Σχετικά με την πρόσφατη αρθρογραφία και συζήτηση γύρω από την προσαρμογή ή μη της τιμής της μετοχής μετά την αποκοπή μερίσματος, η επιχειρηματολογία που ακολουθεί θα μπορούσε να βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση των εξελίξεων.
Το μέρισμα είναι χρηματικό ποσό που αναλογεί στο τμήμα εκείνο της υπεραξίας που δημιούργησε η εταιρεία κατά την αντίστοιχη χρονική περίοδο της λειτουργίας της. Μέρος της υπεραξίας επανεπενδύεται, όπως υπαγορεύει η βούληση των μετόχων και της διοίκησης για ακόμη μεγαλύτερη αναμενόμενη κερδοφορία κατά τις προσεχείς χρήσεις. Το υπόλοιπο διανέμεται στους μετόχους, όπως υπαγορεύει η λογική της ανταποδοτικότητας και η ηθική της επιβράβευσης. Ενίοτε επενδύεται το σύνολο της παραχθείσης υπεραξίας. Πολλές φορές η μετοχή δεν δίνει μέρισμα για δύο ή περισσότερα έτη. Στην αγορά έγκειται να κρίνει αν το μηδενικό μέρισμα προέρχεται από αδυναμία ή εντάσσεται σε μια στρατηγική έντασης κεφαλαίου που θα αποδώσει τους καρπούς της μελλοντικά.
Το προς διανομή μέρισμα είναι αναντίρρητα ενσωματωμένο στην αξία της μετοχής, αφού αποτελεί περιουσιακό στοιχείο της επιχείρησης. Η επιλογή, εκ μέρους του Χρηματιστηρίου, να αφαιρείται από την εκάστοτε αξία της μετοχής το ποσόν που αντιστοιχεί στο διανεμηθέν μέρισμα ισοδυναμεί με την εξίσωση ενός χρηματικού ποσού με ένα κλάσμα της τιμής της μετοχής. Δηλαδή το Χρηματιστήριο δραχμοποιεί αίφνης όλα εκείνα τα συστατικά που διαμορφώνουν την αξία της μετοχής έλκοντας άνωθεν εξουσία.
Η δογματική αυτή εφαρμογή μιας θεωρητικώς ορθής θέσης που θέλει το μέρισμα τμήμα της μετοχικής αξίας βλάπτει τον επενδυτή μακροχρόνιου ορίζοντα, ο οποίος βλέπει να χάνει κεφαλαιακή αξία του χαρτοφυλακίου του ισόποση με το μέρισμα που εισέπραξε. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ωθείται να επανατοποθετήσει το χρηματικό ποσό του μερίσματος στην αγορά των μετοχών που του το διένειμαν, προκειμένου να ενισχύσει την αξία του χαρτοφυλακίου του. Περιττό ίσως να αναφερθεί πως παρόμοια τοποθέτηση δεν θα ήταν προϊόν στρεβλής λειτουργίας αν αποτελούσε συνειδητή και ελεύθερη επιλογή του επενδυτή και όχι αποτέλεσμα πίεσης της τιμής που το ίδιο το Χρηματιστήριο έρχεται να προκαλέσει. Για τους ίδιους ασφαλώς λόγους δεν ασπάζονται νέοι επενδυτές την πολιτική τοποθέτησης με μακροχρόνιο ορίζοντα.
Κατά συνέπεια, δεν είναι το Χρηματιστήριο ο θεσμός εκείνος που σε μια ελεύθερη και υγιώς λειτουργούσα αγορά θα ορίσει την τιμή της μετοχής έπειτα από μια εταιρική πράξη όπως είναι η αποκοπή μερίσματος. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει θεσμός άλλος από την ίδια την αγορά που ελεύθερα θα αποφασίσει αν πρέπει να τιμωρήσει και πόσο την εταιρεία που διένειμε μέρισμα αντί να το επανεπενδύσει ή να επιβραβεύσει και πόσο μια μετοχή που με συνέχεια και συνέπεια προσελκύει μεταξύ άλλων και λόγω της μερισματικής πολιτικής της τους επενδυτές.
Ας υπογραμμισθεί, τέλος, ότι η επιβεβλημένη από το Χρηματιστήριο προσαρμογή της τιμής της μετοχής επιδρά αρνητικά σε άλλα προϊόντα, όπως τα παράγωγα, όπου η τιμή άσκησης ενός call option δεν προσαρμόζεται ανάλογα ώστε να συμπεριλάβει τη νέα τιμή που θα προκύψει από τη μείωση της τιμής της μετοχής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ωφελούνται οι αγοραστές των puts εις βάρος των αγοραστών των calls που δεν δικαιούνται μερίσματος.
Με την υιοθέτηση της μη παρέμβασης στην τιμή της μετοχής με την αποκοπή μερίσματος το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ασπάστηκε την πρακτική άλλων χρηματιστηρίων, μεταξύ των οποίων το London Stock Exchange, αναδεικνύοντας την αγορά ρυθμιστή των τιμών των διαπραγματεύσιμων σε αυτό μετοχών. Από μια τηλεφωνική έρευνα που πραγματοποιήθηκε στις ανεπτυγμένες χρηματιστηριακές αγορές της Ευρώπης, διαπιστώθηκε ότι σε αρκετές χώρες τα χρηματιστήριά τους δεν παρεμβαίνουν στη διαμόρφωση της τιμής της μετοχής μετά την αποκοπή του μερίσματος (Γερμανία, Δανία, Φινλανδία, Νορβηγία, Λουξεμβούργο). Επίσης διαπιστώθηκε ότι το ίδιο συμβαίνει στο χρηματιστήριο της Αυστραλίας.
Ο υπογράφων ελπίζει ότι βοήθησε στην κατανόηση μιας πρακτικής που θα βοηθήσει την αγορά να προσελκύσει την κατηγορία εκείνη των επενδυτών που τάσσονται υπέρ της μακροχρόνιας χρηματιστηριακής επένδυσης.
Ο κ. Ιωάννης Τσιτσίμης είναι προϊστάμενος του Τμήματος Ερευνας και Ανάπτυξης του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών. Το άρθρο απηχεί τις προσωπικές απόψεις του συγγραφέα.