Το όνειρο της «αθανασίας», που έχει μυθικές ρίζες, πυροδοτεί περισσότερο από ποτέ σήμερα τη φαντασία πολλών που θέλουν να βλέπουν πίσω από τα συναρπαστικά επιστημονο-τεχνολογικά επιτεύγματα την ώρα να πλησιάζει! Αλλά και οι στατιστικές αναλύσεις που επιβεβαιώνουν κάθε φορά την παράταση του προσδόκιμου χρόνου ζωής γιγαντώνουν την ελπίδα να ζούμε πολύ περισσότερα χρόνια στο άμεσο μέλλον.


Πού βρίσκεται όμως η αλήθεια; Βρισκόμαστε κοντά στο ελιξίριο της νεότητας και της μακροβιότητας συνακόλουθα; Θα μπορέσει το γενετικό νυστέρι να ξεριζώσει κάθε γονίδιο που συμβάλλει στη γήρανση; Μπορούμε να διακρίνουμε σήμερα τον μύθο από την πραγματικότητα; Αλήθεια, λ.χ., είναι ότι αυξήθηκε τον προηγούμενο αιώνα το προσδόκιμο όριο ζωής από τα 49 στα 80 χρόνια, άρα μπορούμε να προσδοκούμε ακόμη μεγαλύτερη μακροβιότητα τον 21ο αιώνα; H πραγματικότητα επί του παρόντος φαίνεται να είναι αρνητική, καθώς στην προαναφερθείσα αύξηση συνέβαλε ουσιαστικά η μείωση της παιδικής θνησιμότητας που δεν μπορεί να μετρήσει και δεύτερη φορά!


Μπορεί όμως να μειωθεί ουσιαστικά η θνησιμότητα στις μεγαλύτερες ηλικίες με την καλύτερη ιατρική φροντίδα. Αλλά και εδώ μια σχετική εκτίμηση δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική. Π.χ., για να υπερβούμε το προσδόκιμο όριο ζωής των 100 χρόνων εκτιμάται ότι πρέπει να μειωθούν οι θάνατοι κατά 85%! Και όσο μεγαλύτερο προσδόκιμο όριο ζωής επιχειρούμε, τόσο πιο δύσκολο είναι να το επιτύχουμε. Αν, π.χ., μπορούσαμε να εξαφανίσουμε τους καρκίνους, η μέση πληθυσμική αύξηση στη διάρκεια ζωής θα ήταν μόνον 123 ημέρες. Ωστόσο φαίνεται αισιόδοξη η προοπτική να ζουν σύντομα οι άνδρες 85 χρόνια και οι γυναίκες 88.


Στην εναγώνια αναζήτηση της αλήθειας για τη μακροβιότητα, το γεγονός ότι υπάρχει συσχέτιση μεταξύ του «αναπαραγωγικού παραθύρου» – από την εφηβεία ως την εμμηνόπαυση που τα γονίδια περνούν στην επόμενη γενιά – και της διάρκειας ζωής είναι μια καλή παρατήρηση. Πειράματα με ποντίκια και σκύλους έχουν δείξει ότι η αναπαραγωγική ηλικία παίζει σημαντικό σχετικό ρόλο, ενώ οι πρότυπες καμπύλες θανάτου ποντικών, σκύλων και ανθρώπων προβαλλόμενες στη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου κάθε είδους βρέθηκαν να είναι ίδιες.


Το άνοιγμα λοιπόν του «αναπαραγωγικού παραθύρου», η παράταση της νεότητας, θα μπορούσε να επιτευχθεί με τον γενετικό χειρισμό; Προτού προχωρήσουμε στην απάντηση, θα πρέπει να θέσουμε έναν περιορισμό που έχει θέσει η ίδια η φύση. Οτι δηλαδή υπάρχει μικρή ή καθόλου εξελικτική πίεση υπέρ γονιδίων και μεταλλάξεων με κύρια δράση την αύξηση της επιβίωσης και της καταλληλότητας πέραν της αναπαραγωγικής ηλικίας. Το αντίθετο μάλιστα φαίνεται να ισχύει· ότι δηλαδή η επιλογική πίεση ευνοεί γονίδια σημαντικά για την αναπαραγωγική επιτυχία, ακόμη και αν αυτά έχουν βλαπτικές επιδράσεις στα μετέπειτα χρόνια. Στη χρυσή τομή πρέπει ωστόσο να βρίσκονται γονίδια τα οποία προωθούνται εξελικτικά καθώς είναι ωφέλιμα για όλη τη ζωή μας και ο χειρισμός τους θα μπορούσε να αυξήσει τη μακροβιότητα.


Στις προσπάθειες αποκάλυψης σχετικών με τη μακροβιότητα γονιδίων, η απόλυτη συσχέτιση γονιδίου – μακροβιότητας δεν είναι εύκολη, καθώς πολλά γονίδια συγκληρονομούνται και δεν ξεχωρίζει το σχετικό. Αλλος περιορισμός αφορά την αποκάλυψη γονιδίων μακροβιότητας σε οργανισμούς-μοντέλα, που ωστόσο η προέκταση της σημασίας τους στον άνθρωπο δεν είναι εύκολη. Π.χ., σ’ έναν νηματώδη σκώληκα βρέθηκαν γονίδια μακροβιότητας, αλλά το ζώο αυτό δεν έχει οστά, δεν παθαίνει πνευμονία διότι δεν έχει πνευμόνια, δεν παθαίνει καρδιακή ανακοπή κ.ά. Και μπορεί τα πρωτεϊνικά προϊόντα πολλών ζωικών ειδών να έχουν παρόμοιες λειτουργικές επιδράσεις στο κυτταρικό επίπεδο, αλλά πολύ διαφορετικά αποτελέσματα στο επίπεδο του οργανισμού. Παρ’ όλα αυτά θεωρούνται πολύ χρήσιμες τέτοιες συγκριτικές προσεγγίσεις.


Μια τέτοια πρόσφατη προσπάθεια, δημοσιευμένη τον Ιούλιο του 2005 στο περιοδικό «Cell Metabolism», αποκάλυψε τον σημαντικό ρόλο μιας οικογένειας γονιδίων, των SIRTs, που πιθανόν επιδρούν ρυθμιστικά στο ανοσολογικό σύστημα, στη γονιδιωματική σταθερότητα και στην επιδιόρθωση των λαθών του DNA. Ενα τέτοιο γονίδιο σε καλλιεργούμενα στο εργαστήριο εμβρυϊκά ινοβλαστοκύτταρα ποντικού έδειξε ότι μπορεί να ελέγχει πόσες φορές θα διαιρεθεί το κύτταρο ώσπου να πεθάνει· αντίθετα, ομόλογο γονίδιο που βρίσκεται στις ζύμες εκτείνει τη δυνατότητα του κυττάρου να διαιρείται και αυξάνει επίσης τη μακροβιότητα σκουληκιών και μυγών όταν υπερεκφράζεται.


Στο ίδιο πλαίσιο η ελαττωματική εκδοχή ενός SIRT γονιδίου προκαλούσε συνεχή αύξηση και όχι γήρανση των εμβρυϊκών ινοβλαστοκυττάρων ποντικών τα οποία μετατρέπονται σε «αθάνατα», ενώ προκαλούσε και αντοχή σε οξειδωτικό στρες. Το γονίδιο αυτό πιθανόν επηρεάζει και το ογκοκατασταλτικό γονίδιο p53. Το επόμενο βέβαια βήμα είναι η διερεύνηση της δράσης τού εν λόγω (ελαττωματικού) γονιδίου σε ώριμους ποντικούς και βέβαια σε κύτταρα ανθρώπου.


Παλαιότερες προσπάθειες γενετικής καταγραφής της μακροβιότητας οδήγησαν στην αποκάλυψη συσχέτισης μεταξύ ειδικών παραλλαγών του μιτοχονδριακού DNA και υπεραιωνοβίων Ευρωπαίων και Γιαπωνέζων. Στην Ιταλία επίσης ανάλογη συσχέτιση βρέθηκε για το γονίδιο του υποδοχέα του αυξητικού παράγοντα όπως αυτός της ινσουλίνης (IGF-1). Πέραν τούτων ενοχοποιούνται και γονίδια που εμπλέκονται σε χρόνιες φλεγμονώδεις καταστάσεις, σχετιζόμενα με ασθένειες που επηρεάζουν τη γήρανση, όπως και άλλα που ρυθμίζουν το μήκος των άκρων των χρωμοσωμάτων, των τελομερών, τα οποία επίσης σχετίζονται με τη γήρανση.


H μακροβιότητα του ανθρώπου εξαρτάται αναμφίβολα και από πολιτιστικούς παράγοντες, όπως οι συνήθειες και η κοινωνική υποστήριξη, ενώ μόνο το 25% της ποικιλότητας του χρόνου ζωής του ελέγχεται γενετικά και θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για θεραπευτικούς σκοπούς· καλύτερα ίσως μέσω μη γενετικών προσεγγίσεων, με μικρομόρια που ενεργοποιούν ή αδρανοποιούν σχετικά γονίδια, διότι η γονιδιακή υποκατάσταση στα τρισεκατομμύρια κύτταρά μας είναι ασφαλώς ανέφικτη. Εκτός και αν προχωρήσουμε στη γονιδιακή θεραπεία γεννητικών κυττάρων – τότε όμως εγείρονται σοβαροί βιοηθικοί προβληματισμοί.


Αξίζει να τονιστεί ακόμη ότι τα γονίδια που εμπλέκονται με κάποιον τρόπο στη μακροβιότητα σήμερα πρέπει να είναι διαφορετικά από εκείνα στο απώτερο ή ακόμη και στο πρόσφατο παρελθόν. Και τούτο διότι ο άνθρωπος σήμερα δεν κινδυνεύει ιδιαίτερα να πεθάνει από άγρια θηρία, πείνα, λοιμώξεις κ.ά.· σήμερα υποφέρει – και αναφερόμαστε στον ανεπτυγμένο κόσμο – από σύγχρονες ασθένειες που ήταν άγνωστες λίγες γενεές πριν. Γι’ αυτό η διατροφή, η δημόσια υγεία και η ιατρική φροντίδα αλλάζουν πιθανόν το γενετικό προφίλ των ηλικιωμένων σε σχέση με ό,τι είχε επιλεγεί στην εξελικτική ιστορία του ανθρώπου.


Παρ’ όλη όμως τη συμβολή της βιοϊατρικής τεχνολογίας, μόνον ορισμένα άτομα ή πληθυσμοί έχουν κερδίσει παράταση του προσδόκιμου ορίου ζωής και όχι το είδος μας ολόκληρο, καθώς στην Αιθιοπία, λ.χ., ο μέσος όρος ζωής είναι τα 40 χρόνια. Μία ακόμη παρατήρηση που προσθέτει αρνήσεις στις προσδοκίες όσων πιστεύουν ότι ο άνθρωπος μπορεί να γίνει «αθάνατος», «ονειρευόμενος» ακόμη και την κλωνοποίηση! Μπορεί όμως αποποιούμενος τη ματαιοδοξία της «αθανασίας» ή έστω της παράλογης μακροβιότητας να γίνει πολύ πιο προσεκτικός και πιο ευτυχισμένος στο φευγαλέο παρόν του.


Ο κ. Σταμάτης N. Αλαχιώτης είναι καθηγητής Γενετικής και πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών.