίτσε, του Φρόιντ, του Ντεριντά, του Φουκό – για να περιοριστούμε μόνο στις πιο ευπώλητες «φίρμες»), ο πληροφορημένος παρατηρητής έχει συχνά λόγους να αναρωτηθεί μήπως η σημερινή κομματικά ενσαρκωμένη Αριστερά (σε αντιδιαστολή προς τις θεωρητικότερες και ακαδημαϊκότερες προβολές της) δίνει παραδόξως τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα ουσιοκρατικής βεβαιότητας, με προφανέστερη συνέπεια στην τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα την πεποίθησή της ότι κατέχει το απόλυτο και αδιαπραγμάτευτο ηθικό πλεονέκτημα απέναντι στους «άλλους».
Για την απολυτοποίηση της «αριστεροσύνης» ως ηθικής κατηγορίας με θετικό πρόσημο δούλεψαν πολλοί (όχι αναγκαστικά αριστερών πεποιθήσεων) και πολλά. Τα αποτελέσματα (για τα οποία η συνομοταξία των λεγομένων διανοουμένων συχνά διάλεξε τη σιωπή ή τις σοφιστικές παραφράσεις) τα έχουμε βιώσει. Το αυτονόητα ανώτερο αριστερό δίκαιο της Μεταπολίτευσης, μέσα σε μια γενικότερη κουλτούρα πολιτικής ηθικολογίας, κατάφερε να κατηγοριοποιήσει ακόμη και το αθώο αίμα σε ομάδες, επιλέγοντας να απομνημειώσει και να κάνει επετειακά ορόσημα τα θύματα της μιας αλλά να αρχειοθετήσει ή να αποσιωπήσει ως «παράπλευρες απώλειες» τα θύματα της άλλης. Θεολογικά σχεδόν κατοχυρωμένο, αυτό το δίκαιο δεν έχει επικριτές αλλά «υβριστές» και οι πιστοί του δεν υφίστανται κριτική αλλά «αντι-αριστερή ή αντικομμουνιστική υστερία». Μέσα σ’ αυτό το κλίμα η πασοκική Κεντροαριστερά ξεκίνησε ως συγγενές δόγμα για να καταλήξει ως επάρατη αίρεση.
Στο μεταξύ σε διαχρονική «ουσία» αναδείχθηκε και ο άλλος κρίσιμος όρος που συνήθως προκύπτει στα αριστερά και κεντροαριστερά συμφραζόμενα. Εννοώ το «προοδευτικός». Ο «προοδευτικός» δρόμος έχει τη δική του ιστορία. «Προοδευτικό» ήταν κάποτε αυτό που σήμερα στιγματίζεται ως «βαθύ» ή «παλαιό» ΠαΣοΚ. Ως προοδευτικό φαντασιώνεται ακόμη τον εαυτό του το αμήχανο ΠαΣοΚ στον επιθανάτιο ρόγχο του. Κυβέρνηση με «προοδευτική» κατεύθυνση, χωρίς ιδιαίτερες περαιτέρω διευκρινίσεις, προσδοκά στη στρογγυλεμένη και προσεκτική ρητορική του ο Φώτης Κουβέλης. Οπως ακριβώς και το «αριστερός», το «προοδευτικός» πάει κι έρχεται ως αυταπόδεικτη αξία και πλατωνική Ιδέα, πάνω και πέρα από τις κοινωνικοπολιτικές μεταβλητές, αλλά είναι εξαιρετικά πιθανό ότι θα προσκρούσει πάνω στις τραχιές γωνίες της πραγματικότητας αν οι ποικιλώνυμοι «προοδευτικοί» χρειαστεί να ξανακαθήσουν γύρω από το ίδιο τραπέζι μετά τις εκλογές της 17ης τρέχοντος. Το πρόβλημα, άλλωστε, είναι εμφανές και είναι ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς τις απόπειρες της ρητορικής του παράκαμψης με την έμμεση, πλην σαφή, διάκριση ανάμεσα σε «προοδευτικούς της ευθύνης» και σε «προοδευτικούς της ανεύθυνης υποσχεσιολογίας».
Για να επιστρέψουμε εκεί από όπου αρχίσαμε, ο τρόπος με τον οποίο ο παλαιός εκείνος πρόεδρος της ΕΡΤ χρησιμοποιούσε το «αριστερός» δεν αποτελεί με κανέναν τρόπο ανακλαστικό του παρελθόντος αλλά ζώσα και δρώσα πραγματικότητα η οποία μοιάζει να έχει την τιμητική της στις πολιτικές συζητήσεις μετά την 6η Μαΐου. Προφανώς βλέποντας την εκλογική ετυμηγορία ως από μακρού οφειλόμενη επικύρωση της αυταπόδεικτης ηθικής υπεροχής τους, οι προεστοί του ΣΥΡΙΖΑ, απευθυνόμενοι στους εκπροσώπους της βρεγμένης φωλιάς των πρώην μεγάλων, άλλοτε περιφραστικά και άλλοτε έξω από τα δόντια, τους τραβούν σωφρονιστικά το αφτί ή αμφισβητούν το ηθικό δικαίωμά τους «διά να ομιλούν». Και ο θεατής που ψυχαναγκαστικά επιμένει να παρακολουθεί τις σχετικές τηλεοπτικές συζητήσεις έχει συχνά την εντύπωση ότι, έτσι «ουσιοκρατική», αυταπόδεικτη και αδιαπραγμάτευτη, αυτή η ηθική ανωτερότητα της Αριστεράς προβάλλεται ως επαρκές πολιτικό και, φευ, οικονομικό επιχείρημα. Που τελικά σημαίνει ότι, με τον δικό της τρόπο και το δικό της ήθος, η Αριστερά απλώς προσθέτει στην ήδη καταδικασμένη θολούρα και μυθολογία του αστικού δικομματισμού.
Ωστόσο οι νοήμονες αριστεροί θα ξέρουν, πρέπει να υποθέσουμε, ότι οι «ουσίες» είναι στην πραγματικότητα «ιστορικές κατασκευές», ανοιχτές σε ανασημασιοδότηση. Το «αριστερός» ήταν δαιμονοποιημένο προτού αγιολογηθεί. Και ο Αλέξης, που από το ύψος του ευφορικού κύματος κουνάει το δάχτυλο και επαγγέλλεται εκείνο με τα πετραχήλια, μοιάζει όλο και περισσότερο να θέλει να αντιστρέψει εκ νέου τη φορά της σημασιοδότησης.

Ο κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ