Στο άρθρο της κυρίας Μ. Παπαματθαίου με τίτλο «Κάτω από τη βάση η ελληνική παιδεία» στο «Βήμα της Κυριακής» 31.3.2002, το τοπίο της ελληνικής εκπαίδευσης παρουσιάζεται ζοφερό. Το άρθρο δομείται σε ορισμένους αυθαίρετα επιλεγμένους «βασικούς άξονες» παραλείποντας ορισμένες από τις πράγματι πιο σημαντικές εκπαιδευτικές πτυχές, όπως, μεταξύ άλλων, η αρχική κατάρτιση και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, η συνεχής βελτίωση του μορφωτικού επιπέδου των Ελλήνων κ.ά. Η απεικόνιση αυτή είναι αποσπασματική και κατά συνέπεια παραπλανητική. Η σοβαρότητα με την οποία η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει το θέμα της Παιδείας επιβάλλει μια ουσιαστική απάντηση έστω και στους επιλεγμένους «βασικούς άξονες» που αναφέρει το άρθρο ώστε να σχηματίσει ο αναγνώστης μια συνολική εικόνα για τα επιτεύγματα, τις προοπτικές αλλά και τα προβλήματα της Παιδείας της χώρας μας κατά τα τελευταία χρόνια.
1 Νέες Τεχνολογίες. Στη χώρα μας εφαρμόζονται συστηματικά από το 1995 προγράμματα εισαγωγής των Νέων Τεχνολογιών στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Σ’ αυτά τα προγράμματα δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση την τελευταία διετία και έχουν ήδη αρχίσει να δίνουν ουσιαστικά αποτελέσματα. Συγκεκριμένα, πράγματι στα Γυμνάσια τώρα η αναλογία είναι ένας υπολογιστής ανά 16 μαθητές ενώ κατά τα προηγούμενα σχολικά έτη η αναλογία ήταν 1 ανά 18 (για το 2001) και 1 ανά 21 (για το 2000). Το ποσοστό βελτίωσης είναι 31,25% για τη διετία 2000-2002. Στα Ενιαία Λύκεια η αναλογία είναι 1 ανά 13 ενώ τα προηγούμενα χρόνια ήταν 1 ανά 18 (για το 2001) και 1 ανά 121 (για το 2000) που έχει ως αποτέλεσμα ο ρυθμός βελτίωσης για τη διετία 2000-2002 να ανέρχεται στο εντυπωσιακό ποσοστό της τάξης του 830,8%. Τέλος, στα ΤΕΕ η αναλογία είναι πάλι 1 ανά 13 μαθητές ενώ τα δύο προηγούμενα έτη ήταν 1 ανά 20 και 1 ανά 51 μαθητές (ποσοστό αύξησης 292,3%). Επίσης, σε αντίθεση με άλλες χώρες όπου οι στόχοι των Νέων Τεχνολογιών είναι σαφώς πιο περιορισμένοι (π.χ. Αυστρία, Φινλανδία, Δανία), τα προγράμματα για την ενσωμάτωση των Νέων Τεχνολογιών στην ελληνική εκπαίδευση αφορούν ένα ευρύ θεματικό φάσμα όπως απόκτηση εξοπλισμού, ανάπτυξη λογισμικού, επιμόρφωση εκπαιδευτικών, ανάπτυξη δεξιοτήτων από τους μαθητές και χρήση του Διαδικτύου (Δίκτυο Ευρυδίκη, Basic Indicators on the Incorporation of ICT into European Education Systems, 2000/01 Annual Report, σελ. 4-6).
Το αξιοσημείωτο όμως στοιχείο είναι ο βαθμός αξιοποίησης του υπάρχοντος υλικού. Παρά τον πράγματι μικρό αριθμό υπολογιστών στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, η διδασκαλία με τη χρήση υπολογιστών ανέρχεται στις 4,3 ώρες εβδομαδιαίως. Ο δείκτης αυτός μας κατατάσσει σε καλύτερη θέση από χώρες όπως το Βέλγιο, η Δανία, η Γερμανία, η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο, η Αυστρία, η Πορτογαλία και η Φινλανδία (Δίκτυο Ευρυδίκη, Basic Indicators on the Incorporation of ICT into European Education Systems, 2000/01 Annual Report, σελ. 14).
Τέλος, συντριπτικό σημείο υπεροχής του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος αφορά την αρχική κατάρτιση των εκπαιδευτικών: Ολοι οι εκπαιδευτικοί που διδάσκουν Πληροφορική στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση είναι απόφοιτοι πανεπιστημιακών τμημάτων με πιστοποιημένη γνώση στο αντικείμενο. Αναφορικά δε με τους εκπαιδευτικούς της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, προέρχονται και αυτοί από πανεπιστημιακά τμήματα όπου συμπεριλαμβάνονται μαθήματα Πληροφορικής, πράγμα που δεν συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπως το Βέλγιο, η Δανία, το Λουξεμβούργο και η Αυστρία (Δίκτυο Ευρυδίκη, Key data on Education in Europe, 1999-2000, σελ. 125). Σχετικά να προσθέσουμε ότι σε εξέλιξη βρίσκεται ένα μεγάλο πρόγραμμα για την επιμόρφωση των 75.000 εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης το οποίο ολοκληρώνεται προς το τέλος του 2003.
2 Διδακτικός χρόνος. Σχετικά με τις ώρες διδασκαλίας η κατάσταση είναι πολύ πιο αισιόδοξη από ό,τι περιγράφεται στο άρθρο σας. Οι μαθητές της Δ’ Δημοτικού έχουν ετησίως 761 ώρες διδασκαλίας υποχρεωτικών μαθημάτων, αριθμός μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο άλλων χωρών όπως η Γερμανία, η Αυστρία και η Φινλανδία (Δίκτυο Ευρυδίκη, Key data on Education in Europe, 1999-2000, σελ. 209). Επίσης στη Β’ Γυμνασίου, οι Ελληνες μαθητές έχουν ετησίως 923 ώρες διδασκαλίας υποχρεωτικών μαθημάτων. Ο δείκτης αυτός υπερέχει του αντίστοιχου πολλών άλλων χωρών όπως το Βέλγιο, η Δανία, η Γερμανία, η Ισπανία, το Λουξεμβούργο, η Πορτογαλία, η Φινλανδία και η Σουηδία (Δίκτυο Ευρυδίκη, Key data on Education in Europe, 1999-2000, σελ. 217).
3 Μαθήματα εναλλάξ. Κατά την τριετία 1999-2001 παραδόθηκαν προς χρήση 264 κτιριακά έργα που αντιστοιχούν σε 2.769 αίθουσες δαπάνης 67 περίπου δισ. δρχ. Στο ίδιο χρονικό διάστημα απεκτήθησαν 232 νέα οικόπεδα (89, 74 και 69 για κάθε μία από τις τρεις χρονιές αντίστοιχα), συνολικής δαπάνης 35 δισ. δρχ. (στοιχεία Οργανισμού Σχολικού Κτιρίων). Επίσης υλοποιείται μεγάλο πρόγραμμα κατασκευής νέων σχολικών κτιρίων που θα λύσει οριστικά το στεγαστικό πρόβλημα στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση ως το 2004 συνολικού ύψους 800 δισ. δρχ.
Οι μέχρι στιγμής ενέργειες έχουν βελτιώσει κατά πολύ την προ τριετίας κατάσταση έχοντας παράλληλα δρομολογηθεί η οριστική λύση στο πρόβλημα της διπλοβάρδιας στα σχολεία της χώρα μας.
4 Σχέση με παραγωγή. Συμφωνούμε απόλυτα ότι η εκπαίδευση στα ΤΕΕ πρέπει να βασίζεται στην ουσιαστική επαφή των μαθητών με την παραγωγική διαδικασία μέσω της απαραίτητης εφαρμογής των θεωρητικών γνώσεων στα εργαστήρια. Για το λόγο αυτό στα αναλυτικά προγράμματα των ΤΕΕ προβλέπονται τα εξής:
Στην Α’ τάξη του 1ου κύκλου του τομέα Κλωστοϋφαντουργίας και Ενδυσης το ωρολόγιο πρόγραμμα προβλέπει την πραγματοποίηση 8 ωρών εργαστηρίων εβδομαδιαίως σε τρία μαθήματα ενώ στη Β’ τάξη του ίδιου κύκλου η πρακτική ενασχόληση αυξάνεται σε 21 ώρες την εβδομάδα για 5 μαθήματα. Αντίστοιχα για τον 2ο κύκλο οι ώρες εργαστηρίου είναι 20 ώρες την εβδομάδα για 6 μαθήματα.
Επίσης, στην ειδικότητα «Μηχανοσυνθετών αεροσκαφών» του 1ου και 2ου κύκλου του μηχανολογικού τομέα προβλέπονται 12 και 16 ώρες εργαστηρίου την εβδομάδα σε σύνολο 24 και 26 ωρών διδασκαλίας αντίστοιχα. Στις ειδικότητες «Αμαξωμάτων», «Μηχανών και συστημάτων αυτοκινήτου» αλλά και «Ψυκτικών Εγκαταστάσεων και Κλιματισμού» μόνο 3 ώρες (σε σύνολο 24 ωρών εβδομαδιαίως) δεν γίνονται στα εργαστήρια. Τέλος, στα εσπερινά ΤΕΕ τουλάχιστον οι μισές ώρες του ωρολογίου προγράμματος είναι εργαστηριακές.
5 Σχολικά βιβλία. Σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Πατρών, υπάρχει βελτίωση των βιβλίων (π.χ. των σχετικών με τη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών) τόσο σε σχέση με τις παιδαγωγικές πρακτικές που προωθούνται όσο και σε σχέση με το περιεχόμενο, την εικονογράφηση αλλά ακόμα και με λεπτομέρειες όπως η σύνθεση της σελίδας.
Φυσικό είναι να παρουσιάζονται και λάθη, που όμως δεν είναι ασυνήθιστα και στα σχολικά εγχειρίδια άλλων χωρών, τα οποία όμως πιστεύουμε ότι η συνεχής προσπάθεια των υπευθύνων θα οδηγήσει στην εξάλειψή τους στο εγγύς μέλλον.
6 Κριτική σκέψη. Ευτυχώς για τους μαθητές μας, οι διεθνείς δείκτες της χώρας μας φανερώνουν μια διαφορετική πραγματικότητα από αυτή που χωρίς επιχειρήματα υποστηρίζει η συντάκτρια του άρθρου. Η κριτική ικανότητα των Ελλήνων μαθητών αποτυπώνεται ξεκάθαρα μέσα από τα αποτελέσματα του προγράμματος PISA που πραγματοποιεί ο ΟΟΣΑ. Στον πίνακα της απομνημόνευσης και της «παπαγαλίας» της πληροφορίας η χώρα μας κατέχει την τέταρτη από το τέλος θέση μεταξύ 31 χωρών ενώ αντίθετα στον πίνακα της κριτικής σκέψης και αξιολόγησης η Ελλάδα βρίσκεται περίπου στη μέση (18η θέση) υπερτερώντας χωρών όπως η Ιταλία, η Γερμανία και η Πορτογαλία (ΟΟΣΑ, Knowledge and Skills for Life, 2000, σελ. 251-253).
7 Χάσμα γενεών. Αναμφίβολα υπάρχει το πρόβλημα του χάσματος των γενεών και κατ’ επέκταση της επικοινωνίας μαθητών – καθηγητών. Το πρόβλημα αυτό όμως έχει πάρει πανευρωπαϊκή διάσταση. Το ποσοστό των εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης που έχουν ηλικία μεγαλύτερη των 40 ετών κυμαίνεται στο 50% περίπου στις περισσότερες χώρες. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το αντίστοιχο ποσοστό στη Γερμανία και στη Σουηδία ανέρχεται περίπου σε 75%-80% (Δίκτυο Ευρυδίκη, Key Data on Education, 1999-2000, σελ. 130-131).
8 Ξένες γλώσσες. Η έναρξη εκμάθησης μιας ξένης γλώσσας ως υποχρεωτικού μαθήματος είναι τα εννέα έτη. Αυτό το χρονικό σημείο έναρξης συγκρίνεται ευνοϊκά με τον αντίστοιχο χρόνο άλλων χωρών όπως η Ιρλανδία, η Δανία, η Ολλανδία, η Γαλλία, η Πορτογαλία, η Γερμανία αλλά και το Ηνωμένο Βασίλειο (Δίκτυο Ευρυδίκη, Key Data on Education in Europe, 1999-2000, σελ. 152-153). Στο άρθρο, μερικές από τις παραπάνω χώρες αναφέρονται ότι ξεκινούν τη διδασκαλία της πρώτης ξένης γλώσσας σε ηλικία μικρότερη των εννέα ετών αλλά αυτό γίνεται σε πιλοτική μορφή και όχι ως υποχρεωτικό μάθημα. Επίσης, όλοι σχεδόν οι Ελληνες μαθητές Γυμνασίου (ποσοστό 99%) διδάσκονται Αγγλικά (το τρίτο καλύτερο ποσοστό μετά τη Δανία και τη Σουηδία που παρουσιάζουν το καθολικό 100%). Τέλος, το 80,7% των μαθητών του Γυμνασίου διδάσκονται τα Γαλλικά (επίσης τρίτο καλύτερο ποσοστό μετά το Λουξεμβούργο και το Φλαμανδόφωνο Βέλγιο – χώρες στις οποίες τα Γαλλικά αποτελούν μια από τις κύριες καθομιλούμενες γλώσσες).
Είναι λοιπόν φανερό ότι η κατάσταση της εκπαίδευσης στη χώρα μας, όπως αυτή απεικονίζεται από τους σχετικούς ποσοτικούς δείκτες, είναι ιδιαίτερα καλή. Το γεγονός αυτό είναι απόρροια των σημαντικών βημάτων προόδου που έχει επιτύχει η εκπαίδευση της χώρας μας κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών και τα οποία, δυστυχώς, ελλιπώς αναγνωρίζονται στο άρθρο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης. Τα υπαρκτά προβλήματα και οι προκλήσεις του μέλλοντος αναφέρονται στην έμφαση που θα πρέπει να δοθεί στην ποιοτική βελτίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας ώστε οι υψηλοί ποσοτικοί δείκτες να μετασχηματισθούν σε ποιοτική αναβάθμιση. Αλλωστε, λόγω των ραγδαίων μεταβολών που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη τεχνο-επιστήμη, η κοινωνία της γνώσης αναδεικνύεται σε κυρίαρχο αίτημα και στόχο της νέας εποχής. Είναι χρέος μας να καταστήσουμε το εκπαιδευτικό μας σύστημα ικανό να συλλαμβάνει τις διεθνείς εξελίξεις, να κατανοεί τις νέες απαιτήσεις και να εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες που προβάλλουν στο διεθνές περιβάλλον επενδύοντας στο ανθρώπινο δυναμικό.
Ο κ. Βασίλης Κουλαϊδής είναι αντιπρόεδρος του Κέντρου Εκπαιδευτικής Ερευνας.