Αν έχει βάση ο συλλογισμός του Οδυσσέα Ελύτη πως «…ο πολιτισμός μας περνάει όπως το ιώδιο πάνω στις πονεμένες περιοχές για να τις ιάνει,έως ότου κάποιος καινούργιος τραυματοποιός παρουσιαστεί κι επαναληφθεί η ίδια ιστορία», μόνο τότε μπορεί να ερμηνευθεί αυτό το ανεπανάληπτο φαινόμενο στην Ιστορία της ηπείρου μας: Πώς μπόρεσαν μερικές δεκάδες χιλιάδες Ελλήνων, απόγονοι των πρώτων αποίκων του 8ου αιώνα π.Χ. από την Κύμη, τη Χαλκίδα, τα Μέγαρα, τη Ρόδο, την Κρήτη, τη Λακωνία
και τη Λοκρίδα, να επιβιώνουν μέχρι σήμερα πάνω στις πιο δύσβατες περιοχές της Απουλίας και της Καλαβρίας, στη Ν. Ιταλία, στα «γκρικοχώρια» και να μιλούν την πιο γλυκιά, την πιο τραγουδιστή ελληνική που μιλήθηκε ποτέ, με έντονα δωρικά στοιχεία και γραφή λατινική…

Αλλοι τούς ονόμασαν Βυζαντινούς, ξωμάχους στρατιωτών και μερικών οικογενειών που ξέμειναν μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης και έφτιαξαν μοναστήρια και ναούς. Αλλοι, αναγνωρίζοντας έντονα δωρικά στοιχεία στη λαλιά τους- που είναι και η πιο σωστή θεωρία-, κατευθείαν απογόνους των αποίκων του 8ου αιώνα π.Χ., του αιώνα των μεγάλων αποικισμών. Οποια θεωρία και αν ασπασθεί κανείς, ωστόσο, για ένα πράγμα δεν μπορεί να αμφιβάλλει. Οτι οι άνθρωποι αυτοί δεν σταμάτησαν, όσοι αιώνες και αν πέρασαν, να τρέφουν την ίδια αγάπη και λαχτάρα για αυτήν που θεωρούν πατρίδα των προγόνων τους, την Ελλάδα, και το κυριότερο να μιλούν την ίδια «ώρια γκλώσσα», ωραία, δική τους γλώσσα παραδομένη με ευλάβεια από γενιά σε γενιά.

Οι «Γκρέκι» όπως τους ονόμασαν οι Ιταλοί από παραφθορά της λέξεως Γραία, ονομασία περιοχής απέναντι από την Ερέτρια από όπου ξεκίνησαν πολλοί άποικοι του 8ου αιώνα που οι Λατίνοι πρώτοι είχαν ονομάσει Γραίους, ήταν συγκεντρωμένοι σε εννέα πόλεις και πέντε χωριά στον ιταλικό Νότο, στο τακούνι της ιταλικής μπότας, όπως φαίνεται στον χάρτη η γειτονική μας χώρα, στις περιοχές της Απουλίας και της Καλαβρίας. Στην Απουλία, η Καλημέρα, η Μαρτινιάνο, η Καστρινιάνο Ντέι Γκρέτσι, η Μαρτάνο, η Κοριλιάνο Ντουράντο και η Τζολίνο, και στην Καλαβρία, η Μπόβα, το Γκαλιτσιάνο, το Κοντοφούρι, η Ρόκα Φόρτε Ντέι Γκρέτσι, η Αμεντολέα και το ηρωικό Ρηχούδι που υπέφερε πιο πολύ από τον βαρύ χειμώνα, τις πλημμύρες και τον άγριο άνεμο, χαρακτηριστικό του άγριου κλίματος της περιοχής.

Σε φάκελο του έτους 1958 περιέχεται η συγκινητική αλληλογραφία του δημάρχου της πόλης Καλημέρα Τζιοβάννι Απρίλε με την ελληνική πρεσβεία στη Ρώμη προκειμένου «να τους σταλεί έστω και μια πέτρα από την Ελλάδα,για νά ΄χουν κάτι κοντά τους από την προγονική πατρίδα». Επικεφαλής της Διπλωματικής μας Αρχής βρισκόταν τότε στη Ρώμη ο Κλέων Συνδίκας και εκτελών χρέη μορφωτικού συμβούλου ο Γ. Σκουζές που σήκωσε και όλο το βάρος της υπόθεσης για τη μεταφορά κάποιου αφιερώματος στη μεγαλύτερη από άποψη πληθυσμού και οργάνωσης αλλά και γνωστότερη εξ όλων πόλη, την Καλημέρα.

Στις 29 Μαΐου του 1959 ο Σκουζές απευθύνει υπογράφων «ευπειθέστατος» την εξής ενημερωτική επιστολή στον έλληνα πρέσβη: «…Επωφεληθείς της εσχάτως εν Αθήναις διαμονής μου ησχολήθην όπως ο εκφρασθείς από ετών επανειλημμένως συγκινητικός πόθος των ελληνοφώνων κατοίκων πόλεως “ΚΑΛΗΜΕΡΑ”,δηλαδή απόκτησις τεμαχίου μαρμάρου Αθηναϊκού ή άλλου τοιούτου κειμηλίου ίνα σωθή ως αναμνηστικόν της ελληνικής καταγωγής, πραγματοποιηθή». Συμπλήρωνε δε πως «…κατόπιν επιμόνων διαβημάτων παρά τω Υπουργείω Εξωτερικών,Εθνικώ Μουσείω,Υπουργείω

Αντίγραφο μιας εκ των πολλών επιστολών με τις οποίες ο δήμαρχος της πόλης Καλημέρα εκλιπαρούσε την Πρεσβεία της Ρώμης να συνδράμει για την αποστολή τεμαχίου μαρμάρου: «a simbolo di una ideale continuita di rapporti con la Ρatria di origina» [(«συμβόλου της διαρκούς αναφοράς στην Πατρίδα προέλευσης (των κατοίκων)»]. Δεξιά, η αττική επιτύμβια στήλη που δωρήθηκε στην Καλημέρα. Βρέθηκε στο Μαρούσι και φέρει την επιγραφή «Πατρόκλεια Προκλείδου Αθμονέως». Πρόκειται για έργο του 4ου αιώνα π.Χ.

Παιδείας (σημ.: οι αρχαιότητες ανήκαν πριν από την ίδρυση του υπουργείου Πολιτισμού στην αρμοδιότητα του υπουργείου Παιδείας) είμαι ευτυχής να φέρω εις γνώσιν υμών ότι τη ευγενική αρωγή του κ. Γ. Καρούζου,Διευθυντού του Εθνικού Μουσείου,εξευρέθη κατάλληλον τοιούτον κειμήλιον…». Τη δαπάνη μεταφοράς ακτοπλοϊκώς μέχρι το λιμάνι του Μπρίντιζι, αλλά και από εκεί διά του ελληνικού προξενείου στην ομώνυμη πόλη είχε αναλάβει το υπουργείο των Εξωτερικών κατόπιν εγκρίσεως των αρμοδίων υπηρεσιών και φυσικά της πρεσβείας Ρώμης.

Στις 2 Μαΐου του 1960 ο έλληνας πρέσβης Κλ. Συνδίκας έδινε εντολή στον Γ. Σκουζέ «…όπως μεταβήτε και αντιπροσωπεύσητε ημάς κατά την τελετήν αποκαλυπτηρίων της αρχαίας Στήλης ήτις εδωρήθη εις την εν λόγω ελληνόφωνον πόλιν της Καλαβρίας υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως» (ΑΠ 1695). Ημέρα τελετής ορίσθηκε με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου της πόλης Καλημέρα η 5η Ιουνίου του ιδίου έτους και περιελάμβανε σειρά εκδηλώσεων και ομιλιών επιφανών ιταλών ελληνιστών διάρκειας δύο ωρών. Ανάμεσα στις εξαγγελθείσες εκδηλώσεις ήταν και η μετονομασία οδού, που κατέληγε στην κεντρική πλατεία της πόλης όπου επρόκειτο να τοποθετηθεί η αναθηματική αθηναϊκή μαρμάρινη στήλη, σε Via di Αtene, όχι μακριά από τις ήδη υπάρχουσες οδούς Κρήτης και Κύπρου.

Σε τρισέλιδη αναφορά του Σκουζέ προς ενημέρωση της πρεσβείας Ρώμης για το λαμπρό γεγονός παρουσία και του ιταλού νομάρχη αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής: «…Εντόπιοι νεαροί ποιηταί απήγγειλαν ποιήματα εν εντοπίω ελληνική γλώσση και εψάλησαν από κορασίδας πατροπαράδοτα “Τραούδια” (sic) εν χορώ,συνοδευόμεναι υπό πλήθους…Δέον υπογραμμίσω,Κύριε Πρέσβυ,την πάνδημον συρροήν των κατοίκων της Καλημέρα καθώς και παρουσίαν Δημάρχων και προεστώτων άλλων γειτονικών ελληνοφώνων κωμοπόλεων της Σαλεντινής περιοχής,ήτοι:Soleto, Μarano,Μartigniano,Corigliano, Ζolino,Castignano,Μelpiniano,και ωσαύτως την εγκάρδιαν εμμονήν και υπερηφάνειαν των Καλημεριωτών διά την ελληνικήν αυτών καταγωγήν,ου μόνον των προεστώτων και γερόντων αλλά,άξιον προσοχής,και των νεωτέρων και τέκνων αυτών συνεχώς ζητωκραυγαζόντων υπέρ Ελλάδος…». Μαζί με την έκθεσή του ο Σκουζές διαβίβαζε αποκόμματα του ιταλικού Τύπου για το γεγονός.

Ωστόσο, η προσφιλής μητέρα-πατρίδα για δεκαετίες δεν θα είναι παρά μια κακή μητριά για τους ελληνοφώνους της Ιταλίας. Αν και πρέπει να αναγνωρισθεί ότι η χώρα εξήλθε με ρημαγμένη οικονομία και ανοιχτά μεγάλα εθνικά θέματα, όπως εκείνα της Κύπρου και της Β. Ηπείρου, μη δυνάμενη να αντεπεξέλθει σε υποχρεώσεις μακράν του εδάφους της που, για τα δεδομένα της εποχής, έμοιαζαν να την ξεπερνούν, ίσως δεν θα έπρεπε να παραλείψει από τις συμφωνίες ειρήνης με την ηττημένη Ιταλία και τα πρωτόκολλα συνεργασίας, σε οικονομικό και μορφωτικό επίπεδο της δεκαετίας του 1950, την ξεχασμένη ελληνική μειονότητα που η καρδιά της δεν έπαυσε λεπτό να χτυπά για τη μητέρα-πατρίδα. Απόδειξη ότι, παρά τις αλλεπάλληλες φυσικές καταστροφές, τον μεγάλο καταστρεπτικό σεισμό του 1783 αλλά και τον βίαιο εκλατινισμό του βυζαντινού τυπικού που επέβαλε η Παπική Εκκλησία, αλλά και τον οικονομικό μαρασμό που οδήγησε πολλούς ελληνοφώνους σε υποχρεωτική μετανάστευση στο εσωτερικό της Ιταλίας, εν έτει 1973 ο συγκεκριμένος Ελληνισμός παρέμεινε ζωντανός και αντιστεκόταν. Στις 13 Νοεμβρίου του ιδίου έτους, 26 χρόνια πριν, το δημοτικό συμβούλιο της πόλης Μαρτάνο με 10.000 κατοίκους και υπογραφή του δημάρχου Α. Καστελλούζι υπέβαλε ψήφισμα στην ιταλική κυβέρνηση που άρχιζε ως εξής: «Διαπιστωθείσης της ανάγκης επεμβάσεως διά την κυριότητα και διαφύλαξιν των ελληνικών διαλέκτων του Σαλέντο και της Καλαβρίας,εν γνώσει ότι τοιαύται διάλεκτοι ελληνικαί τείνουν να σβήσουν λόγω της πλήρους εγκαταλείψεώς των,εν γνώσει ότι αυτές αντιπροσωπεύουν μία πνευματικήν κληρονομίαν την οποία το γένος μας μεταφέρει από χιλιάδων ετών και ότι θα ήτο εγκληματικό να συναινέσωμεν στην εξαφάνισίν της, επικαλούμενοι το άρθρον 6 του Συντάγματος που εξασφαλίζει την προστασίαν των γλωσσικών μειονοτήτων,απευθύνομεν θερμήν έκκλησιν προς τας τοπικάς σχολικάς αρχάς,τας περιφερειακάς και εθνικάς διά να εγκρίνουν τα πλέον κατάλληλα μέτρα ώστε να λειτουργήσουν εις τους Ελληνοφώνους δήμους δημοτικά σχολεία διά την εκμάθησιν της μητρικής γλώσσης… (κτλ.)».

Το «Χριστός Ανέστη» στο Galiciano
Εξαιρετικά συγκινητικό ήταν και το περιεχόμενο τού με ΑΠ 3089 από 16ης Απριλίου 1969 εγγράφου του έλληνα πρέσβη Α. Πούμπουρα από τη Ρώμη που περιέγραφε το Πάσχα των ελληνοφώνων με βάση το άρθρο «ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ΕΙΣ ΤΟ GΑLΙCΙΑΝΟ» του ορθόδοξου ιερέα Εugenio Valentini: «…Ως θέλετε παρατηρήση» έγραφε ο έλληνας διπλωμάτης «σύμφωνα με τον ιερέα,το βυζαντινόν τυπικόν ανταποκρίνεται περισσότερον εις το αίσθημα των ευαρίθμων ελληνιζόντων της Ν. Ιταλίας» ενώ στο ίδιο έγγραφο ανέφερε πως παρά «…την κατάργησιν του βυζαντινού τυπικού διά λόγους εκλατινισμού του πληθυσμού και επιβολής της Παπικής εξουσίας…υπολείμματα του βυζαντινού πολιτισμού διασώζονται και αι νεοελληνικαί διάλεκτοι εις πείσμα των αιώνων συντηρούνται εισέτι». Για να επιβεβαιωθεί και πάλι η προφητική γραφή του Οδυσσέα Ελύτη: «Τ΄ ανώτερα μαθηματικά μου τα έκανα στο Σχολείο της θάλασσας. Ιδού και μερικές πράξεις για παράδειγμα:Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά,ένα αμπέλι κι ένα καράβι.Που σημαίνει ότι με τόσα άλλα την ξαναφτιάχνεις…». Εστω και αργά, όμως, το διασυνοριακό πρόγραμμα Ιnterreg με χρήση κοινοτικών πόρων, εδώ και 15 χρόνια περιλαμβάνει τη διδασκαλία της ελληνικής στα παιδιά που μιλούν τα «γκρίκο», εξασφαλίζοντας μια δεύτερη πατρίδα στην αθηναία κόρη την Πατρόκλεια για την οποία ο γνωστός ιταλός ποιητής Ερνέστο Απρίλε έγραψε την ημέρα υποδοχής της, στις 5 Ιουνίου του 1959: «ΖΕΝΙ SU ΕΝ ΙSΕ ΕΤΤU ΄SΤΙ ΚΑLΙΜΕRΑ» («Ξένη εσύ δεν είσαι εδώ στην Καλημέρα».).

Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι προϊσταμένη της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών.