Οταν γνωρίζεις τη Νένα Μεντή από κοντά, σου συμβαίνει ό,τι και όταν τη βλέπεις στο θέατρο: σε κερδίζει από την πρώτη στιγμή, από το καλωσόρισμα, με την πρώτη ατάκα. Εχεις την αίσθηση ότι θα μπορούσες να τα πεις όλα με το που θα ανοίξει η πόρτα, προτού καν περάσεις στο καθιστικό. Μας υποδέχτηκε στο σπίτι της στην πλατεία Αμερικής, μια περιοχή στιγματισμένη από όσα συμβαίνουν εκεί έξω, μια περιοχή γεμάτη ρατσισμό, που βιώνουν και οι έλληνες κάτοικοι και οι μετανάστες. «Αυτό είναι το χωριό μου, δεν φεύγω από ’δώ. Και ας στραβομουτσουνιάζουν κάποιοι ταξιτζήδες όταν τους λέω πού μένω» λέει με τη χαρακτηριστική φωνή της, που σε ταξιδεύει σε πρόσφατες μεγάλες θεατρικές επιτυχίες της, όπως η παράσταση «Το τρίτο στεφάνι» που θα ανεβεί ξανά τον Οκτώβριο στο Παλλάς και τον Δεκέμβριο στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Αλλά και η «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου», που, αν και παίχτηκε επί τρία χρόνια με το θέατρο ασφυκτικά γεμάτο, είναι ακόμη ζωντανή και παρούσα στη συνείδηση της ηθοποιού: «Εχω τη ρομπίτσα μου πλυμένη και σιδερωμένη, λες και ανά πάσα στιγμή θα ξαναπαίξω αυτόν τον ρόλο». Εν τω μεταξύ, ετοιμάζεται να κάνει το ντεμπούτο της στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου στις 15 και 16 Ιουλίου με την παράσταση «Σκηνοβάτες» του Σταμάτη Φασουλή, σε παραγωγή Εθνικού Θεάτρου. Με τις περικοπές να απειλούν ακόμη και την ίδια την περιοδεία του θιάσου, τους «Αγανακτισμένους» να συσσωρεύονται στο Σύνταγμα και τα κάθε λογής «ψώνια» να κατακλύζουν το ταλαίπωρο ελληνικό θέατρο, η Νένα Μεντή μάς μίλησε όπως ακριβώς είναι στη σκηνή: χωρίς φόβο και με πολύ πάθος.

 

Στο θέατρο συνηθίζεται το κλισέ «το έργο είναι πιο επίκαιρο από ποτέ», αλλά μάλλον για τους «Σκηνοβάτες» ισχύει. «Ετσι νιώθω. Πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον και δύσκολο εγχείρημα. Μία σύνθεση κειμένων που περνά από την απόλυτη ακμή του αρχαίου θεάτρου ως την απόλυτη παρακμή. Από τη χρυσή εποχή των Αισχύλου, Σοφοκλή, Ευριπίδη και Αριστοφάνη στη μεγάλη κάμψη, όταν δεν υπήρχαν χορηγοί και οι ηθοποιοί βρίσκονταν στα όρια της φτώχειας και έβγαιναν στη ζητιανιά για να επιβιώσουν».

Σαν να μιλάμε για το σήμερα δεν είναι; «Ναι, με τη διαφορά ότι τότε δεν υπήρχε τέτοια σπατάλη. Δεν υπήρχε η ανάγκη να υπάρχεις μέσα από το χρήμα. Εβγαζαν οβολούς για να φάνε και όχι για να φανούν. Ούτε λούσα, ούτε ρούχα, ούτε κινητά, ούτε αυτοκίνητα. Οι άνθρωποι έτρωγαν φαγητό για να επιβιώσουν και όχι γκουρμεδιές για να σκάσουν. Ολοι έχουμε μάθει σε παραπάνω λεφτά από αυτά που μας χρειάζονται. Εχω στην ντουλάπα μου εκατό ρούχα και πάλι λέω “να πάρω κάνα μπλουζάκι…”. Και με το που ανοίγω την ντουλάπα, κοντεύουν να πέσουν τα μπλουζάκια να με πλακώσουν. Ή πηγαίνουμε στο σουπερμάρκετ και αγοράζουμε βλακείες. Βρήκα στην κουζίνα μου κονσέρβες από το 2008. Λήγουν και τις πετάς, ενώ οι άλλοι γύρω σου πεινάνε».

{{{ moto }}}
Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει πολύς λόγος για τις παραστάσεις που ανεβαίνουν στην Επίδαυρο…
«Μιλάω ως ηθοποιός, αλλά και ως θεατής: Το πείραμα στο θέατρο δεν είναι ανάγκη να πετύχει στο 100%. Αρκεί να ξέρεις τι θέλεις να κάνεις επί σκηνής. Οι αναγνώσεις των αρχαίων έργων δεν είναι καλές, υπάρχει ένα δήθεν-τάχα μου. Με ενοχλούν η μοντερνιά και η αποδόμηση. Πάρε, χριστιανέ μου, και κάνε το έργο… Δες τι θέλει να πει ο ποιητής… Διάβασέ το σωστά. Τα τελευταία χρόνια κοινό και ηθοποιοί έχουν ταλαιπωρηθεί πολύ. Δεν είναι συντηρητικό αυτό που λέω, αλλά έχω δει πολλές παραστάσεις και στην Επίδαυρο και στο σύγχρονο θέατρο που τσακίζουν και τα έργα και τους ηθοποιούς, επειδή οι ηθοποιοί δεν νιώθουν καλά μέσα σε αυτές».

Επομένως οι «Αγανακτισμένοι» χωράνε στην τέχνη και στην Επίδαυρο; «Για μένα, ναι, χωράνε. Αν δεν ήμουν ηθοποιός και δεν φοβόμουν να εκτεθώ, πολλές φορές θα είχα γιουχάρει. Δεν αντέχω τον δικτάτορα σκηνοθέτη που επιβάλλει στους ηθοποιούς να κάνουν το όραμά του, από τη στιγμή που το όραμα δεν είναι κοινό. Δυστυχώς, συνήθως έτσι συμβαίνει. Και οι ηθοποιοί καταλήγουν να λένε στον σκηνοθέτη: “Πες μου πώς θέλεις να τα πω, να τελειώνουμε”».

Στο Σύνταγμα έχετε κατέβει ως «Αγανακτισμένη»; «Εχω κατέβει και δεν με ενδιαφέρει όποιοι και αν είναι οι “Αγανακτισμένοι”. Δεν πειράζει που ψήφισαν ΠαΣοΚ και τώρα μουντζώνουν, κατάλαβαν το λάθος τους, έστω και αργά. Τόσο καιρό λέγαμε ότι ο κόσμος δεν βγαίνει από το σπίτι του και τώρα που βγαίνει δεν μας αρέσει; Οσο το κίνημα είναι ακομμάτιστο και αμφισβητεί τους πάντες και τα πάντα, είναι πάρα πολύ θετικό. Και είναι και δωρεάν ψυχοθεραπεία. Πριν από μερικές Κυριακές ανέβηκα σε ένα κάγκελο για να δω τον κόσμο. Είχα πάρα πολλά χρόνια να δω τόσο κόσμο. Από εγγονάκια στα καρότσια στις 11.30 το βράδυ, μέχρι τύπους που υπό άλλες συνθήκες δεν θα μου άρεσε καθόλου να συναναστραφώ μαζί τους».

Οι «Σκηνοβάτες» ασχολούνται με την ουσία του ηθοποιού. Πόσο έχει χαθεί αυτό σήμερα; «Στην παράσταση υπάρχει ένας πολυμελής και πολυτάλαντος θίασος που τα κάνει όλα. Ακροβατικά, ξυλοπόδαροι, υπάρχουν και οι λεγόμενοι “φλύακες”, μία κατηγορία ηθοποιών που έπαιζαν το αστείο των έργων. Κάποιος έπαιζε το σοβαρό κομμάτι και κάποιος άλλος έβγαινε και το ανέτρεπε. Αυτό ήταν η ιλαροτραγωδία. Πλέον βγαίνει στην αγορά μια υπερπληθώρα ηθοποιών και η κατάσταση είναι ανεξέλεγκτη. Διακόσιες πενήντα σκηνές στην Αθήνα είναι υπερβολή. Οι περισσότερες δουλειές είναι αδιέξοδες: το θέατρο στο ταξί, στην γκαρσονιέρα, στην καταπακτή, αυτό φτάνει τα όρια του γελοίου. Ο ηθοποιός πρέπει να έχει το κοινό του και να ζει από αυτό το επάγγελμα. Δεν με αφορά αν υπάρχουν ηθοποιοί-ελίτ που ζουν από τον μπαμπά και θέλουν να παίζουν για τρεις ανθρώπους. Εχω πάει σε παράσταση και ήταν από κάτω η θεία, ο ξάδελφος και ένας φίλος. Πώς εκπληρώνεται σε αυτήν την περίπτωση το όνειρο του ηθοποιού;».

Η κρίση θα πλήξει ακόμη περισσότερο το θέατρο από τον προσεχή χειμώνα; «Εφέτος το θέατρο θα συρρικνωθεί πάρα πολύ και ίσως προς το χειρότερο. Μπορεί να μείνουν τα θέατρα του “χοντρού γέλιου” και κανιβαλισμού. Εγώ δεν τα λέω θέατρα, τα λέω τσίρκο. Μπορεί σκηνοθέτες μιας άλλης ματιάς να απογοητευτούν και να τα παρατήσουν. Οι επιχειρηματίες δεν θέλουν έργα που έχουν περισσότερα από τέσσερα πρόσωπα, τους λες για έναν θίασο επτά ατόμων και σε περνούν για τρελό».

Πάντως, η «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου» έκανε τεράστια επιτυχία και ανέδειξε σε θεατρική μόδα τον μονόλογο. «Ξαφνικά έγινε χαμός, η Αθήνα γέμισε σκηνές με ηθοποιούς που μονολογούσαν. Εκείνη η παράσταση έπαιξε ρόλο “χαπιού αισιοδοξίας”, ερχόταν κόσμος στο καμαρίνι και μου έλεγε “ήρθαμε να πάρουμε τη δόση μας”. Λίγο αυτάρεσκη αν ήμουν, θα την είχα ψωνίσει για τα καλά. Σε παλιότερους ηθοποιούς όπως εγώ, που έχουν καταλάβει τι είναι η επιτυχία και με τι κόπο γίνεται, αν πάθεις ζημιά είναι επικίνδυνο. Εισπράττω τη χαρά της απεύθυνσης, απολαμβάνω το χειροκρότημα, αλλά, βρε παιδιά, μην τρελαθούμε κιόλας».

Και η τηλεόραση; Εχετε δουλέψει στη χρυσή εποχή της ιδιωτικής, πρωταγωνιστώντας στις «Τρεις Χάριτες» και στο «Δις εξαμαρτείν»… «Εχει προκαλέσει τεράστια αλλοίωση στην ουσία της δουλειάς μας, αλλά και της ζωής μας γενικότερα. Παράγει τη χειρότερη ιδεολογία. Από το τι ρούχο θα φορέσεις, πότε πρέπει να γίνεις μάνα, με τι γελάμε, με τι πικραινόμαστε. Εχω μια μικρή ελπίδα ότι ο κόσμος έχει αρχίσει να το καταλαβαίνει αυτό».

Ως ηθοποιός που έχει πλέον τη δύναμη να επιλέγει, τι θέλετε να ερμηνεύετε; «Θέλω να κάνω πράγματα που έχουν σχέση με τον Ελληνα. Μεγαλώνω και κουβαλάω το νήμα της ζωής και της έκφρασής μου. Και είναι το νήμα μιας Ελληνίδας, που, εντάξει, ακόμη και αν είμαστε κωλοφάρα, εγώ θέλω να βγω και να το πω. Να παίξω αυτήν την κωλοφάρα στο θέατρο. Γιατί οδηγηθήκαμε στο βόλεμα και στο σάπισμα; Πόσο φταίμε εμείς και το πειραγμένο DNA μας και πόσο οι κυβερνήσεις μας; Λέμε πιο πολύ “δεν βαριέσαι” από όσο πρέπει. Και από την άλλη, οι πολιτικοί δεν ενδιαφέρονται. Τα νέα μέτρα είναι αποτρόπαια. Δεν τους ενδιαφέρει ούτε ο ηθοποιός ούτε καν ο άνθρωπος. Ας πεθάνει από την πείνα να αραιώνουμε…».

Και το ντεμπούτο σας στην Επίδαυρο; Νιώθετε ότι άργησε η πρώτη σας φορά; «Τώρα έπρεπε να έρθει και τώρα ήρθε. Δεν έχω κανένα απωθημένο ως άνθρωπος, έτσι είμαι από τη φύση μου. Πριν από λίγο καιρό πήγα εκδρομή στην Επίδαυρο, για να αφουγκραστώ τον χώρο. Νιώθω ιδιαίτερη συγκίνηση, αλλά δεν το πολυλέω, επειδή όταν λες ό,τι σε ανατριχιάζει, χάνει το βάθος του. Για μένα το θέατρο είναι ένα. Είτε παίξω σε μια αθηναϊκή σκηνή είτε παίξω στην Επίδαυρο, το ζήτημα είναι να έχεις κάτι σημαντικό να μοιραστείς με τον κόσμο που θα ’ρθει να σε δει. Δεν φοβάμαι την πρόκληση της Επιδαύρου, δεν είμαι άνθρωπος που φοβάται. Ούτε κάνω επενδύσεις τύπου “α, του χρόνου θα έχω πρόταση να ξαναπαίξω στην Επίδαυρο” ή “να το βάλω και αυτό στο βιογραφικό μου”. Νιώθω προσωπική συγκίνηση με το συγκεκριμένο θέατρο, αλλά δεν είναι η συγκίνηση της ηθοποιού. Είναι της Νένας».

 

Η παράσταση «Σκηνοβάτες» του Σταμάτη Φασουλή ανεβαίνει στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου στις 15 και 16 Ιουλίου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2011 και στη συνέχεια θα περιοδεύσει ανά την Ελλάδα.

* Αυτή η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 10 Ιουλίου 2011.