Τον Μορίς Μπεζάρ τον συνάντησα για πρώτη φορά το 1968 στην Πόλη του Μεξικού, τις ημέρες που διεξήγοντο οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Παράλληλα με τους αθλητικούς αγώνες είχαν οργανωθεί και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις επιπέδου. Οι θεατρικές παραστάσεις και οι παραστάσεις μπαλέτου γίνονταν στο θαυμάσιο Teatro des Belles Artes. Ανάμεσα στα καλλιτεχνικά συγκροτήματα που είχαν μετακληθεί ήταν και το Πειραϊκό Θέατρο του Δημήτρη Ροντήρη, το Μπαλέτο του 20ού Αιώνα του Μπεζάρ και η Οπερα του Δυτικού Βερολίνου. Το Μπαλέτο του Μπεζάρ προηγείτο του Πειραϊκού Θεάτρου, οι δε παραστάσεις της βερολινέζικης Οπερας ακολουθούσαν τις δικές μας.


Παρακολούθησα την τελευταία παράσταση του Μπεζάρ περιμένοντας να τελειώσει για να αρχίσουμε ευθύς αμέσως την τεχνική προετοιμασία της δικής μας παράστασης. Στο τέλος πήγα να τον συγχαρώ και να τον ρωτήσω για ποιο λόγο δεν ανταποκρίνεται θετικά στις προσκλήσεις που του γίνονται να παρουσιάσει το Μπαλέτο του στο Ηρώδειο. Μου απάντησε ότι όσον καιρό θα υπάρχει η στρατιωτική χούντα στην Ελλάδα δεν πρόκειται να πάρει μέρος στο Φεστιβάλ Αθηνών. Ηταν κατηγορηματικός. Από εκείνη την ημέρα δεν τον συνάντησα ξανά, παρά πολύ αργότερα όταν ανέβασε την τολμηρή εκείνη παράσταση της «Τραβιάτας» στο Theatre Royal de la Monnaie των Βρυξελλών, σε δική του σκηνοθεσία με πρωταγωνίστρια τη Βάσω Παπαντωνίου και τον Μάνο Χατζιδάκι να διευθύνει την ορχήστρα.


Ηταν εκθαμβωτική εκείνη η βραδιά για όλους, αλλά ιδιαίτερα για μας τους φίλους του Μάνου που είχαμε φθάσει στις Βρυξέλλες από την Αθήνα, το Παρίσι και άλλες πόλεις της Ευρώπης. Ο Μάνος είχε φροντίσει να μας διατεθεί ένα μεγάλο θεωρείο που να μας χωράει όλους. Στο τέλος όμως βρεθήκαμε τόσο πολλοί που δεν μας χωρούσε. Είχαμε στριμωχθεί ο ένας δίπλα στον άλλον, έτσι ώστε να παρουσιάζουμε την εικόνα εκείνου του κινέζικου ακροβατικού νούμερου με το ποδήλατο, πάνω στο οποίο κατορθώνουν να ισορροπούν 18 άτομα.


* Διαβολικός άνθρωπος


Την άλλη ημέρα ο Μάνος μού κλείνει συνάντηση με τον Μπεζάρ. Συναντηθήκαμε και οι τρεις σε μια καφετέρια όχι μακριά από το θέατρο. Συζητήσαμε πολλά πράγματα, πρώτα για τη μουσική που θα έγραφε ο Μάνος για ένα καινούργιο μπαλέτο που είχε στο μυαλό του ο Μπεζάρ και ευθύς μετά την πρότασή μου να τον φέρω στην Αθήνα.


Είχα ακούσει ότι ο Μπεζάρ δεν είναι εύκολος, ότι δεν αποφασίζει γρήγορα ούτε είναι σταθερός στις αποφάσεις του, ότι έχει πολλές τεχνικές απαιτήσεις και ότι δημιουργεί προβλήματα με τις αποφάσεις που ο ίδιος ανατρέπει την τελευταία στιγμή.


Θυμάμαι, π.χ., τη θριαμβευτική πρεμιέρα του μπαλέτου του στην Οπερα του Βερολίνου με θέμα «Το Δακτυλίδι του Νιμπελούγκεν» του Βάγκνερ. Μετά την παράσταση τον ρώτησα αν ήταν δυνατόν να παρουσιασθεί στο Ηρώδειο ένα έργο συνολικής διάρκειας επτά ωρών. Μου είπε: «Θα παιχθεί το μισό τη μια βραδιά και το άλλο μισό την άλλη». Δεν μου είχε πει ότι το «Δακτυλίδι» δεν μπορεί να παιχθεί καθόλου στην υπαίθρια σκηνή του Ηρωδείου.


Υστερα από κάμποσο καιρό πήγα να ξαναδώ το έργο άλλη μία φορά στο θέατρο La Fenice της Βενετίας και να συζητήσω μαζί του τις τεχνικές λεπτομέρειες της προσαρμογής του στη σκηνή του Ηρωδείου. Εδειξε απορημένος και μου είπε ότι ποτέ δεν μου είχε πει πως αυτό το έργο θα μπορούσε να παιχθεί στο Ηρώδειο. Μάλιστα είχε θυμώσει όταν άκουσε ότι το είχα προτείνει κιόλας στο Φεστιβάλ Αθηνών. Ηταν η πρώτη και τελευταία φορά που δεν τα πήγα καλά μαζί του.


Στην Αθήνα τον έφερα συνολικά οκτώ φορές. Το 1982 και το 1983 στο Ηρώδειο, το 1985 στην Επίδαυρο, το 1988 και το 1990 στο Ηρώδειο, το 1993 στο Μέγαρο Μουσικής, όταν παρουσίασε σε παγκόσμια πρεμιέρα τις «Μπαλάντες της οδού Αθηνάς» του Μάνου Χατζιδάκι. Την ίδια χρονιά στο Μέγαρο Μουσικής χορογράφησε το Ρεσιτάλ Χορού της Sylvie Guillem με τον Laurent Hilaire. Και το 1995 τη «Σίσι» για τη Sylvie Guillem.


Αυτός ο διαβολικός άνθρωπος δεν κάνει τίποτε άλλο τα 30 τελευταία χρόνια από το να μας εκπλήσσει. Μαζί του δεν μπορείς να κάνεις λογαριασμό. Ανακατεύει με αλχημική μαεστρία το κλασικό, το μοντέρνο, τη γυμναστική, τη γιόγκα, τον ινδικό χορό, τον μαροκινό, τον λαϊκό ελληνικό, τον ρωσικό. Αναμειγνύοντας το φολκλόρ με το παραδοσιακό κλασικό, το αφηρημένο με το συγκεκριμένο, δημιούργησε ένα μπαλέτο σύγχρονο, που εκφράζει την εποχή μας, που χορεύει για τον κόσμο καταργώντας όλα τα σύνορα. Μαζί του η λέξη «γιορτή» απέκτησε έννοια και το παγκόσμιο κοινό μαγνητίζεται από τα θεάματά του. Γιατί; Γιατί με ένα θαυμαστό ένστικτο ο Μπεζάρ περνά πάνω από τους θεατές. Τους προτείνει με γενναιοδωρία δημιουργίες ζωντανές, πάλλουσες γεμάτες όνειρα και ανθρώπινα συναισθήματα. Με τον Μπεζάρ η ευτυχία παρουσιάζεται ολοκληρωμένη, ακόμη και στην καθημερινότητα της ζωής μας, ακόμη και μέσα στην αβεβαιότητα του σήμερα.


Οταν του ζητούν να δώσει απαντήσεις σε καυτά ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο που δουλεύει και δημιουργεί λέει: «Δεν υπάρχουν απαντήσεις. Ταξιδεύουμε μέσα στη ζωή και ξαφνικά βρισκόμαστε μπροστά σε κλειστές πόρτες. Ανοίγουμε μια για να ανακαλύψουμε μια λύση, ένα κλειδί, αλλά πίσω από κάθε πόρτα βρίσκεται ένας ατελείωτος διάδρομος με περισσότερες πόρτες και θα πρέπει να διαλέξεις κάποια από αυτές για να ανοίξεις και ούτω καθ’ εξής. Ισως όμως αυτό είναι το αληθινό μυστικό της ζωής, ότι θέτουμε ερωτήσεις ενώ δεν υπάρχει παρά μόνο μία απάντηση· αυτή που οδηγεί στον θάνατο».


Τυχαίνει να συνδέομαι από χρόνια και από πολύ κοντά με τον μεγάλο αυτόν καλλιτέχνη. Να έχω παρακολουθήσει τον τρόπο που δουλεύει, στο στούντιο της σχολής του, διδάσκοντας νέους με ταλέντο, κάθε χρώματος και ράτσας, τις γενικές δοκιμές καινούργιων μπαλέτων, τις συνεντεύξεις του, τις καθημερινές του στιγμές με φίλους και συνεργάτες του. Ξενύχτησα πολλές φορές δίπλα του, τις παραμονές μιας πρεμιέρας, όταν δίνει οδηγίες για τα σκηνικά, τη μουσική, τα κοστούμια, τους φωτισμούς. Τον έχω δει να αλλάζει ιδέες την τελευταία στιγμή, να αυτοσχεδιάζει, να συμφωνεί ή να διαφωνεί, να κάνει υποδείξεις. Ποτέ δεν θυμάμαι όλα αυτά τα χρόνια που τον ξέρω να τον έχω δει να υψώνει τη φωνή του, να έχει θυμώσει, να παρασύρεται από το νεύρο και την ένταση της στιγμής και να αποκαλύπτει μιαν άλλη εικόνα από αυτήν που γνωρίζουμε για αυτόν. Είναι ένας φιλόσοφος, ένας διεθνιστής, μια προσωπικότητα που δεν προδίδει μια συγκεκριμένη καταγωγή, μια πατρίδα.


* καθημερινές στιγμές


Δεν είναι καθόλου κοινωνικός και όμως δεν αρνείται τον κόσμο. Δεν είναι εχθρικός με τίποτε. Ούτε όμως φιλικός με οτιδήποτε. Είναι απλός και λιτός. Κάνει παρέα με τους ομοτέχνους του. Δεν τον εντυπωσιάζουν τα ακριβά εστιατόρια. Δεν αρνείται όμως να πάει σε αυτά αν προσκληθεί, παρ’ ότι, αν είναι εκείνος που θα έχει την πρωτοβουλία της επιλογής, θα προτιμούσε μιαν απλή, καθαρή ταβερνούλα ή ένα ζεστό, φιλικό «μπιστρό».


Το καλοκαίρι του 1992 μου τηλεφωνεί, έτσι ξαφνικά, για να μου πει ότι ήθελε να κάνει με ένα μικρό «καΐκι» τον περίπλου της Πελοποννήσου και ότι για αυτό το ταξίδι θα διέθετε 20 ημέρες από την… άδειά του.


Το είπα στον Μάνο και μου απάντησε ότι θα ήτανε σωστό να του προσφέρουμε εμείς τη δαπάνη της ενοικίασης, όχι βέβαια ενός καϊκιού αλλά κάποιου σκάφους που να έχει τις στοιχειώδεις ανέσεις και τουλάχιστον τρία πρόσωπα για πλήρωμα. Ο Μάνος συμφώνησε αμέσως, αλλά δεν μπορούσε εκείνο τον καιρό να αφήσει την Αθήνα. Ετσι ανέλαβα εγώ να συντροφεύσω τον Μπεζάρ σ’ εκείνο το ταξίδι.


Από ‘δώ και πέρα θα καταφύγω στις σημειώσεις που κράτησα:


Σάββατο 4 Ιουλίου 1992: Παραλαμβάνω τον Μορίς Μπεζάρ από το αεροδρόμιο του Ελληνικού και τον πηγαίνω στη μαρίνα του Πασαλιμανιού όπου ήταν πλευρισμένη η «Αρετούσα». Ξεκινάμε το σούρουπο με κατεύθυνση το Αγκίστρι.


Κυριακή 5 Ιουλίου: Στο Αγκίστρι μένουμε όλη την ημέρα και αναχωρούμε στις 17.25 για Παλαιά Επίδαυρο. Παρακολουθούμε στο αρχαίο θέατρο την παράσταση της «Αλκηστης» από τον Ιταλικό Θίασο Αρχαίου Δράματος του Συρακουσών.


Δευτέρα 6 Ιουλίου: Σηκώνουμε άγκυρα στις 7.15 και ύστερα από τέσσερις ώρες ταξίδι αγκυροβολούμε στη Σουπιά του Αστρους.


Τρίτη 7 Ιουλίου: Στις 7.35 σηκώνουμε άγκυρα με κατεύθυνση το Κυπαρίσσι και συνεχίζουμε για τη Μονεμβασιά.


Τετάρτη 8 Ιουλίου: Η επίσκεψη στην Καστρόπολη της Μονεμβασιάς τον εντυπωσίασε.


Πέμπτη 9 Ιουλίου: Παραμένουμε όλη την ημέρα στα Κύθηρα και ξεκινάμε ξανά το απόγευμα στις 16.00 για την Ελαφόνησο.


Παρασκευή 10 Ιουλίου: Αναχωρούμε από την Ελαφόνησο στις 9.40 και φθάνουμε στο Γύθειο στις 13.40.


Σάββατο 11 Ιουλίου: Φεύγουμε από το Γύθειο στις 14.15 και φθάνουμε στην Καλαμάτα στις 22.45.


Κυριακή 12 Ιουλίου: Επισκεπτόμαστε τον Μυστρά. Τον εντυπωσίασε τόσο πολύ ώστε δεν σταματούσε να επαναλαμβάνει ότι ο Μυστράς θα μείνει χαραγμένος για πάντα στη μνήμη του. Στις 14.35 σηκώνουμε ξανά άγκυρα και γραμμή για την Πύλο.


Δευτέρα 13 Ιουλίου: Αναχώρηση από Πύλο στις 9.50. Αγκυροβολούμε στη νήσο Πρώτη και συνεχίζουμε για Κατάκωλο, όπου φθάνουμε στις 20.10.


Τρίτη 14 Ιουλίου: Αναχώρηση από Κατάκωλο στις 14.45 και άφιξη στο λιμάνι της Ζακύνθου στις 18.15.


Τετάρτη 15 Ιουλίου: Φεύγουμε από Ζάκυνθο στις 10.10 με κατεύθυνση το Ληξούρι της Κεφαλλονιάς, όπου πλευρίζουμε στις 17.15.


Πέμπτη 16 Ιουλίου: Αναχωρούμε από το Ληξούρι στις 11.35 για το Αργοστόλι, όπου πλευρίζουμε στις 18.50.


Παρασκευή 17 Ιουλίου: Πηγαίνουμε στο αεροδρόμιο της Κεφαλλονιάς όπου έρχεται να μας παραλάβει το lear jet που παραγγείλαμε για να μας πετάξει στη Ρώμη: το ίδιο βράδυ, στο Φεστιβάλ Roma-Europa της βίλας Μέντιτσι, η Sylvie Guillem και ο Laurent Hilaire εμφανίζονται μαζί σε έργο που είχε χορογραφήσει για αυτούς ο Μπεζάρ. Η παράσταση ήταν ένας αληθινός θρίαμβος. Ο Μπεζάρ ήταν πάλι στο στοιχείο του. Βρισκόταν για ένα βράδυ κοντά σε καλλιτέχνες που ξεχωρίζει και σε ένα κοινό που τον θαυμάζει.


Σάββατο 18 Ιουλίου: Στις 9.00 π.μ. είμαστε και πάλι στο αεροδρόμιο της Ρώμης όπου περιμένει το αεροπλάνο που θα μας φέρει πίσω στην Κεφαλλονιά. Και από ‘κεί στο λιμάνι.


Κυριακή 19 Ιουλίου: Ξεκινάμε από το Αργοστόλι για τον Αγιο Αθανάσιο και στη συνέχεια τη Βασιλική.


Δευτέρα 20 Ιουλίου: Αναχώρηση από τη Βασιλική στις 7.30 και άφιξη στο Νυδρί. Και από ‘κεί στις 15.50 για το Βαθύ της Ιθάκης.


Τρίτη 21 Ιουλίου: Αναχώρηση από το Βαθύ στις 8.40 για τη νήσο Οξυά και από ‘κεί για τη Σκάλα Καλλιθέας.


Τετάρτη 22 Ιουλίου: Αναχώρηση από Σκάλα Καλλιθέας. Πλέουμε τώρα στον Κορινθιακό. Φθάνουμε στο Γαλαξίδι. Επίσκεψη στους Δελφούς.


Πέμπτη 23 Ιουλίου: Αναχώρηση από το Γαλαξίδι στις 9.15 με κατεύθυνση τον Ισθμό και ευθύς μετά συνέχιση του ταξιδιού μέσω της διώρυγας με κατεύθυνση τη Σαλαμίνα, όπου αγκυροβολούμε.


Παρασκευή 24 Ιουλίου: Αναχώρηση στις 6.15 από Σαλαμίνα και άφιξη στο Πασαλιμάνι στις 8.40.


* Οι περιπέτειες του Ροβινσώνα


Οσο κρατούσε το ταξίδι ο Μπεζάρ περνούσε τις ώρες του με την αίσθηση ότι ζούσε κατά κάποιον τρόπο την περιπέτεια του Ροβινσώνα. Εκανε βουτιές από το σκάφος στα γαλανά νερά, περιπάτους στις μοναχικές ακρογιαλιές και απολάμβανε την ελευθερία του. Είχε φέρει μαζί του τον «Guide Bleu», ένα χοντρό βιβλίο με πλήθος πληροφορίες και περιγραφές για τα μέρη που θα συναντούσαμε στο ταξίδι.


Προτού προσεγγίσουμε έναν μικρό όρμο, λιμενίσκο, νησάκι, πόλη ή χωριό ο Μπεζάρ είχε ήδη ενημερωθεί για το κάθε τι. Ηταν φανερό ότι δεν ήθελε να απασχολεί τη σκέψη του με θέματα της δουλειάς του. Τα είχε αφήσει όλα πίσω για να κάνει ξέγνοιαστα τις διακοπές του στην Ελλάδα.


Μετά το τέλος του ταξιδιού έμεινε στην Αθήνα άλλη μία εβδομάδα. Δεν περνούσε ημέρα που να μη συναντιέται με τον Μάνο Χατζιδάκι. Μιλούσαν με τις ώρες για πράγματα που ενδιέφεραν μόνο τους δυο τους. Σχεδίαζε με τον Μάνο ιδέες, τις οποίες σε λίγες ημέρες μπορούσε να ανατρέψει.


«Με κατηγορούν ότι αντιφάσκω» μου έλεγε. «Αντιφάσκω συνεχώς. Η ζωή μου είναι μια σειρά αντιφάσεων. Μόνο οι βλάκες δεν αλλάζουν γνώμη».


Το κείμενο αυτό είναι το τελευταίο από μια σειρά οκτώ πορτρέτων γνωστών προσωπικοτήτων που ο κ. Θ. Κρίτας έγραψε ειδικά για «Το Βήμα», επιστρατεύοντας τις προσωπικές αναμνήσεις του.