Στο ερώτημα του τίτλου ας μας επιτραπεί μια προκαταρκτική απάντηση. Στη σημερινή εποχή τα συνδικάτα των μισθωτών είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ. Υπάρχει όμως ένας «κακός» και ένας «καλός» συνδικαλισμός. Ο «κακός» δρα κυρίως ως εκπρόσωπος στενών κλαδικών αντιλήψεων και η Ελλάδα αποτελεί παραδειγματική περίπτωση. Ο «καλός» επιχειρεί να λειτουργήσει σαν δύναμη αλληλεγγύης και πολιτικής ρύθμισης.
Ο πρώτος στόχος ενός σοβαρού συνδικαλιστικού κινήματος είναι η προώθηση πολιτικών που αμβλύνουν τις ανισότητες μεταξύ των μισθωτών. Η μείωση των μισθολογικών ανισοτήτων υπήρξε κεντρική στρατηγική στις σκανδιναβικές χώρες και, σε μικρότερο βαθμό, στην Αυστρία και στη Γερμανία. Η στρατηγική αυτή είναι η μόνη που εξασφαλίζει τη (σχετική) ενότητα του κόσμου της μισθωτής εργασίας, γεγονός που επιτρέπει την ενιαία συνδικαλιστική δράση και τη διαπραγματευτική πυγμή απέναντι στην εργοδοσία. Η συνεργασία των κλαδικών οργανώσεων με την κεντρική συνδικαλιστική ηγεσία είναι το «κλειδί» της αποτελεσματικότητας αλλά και της αλληλεγγύης.
Στην Ελλάδα το κλειδί αυτό δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ. Παρά την αριστερή ρητορική των ηγεσιών, η στρατηγική των συνδικάτων ήταν απλή: ο καθένας «παίρνει ό,τι μπορεί». Ως αποτέλεσμα, στα συνδικάτα του Δημοσίου εκπροσωπείται ένας σημαντικός αριθμός μισθωτών με υψηλές απολαβές (2.500-5.000 ευρώ). Ταυτόχρονα η μεγάλη μάζα των μισθωτών του Δημοσίου (ας μην αναφερθούμε στον ιδιωτικό τομέα) έχει μισθούς της τάξεως των 1.200-1.700 ευρώ. Συνακόλουθα, η συνοχή των μισθωτών τάξεων έχει ακραία υπονομευθεί από τις ίδιες τις συνδικαλιστικές ηγεσίες- σοσιαλιστικές, κομμουνιστικές ή δεξιές. Γιατί κάποιος καθηγητής λυκείου να συμπαρασταθεί στους απεργούς της ΕΘΕΛ ή, αύριο, της ΔΕΗ όταν ο μισθός του, έπειτα από 20 χρόνια προϋπηρεσίας, είναι το ένα δεύτερο ή το ένα τρίτο του μισθού των «ρετιρέ»; Γιατί κάποιος που βγαίνει στη σύνταξη στα 65 να συμπαρασταθεί σε κάποιον που βγαίνει στα 50; Ποιο μπορεί να είναι το ηθικό κύρος συνδικαλιστών που έχουν συγκαλύψει, για να μην εκθέσουν τους «δικούς τους», τη διαφθορά ολόκληρων υπηρεσιών του Δημοσίου (από τις εφορίες ως τις πολεοδομίες);
Τα ελληνικά συνδικάτα έκαναν τα πάντα για να «διαιρέσουν» τις μισθωτές τάξεις. Γι΄ αυτό σήμερα, σε συνθήκες επίθεσης στο εισόδημα, καμία κοινωνική ομάδα δεν συμπαρίσταται σε καμία άλλη. Και γι΄ αυτό ο συνδικαλισμός είναι τόσο ανίσχυρος. Ωστόσο, θα ήταν λάθος, ιδιαίτερα σήμερα, να θεωρήσει κανείς ότι ο συνδικαλισμός δεν έχει μέλλον. Ας δούμε τη μεγάλη εικόνα.
Η κρίση του 2008-2009 ήταν το αποτέλεσμα της αποτυχίας της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς. Οι χώρες με φιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο (ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία) ή οι χώρες των οποίων ο χρηματοπιστωτικός τομέας είχε προχωρήσει περισσότερο στη λογική της φιλελευθεροποίησης (Ισλανδία, Ισπανία) αποδείχθηκαν ακραία ευάλωτες. Αντιθέτως, οι λεγόμενες οικονομίες κοινωνικής αγοράς (Σκανδιναβία, Γερμανία, Αυστρία), στις οποίες τα συνδικάτα έχουν έναν κεντρικό ρόλο, επέδειξαν αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα. Σε κάθε περίπτωση, χωρίς την πολιτική ρύθμιση, χωρίς τη σωτήρια παρέμβαση των «αναχρονιστικών» κρατών, η παγκόσμια κοινότητα θα είχε ζήσει απίστευτες καταστάσεις πανικού και εξαθλίωσης. Ο πολυδιαφημισμένος «μοντερνισμός» των αγορών, μετά τη χρεοκοπία της Lehman Βrothers, απλώς αυτοκαταστράφηκε. Οσοι επιμένουν να τον εξυμνούν είναι σαν να εκθειάζουν μια επιχείρηση που παράγει μεν κέρδη αλλά περιοδικώς χρεοκοπεί!
Η κρίση έδειξε ότι η πολιτική ρύθμιση των αγορών είναι- ευτυχώς ή δυστυχώς- η πιο μοντέρνα από τις μοντέρνες πολιτικές. Και τα σύγχρονα συνδικάτα είναι εξ ορισμού εταίροι (μαζί με το κράτος και την εργοδοσία) στις διαδικασίες πολιτικής ρύθμισης. Συνεπώς τα συνδικάτα που θα καταφέρουν να συνδέσουν τις επιλογές τους με την ιδεολογία του «δημοσίου συμφέροντος» θα διαμορφώσουν τα ίδια τις συνθήκες για την ανανέωση της ισχύος τους. Αυτό διδάσκει η Ιστορία, αυτό είχαν επιτύχει μετά το 1945. Απέναντι στην ανορθολογική δύναμη των αγορών αυτός που θα συνταιριάξει τα αιτήματα των μισθωτών τάξεων με το γενικό συμφέρον θα αναδιατάξει το πεδίο της πολιτικής αντιπροσώπευσης υπέρ της δικής του λογικής.
Ας μην υπάρχει αμφιβολία, και οι δύο τύποι συνδικαλισμού θα επιβιώσουν, και ο «καλός» και ο «κακός». Εν τούτοις, η μεγαλύτερη αποτυχία του ευρωπαϊκού συνδικαλιστικού κινήματος θα ήταν η μετατροπή του από κίνημα αλληλεγγύης σε υπηρεσία εξυπηρέτησης κλαδικών συμφερόντων. Οταν οι ανισότητες μεγεθύνονται, οι εθνικοί-λαϊκοί θεσμοί είναι αυτοί που δίνουν τις απαντήσεις, όχι οι οργανώσεις με συντεχνιακή κουλτούρα.
Ο κ. Γεράσιμος Μοσχονάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ