Στο άκουσμα του ονόματος της νικήτριας του βραβείου ΔΕΣΤΕ κατά την προχθεσινή απονομή, όλοι έσπευσαν να πουν, μεταξύ σοβαρού και αστείου, ότι το 2007 ήταν ιδιαιτέρως γούρικο για την οικογένεια του Αλέκου Αλαβάνου. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να χαίρεται πλέον, όχι μόνο για το ενισχυμένο ποσοστό που συγκέντρωσε η παράταξή του στις πρόσφατες εκλογές, αλλά και να καμαρώνει για το βραβείο που κέρδισε η κόρη του, Λουκία Αλαβάνου . Διάκριση την οποία ονειρεύεται κάθε νέος καλλιτέχνης που επιθυμεί να ξεχωρίσει στο εικαστικό γίγνεσθαι τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων. Θα ήταν όμως άδικο αν αφήναμε το αναγνωρίσιμο επίθετο της 28χρονης δημιουργού να επισκιάσει το έργο της, καθώς έχει προλάβει να δείξει το ταλέντο της μέσα από εκθέσεις όπως η «Dead real» (2006) στην γκαλερί Ustairs Βerlin στο Βερολίνο και η «Ο,τι απομένει είναι μέλλον» («Πάτρα- Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 2006»).

« Αυτή η βραδιά ανήκει σ΄ εμένα και όχι στο γνωστό επίθετό μου » έλεγε το βράδυ της απονομής σε όσους ξέφευγαν από τα δημοσιογραφικά πηγαδάκια προκειμένου να επιβεβαιώσουν τη συγγένεια πρώτου βαθμού με τον αρχηγό του κόμματος. Δεν είχε και άδικο. Η διπλή βιντεοεγκατάσταση «Chop Chop tale» τιμήθηκε με το διόλου ευκαταφρόνητο χρηματικό έπαθλο των 10.000 ευρώ και το βραβείο αυτό καθεαυτό δίνει την ευκαιρία στην καλλιτέχνιδα, που επέλεξε ως τόπο σπουδών και κατοικίας τη Βρετανία, να το χρησιμοποιήσει ως διαβατήριο ώστε να της ανοίξουν ακόμη περισσότερες εικαστικές πόρτες.

« Στο άκουσμα του ονόματός μου χάρηκα πολύ,όπως θα χαιρόταν ο καθένας » λέει η νεαρή καλλιτέχνις, το έργο της οποίας ξεχώρισε από την επιτροπή που συνεδρίασε με επικεφαλής τον πρόεδρο του Ιδρύματος κ. Δάκη Ιωάννου για την « αίσθηση χάρης και ειλικρίνειας στον τρόπο με τον οποίο ασπάζεται το παράδοξο, χειρίζεται ένα χιούμορ άκρως καυστικό και ευφάνταστα υπονομεύει αναφορές από την ιστορία του κινηματογράφου ». Πρόκειται για μια σύνθεση εικόνων από καλτ ταινίες τρόμου και καρτούν που καθιστά ασαφή τα όρια ανάμεσα στο πραγματικό και στο φανταστικό, φλερτάρει με την αισθητική από γοητευτικούς εφιάλτες που παρατάσσει ο Ντέιβιντ Λιντς στις ταινίες του και σχολιάζει το παθητικό θέαμα.

« Τα καρτούν με τα οποία μεγαλώνουμε αντικαθιστούν συχνά τις ίδιες μας τις προσωπικές αναμνήσεις.Η δύναμη της κινούμενης εικόνας είναι μεγάλη, έτσι μπορεί να θυμόμαστε μία σκηνή από έναν Ντόναλντ Ντακ που είδαμε όταν ήμασταν τεσσάρων, αλλά να ξεχνάμε πολλά από εκείνη την περίοδο της ζωής μας » εξηγεί η δημιουργός. Η ίδια θεωρεί ότι τα καρτούν, όπως και η παιδική ηλικία, είναι ταυτισμένα με την αθωότητα, « και αυτό είναι μεγάλη παρεξήγηση,αν σκεφτεί κανείς ότι όλοι μας ως παιδιά βιώνουμε πόνο, φθόνο, απόρριψη, παραμέληση σε βαθμό τραυματικό. Γι΄ αυτό και στην πραγματικότητα τα κινούμενα σχέδια περιέχουν τόση βία » ερμηνεύει. Σκεπτόμενη μάλιστα πώς θα εξελισσόταν ο Μίκι Μάους αν ποτέ μεγάλωνε- πράγμα αδύνατον εξαιτίας των καρτουνίστικων συμβάσεων που θέλουν τους ήρωές τους να γαλουχούν γενιές χωρίς να… γκριζάρουν οι ίδιοι- και γινόταν πατέρας, καταλήγει σε ένα ανησυχητικό συμπέρασμα: « Ισως να είχε την κατάληξη του Τζόνι,του ήρωα που υποδύεται ο Τζακ Νίκολσον στη “Λάμψη” του Κιούμπρικ ».

Θεωρεί ότι το βραβείο που έχει πλέον στην κατοχή της και θεσμοθετήθηκε το 1999- αριθμώντας με την ίδια πέντε νικητές« είναι ένας από τους λίγους θεσμούς που παίρνει στα σοβαρά την τέχνη στην Ελλάδα και την προωθεί στο εξωτερικό ». Με σπουδές στη φωτογραφία (Royal College of Αrt/ΡgDip Fine Αrt, Chelsea College of Αrt and Design) και στις Καλές Τέχνες (Βyam Shaw School of Αrt) και μόνιμο τόπο κατοικίας το Λονδίνο, η ίδια πιστεύει ότι τα πράγματα είναι δύσκολα για έναν καλλιτέχνη που ζει στην Ελλάδα: « Οι επιλογές ενός νέου στη χώρα μας είναι πολύ περιορισμένες,αν σκεφτούμε ότι το εικαστικό επιμελητήριο είναι σχεδόν ανύπαρκτο,οι σχολές και οι υποτροφίες περιορισμένες και ο μόνος κλάδος που ευδοκιμεί είναι οι ιδιωτικές γκαλερί- και αυτές μετρημένες στα δάχτυλα ». Χωρίς να παραβλέπει ότι τα τελευταία χρόνια έγιναν μεγάλα βήματα από το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης με σημαντικές εκθέσεις, από την Αrt Αthina που έχτισε μια γέφυρα με γκαλερί του εξωτερικού και την πρώτη μεγάλη μπιενάλε της Αθήνας «Destroy Αthens» εφέτος, το συμπέρασμα της ίδιας που είναι πλέον κοινό μυστικό παραμένει το εξής: « Η Ελλάδα έχει πολλούς και καλούς καλλιτέχνες αλλά ελάχιστη πρόθεση να τους υποστηρίξει ».

Δεν κρύβει την αγάπη της για το βίντεο, ένα μέσο έκφρασης που ήταν « για πολλά χρόνια παρεξηγημένο,διότι ταυτιζόταν και συγκρινόταν πάντα με τον κινηματογράφο από το ευρύ κοινό.Δικαιούται λοιπόν να γίνει πρωταγωνιστής στον χώρο της σύγχρονης τέχνης.Κατά τη γνώμη μου, έχει ένα μεγάλο ατού, την αμεσότητα και την εξοικείωση που έχουμε αποκτήσει με την κινούμενη εικόνα μέσω της τηλεόρασης.Αυτό μπορεί να είναι μεγάλο όπλο στα χέρια των καλλιτεχνών. Πιστεύω ότι θα είχε πολύ ενδιαφέρον αν στο μέλλον οι καλλιτέχνες που δουλεύουν με βίντεο αξιοποιούσαν δημιουργικά την ίδια την τηλεόραση ».

Προσγειωμένη, παρά το πολυπόθητο βραβείο που κατέκτησε, προτιμά να θέτει στόχους παρά να κάνει τρελά όνειρα σε ό,τι αφορά την καριέρα της: « Θέλω να ελπίζω ότι θα καταφέρω να εξελίξω τη δουλειά μου με τον τρόπο και τους ρυθμούς που εγώ θέλω,χωρίς να κατευθύνεται από τους κανόνες που θέτει η αγορά τέχνης ».

ΕΥΓΕΝΙΚΗ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ: UΡSΤΑΙRS ΒΕRLΙΝ Stills από τη βιντεοεγκατάσταση διπλής προβολής 5΄ «Chop Chop tale» της Λουκίας Αλαβάνου