Πολύ προτού ο Roland Barthes κάνει λόγο για τον θάνατο του συγγραφέα, δηλαδή πολύ προτού υποστηρίξει την άποψη ότι κατά την προσέγγιση των λογοτεχνικών έργων η βιογραφία ή οι εμπειρίες του συγγραφέα καθώς και οι υποτιθέμενες προθέσεις ή οι επιδιωκόμενοι στόχοι του δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία, η αρχαία ελληνική λογοτεχνία είχε να επιδείξει ένα περίπυστο παράδειγμα για το οποίο ισχύει η αρχή αυτή, τον Ομηρο. Πράγματι, στην περίπτωση του μεγάλου επικού ποιητή τα ασφαλή βιογραφικάστοιχεία είναι ιδιαιτέρως πενιχρά· στην ουσία γνωρίζουμε μόνο το όνομά του και ενδεχομένως τον τόπο προέλευσής του που εντοπίζεται στα ιωνικά μικρασιατικά παράλια ή στα γειτονικά νησιά. Υπ’ αυτήν την έννοια το κείμενο της Ιλιάδας και της Οδύσσειας που του αποδίδεται αποκτά τέτοια αυθυπαρξία ώστε έχουμε κάθε δικαίωμα να μιλούμε για θάνατο του συγγραφέα. Βέβαια μας έχουν διασωθεί από την αρχαιότητα προεπιστημονικές βιογραφίες του ποιητή οι οποίες, καθώς συμπλέκουν τη μυθοπλασία με την αλήθεια, την ανεκδοτολογία με το πραγματικό περιστατικό, την ακριτομυθία με το αντικειμενικό συμβάν, την κωμική παραμόρφωση ή τη σατιρική υπερβολή με το βιογραφικό στοιχείο και καθώς εκλαμβάνουν τις ενδοκειμενικές ενδείξεις ως εξακριβωμένες αυτοβιογραφικές πληροφορίες, είναι τελείως αναξιόπιστες και αποτελούν πεδίο άσκησης της φιλολογικής οξύνοιας.


Αντιστρόφως ανάλογη με την πενιχρότητα των βιογραφικών στοιχείων είναι η σύντονη ενασχόληση με το κείμενο του Ομήρου ήδη από την αρχαιότητα, οπότε εισάγεται ως σχολικό κείμενο και γίνεται αντικείμενο οξείας κριτικής για την ηθικά επιλήψιμη θεολογία του από μεγάλους στοχαστές, όπως ο Ηράκλειτος, ο Ξενοφάνης και ο Πλάτων. Οι ανάγκες του σχολείου οδήγησαν στη συστηματική εξέταση της γλώσσας του Ομήρου, ενώ η ηθικολογική κριτική αντιμετωπίστηκε με την αλληγορική ερμηνεία του. Ο Ομηρος αποκαθίσταται στις σωστές του διαστάσεις και μετατρέπεται σε βάση για μια συνολική θεωρία του έπους με την Ποιητική του Αριστοτέλη, με τον οποίο ολοκληρώνεται η πρώτη φάση της ομηρικής έρευνας. Στους αλεξανδρινούς χρόνους που ακολουθούν μεγάλοι φιλόλογοι εκδίδουν το κείμενο και το συνοδεύουν με γραμματικά, σημασιολογικά, αισθητικά και πραγματολογικά σχόλια. Με την ανακάλυψη της τυπογραφίας και τις πρώτες έντυπες εκδόσεις του Ομήρου εγκαινιάζεται η τρίτη φάση, που αποτελεί το προπαρασκευαστικό στάδιο για την τέταρτη, καθαρά επιστημονική, φάση που αρχίζει το 1795 με τα Προλεγόμενα στον Ομηρο του Friedrich August Wolf.


Κατά την τελευταία αυτή φάση η έρευνα καλείται να δώσει απαντήσεις στα εξής καίρια ερωτήματα: α) Είναι ο Ομηρος συγγραφέας και των δύο πολύστιχων επών; β) Μήπως ένας ατάλαντος συμπιλητής συνέρραψε μικρότερα επικά άσματα από τα οποία προέκυψαν τα σημερινά πολύστιχα ποιήματά μας ή μήπως συσσωμάτωσε γύρω από έναν γνήσιο αρχικό πυρήνα μικρότερα επί μέρους ποιήματα; γ) Μήπως ο ποιητής είναι ένας αλλά χρησιμοποίησε για τη σύνθεση των επών προγενέστερα ποιήματα με το ίδιο ή παρεμφερές θέμα; δ) Μήπως τα τυπικά επίθετα που συνοδεύουν πρόσωπα και πράγματα στο κείμενο και οι στερεότυπες εκφράσεις (λογότυποι), που εκκινούν από τη μονάδα του στίχου, καλύπτουν ολόκληρη συστάδα στίχων και εξικνούνται ως την περιγραφή τυπικών σκηνών, παραπέμπουν σε προφορική σύνθεση των επών;



Ο συγγραφέας τού ανά χείρας βιβλίου παίρνει θέση απέναντι στα ερωτήματα αυτά και προσφέρει τις δικές του απαντήσεις: α) Ο ποιητής της Ιλιάδας και της Οδύσσειας πρέπει να ήταν το ίδιο προικισμένο άτομο. Βεβαίως η Οδύσσεια διαφέρει τόσο από θεματική όσο και από ιδεολογική άποψη από την Ιλιάδα. Αν όμως αναλογισθούμε ότι τα δύο έπη τα χωρίζουν αρκετές δεκαετίες, μια τέτοια διαφορά είναι ευεξήγητη. β) Η ανώτερη ποιότητα των επών, η πολύπλοκη και επιμελημένη δομή και η προωθημένη αφηγηματική τεχνική τους δεν δικαιολογούν κατά κανέναν τρόπο την ύπαρξη ενός κακόζηλου συμπιλητή. Βεβαίως υπάρχουν κάποιες λογικές αντιφάσεις, οι οποίες όμως δεν είναι απαραίτητο να παραπέμπουν σε μηχανιστική συγκόλληση επί μέρους ποιημάτων. γ) Ο Ομηρος αποτελεί την τελευταία και ώριμη φάση μιας μακραίωνης επικής παράδοσης, η οποία αρχίζει ήδη στα μυκηναϊκά χρόνια. Είναι λοιπόν αναμενόμενο να κυκλοφορούσαν προφορικά και άλλες εκδοχές του τρωικού μύθου τις οποίες να γνώριζε και να αξιοποίησε ο ποιητής. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι η αξιοποίηση αυτή έγινε με πρωτότυπο και αριστοτεχνικό τρόπο. Δεν αποκλείεται, π.χ., να προϋπήρξε μια «Αχιλληίδα»· φαίνεται όμως ότι ανήκει στην οξύνοια του Ομήρου το γεγονός ότι πρωταγωνιστής της Ιλιάδας δεν είναι ο Αχιλλέας και τα κατορθώματά του αλλά η μήνις, δηλαδή η γεμάτη πικρία και εκδικητικότητα οργή, η οποία γίνεται αιτία για τον αφανισμό των συντρόφων. Με την επίνοια αυτήν ο Ομηρος αποπροσωποποιεί το έπος, το εσωτερικεύει και του δίνει ψυχολογικό βάθος τέτοιο που δικαιολογημένα να θεωρείται ο θεμελιωτής της δυτικής λογοτεχνίας. δ) Πράγματι, πρέπει να υπήρχε μια παρακαταθήκη λογοτύπων που διευκόλυνε τη σύνθεση εξαμετρικών στίχων και την προφορική τους απαγγελία. Ο συγγραφέας ωστόσο πιστεύει ότι όσα ποιήματα είχαν συντεθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο εξαφανίστηκαν όταν εμφανίστηκε το άρτιο και ώριμο έργο του Ομήρου, το οποίο είναι και το πρώτο έργο που συντέθηκε με τη βοήθεια της γραφής. Για την απόδειξη αυτής της θέσης του ο συγγραφέας επικαλείται τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά τεκμήρια. Στα εξωτερικά τεκμήρια συγκαταλέγεται η σκέψη ότι οι διακειμενικές αναφορές ποιητών όπως ο Σημωνίδης, ο Αλκαίος, ο Στησίχορος κ.ά. οφείλονται σε γνώση του γραπτού κειμένου του Ομήρου. Το ίδιο ισχύεικαι για την επιγραφή στο πασίγνωστο ποτήρι του Νέστορα. Στα εσωτερικά τεκμήρια ανήκει η ανάλυση των δύο επών, που δείχνει ότι υπάρχει ένα στέρεο συνθετικό πρόγραμμα, το οποίο εκτελείται με ακρίβεια και δεξιοτεχνία.


Το βιβλίο ολοκληρώνεται με δύο ιδιαιτέρως σημαντικά κεφάλαια που είναι αφιερωμένα στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια ως λογοτεχνικών προϊόντων. Οι διεισδυτικές αναλύσεις, οι λεπταίσθητες παρατηρήσεις και οι αφηγηματολογικές επισημάνσεις δημιουργούν ένα άκρως ενδιαφέρον και αξιανάγνωστο κείμενο, οι λεπτομέρειες του οποίου δεν μπορούν να αναπαραχθούν εδώ χωρίς βάναυση σχηματοποίηση.


Αφησα τελευταία λίγα λόγια για την ίδια τη μετάφραση. Πιστεύω ότι μια μετάφραση πρέπει να ανταποκρίνεται στις εξής προϋποθέσεις: α) να είναι σαφής, β) να βρίσκει τους ισοδύναμους εκφραστικούς κώδικες ανάμεσα στη γλώσσα προέλευσης και στη γλώσσα υποδοχής, γ) να χρησιμοποιεί το ενδεδειγμένο επιστημονικό ιδιόλεκτο και τη σχετική ορολογία, δ) να γίνεται από μεταφραστές που είναι απολύτως εξοικειωμένοι με το θέμα. Η παρούσα μετάφραση ανταποκρίθηκε με άριστο τρόπο σε όλες τις παραπάνω προϋποθέσεις: α) έλαβε υπόψη της τις διαφορετικές προσλαμβάνουσες και τον διαφορετικό ορίζοντα προσδοκιών που υφίσταται ανάμεσα στο γερμανόφωνο και στο ελληνικό κοινό, πράγμα που συντέλεσε στην απόλυτη σαφήνεια· β) η αντιστοιχία των εκφραστικών κωδίκων έχει επιτευχθεί σε τόσο μεγάλο βαθμό ώστε να πιστεύει κανείς ότι το κείμενο γράφτηκε από έλληνα επιστήμονα· γ) το κείμενο είναι έτσι συνταγμένο ώστε άνετα να μπορεί να ενταχθεί στην ούτως ή άλλως πενιχρή πρωτότυπη ελληνική βιβλιογραφία, με αποτέλεσμα οι νεαροί μας επιστήμονες να είναι σε θέση να το χρησιμοποιήσουν ως πρότυπο ελληνικού επιστημονικού λόγου· δ) τόσο η μεταφράστρια όσο και ο επιμελητής έχουν θητεύσει στην κλασική φιλολογία και από αυτή την άποψη ήταν οι αρμόδιοι για τη μετάφραση αυτού του κειμένου. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ένα επιστημονικό κείμενο δεν είναι αυθύπαρκτο αλλά διαλέγεται, και μάλιστα πολλές φορές υπαινικτικά, με προγενέστερα κείμενα. Αν λοιπόν δεν είναι κανείς εξειδικευμένος μεταφραστής, είναι βέβαιο ότι η μετάφραση θα χωλαίνει. Με αυτούς τους όρους νομίζω ότι αξίζει κάθε έπαινος τόσο στη μεταφράστρια όσο και στον επιμελητή.


Από τις προηγούμενες σκέψεις έγιναν φανερά όχι μόνο το πλούσιο και ενδιαφέρον περιεχόμενο του βιβλίου αλλά και το κοινό προς το οποίο αυτό απευθύνεται. Δεν θα ωφεληθούν πολλαπλά μόνο ο σπουδαστής ή ο εκπαιδευτικός αλλά και ο ευρύτερα καλλιεργημένος αναγνώστης ο οποίος βασανίζεται δικαιολογημένα από την απορία πώς συμβαίνει ο Ομηρος να βρίσκεται στις απαρχές της δυτικής λογοτεχνίας και ταυτόχρονα να αποτελεί το αξεπέραστο μέτρο σύγκρισης.


Ο κ. Δανιήλ Ι. Ιακώβ είναι καθηγητής στο Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.