Δεν υπήρξαμε ποτέ επαναστάτες
Ηταν το 1974, στη μεταπολίτευση, όταν τα βραχάκια του Λυκαβηττού φιλοξένησαν τους πρώτους νόμιμους θεατές τους. Αιτία; Ο ερχομός για πρώτη φορά στην Ελλάδα, έπειτα από πρωτοβουλία της Μελίνας Μερκούρη και του Κάρολου Κουν, του νεοϋορκέζικου θιάσου που από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 ανήκε στη θεατρική πρωτοπορία: του «Λα Μάμα». Τρεις τραγωδίες «τοποθετημένες» στο κοίλο και στον περιβάλλοντα χώρο του θεάτρου με πρώτη τις «Τρωάδες» και επόμενες την «Ηλέκτρα» και τη «Μήδεια» αλλά και με έντονη την αίσθηση την τόσο σπάνια τότε για τα αθηναϊκά καλλιτεχνικά δεδομένα της συμμετοχής σε ένα παγκόσμιο θεατρικό γεγονός. Τον Σεπτέμβριο, 25 χρόνια μετά, η κλασική πλέον «τριλογία» του πολυφυλετικού θεατρικού συγκροτήματος επιστρέφει στην Αθήνα για τέσσερις παραστάσεις στο σεληνιακό τοπίο του Θεάτρου Πέτρας. Αφορμή για αποτιμήσεις και επανεκτιμήσεις των καλλιτεχνικών δεδομένων αλλά και για μια κουβέντα εφ’ όλης της ύλης με την «ψυχή» του συγκροτήματος, την Ελεν Στιούαρτ, γνωστή στους φίλους της ως Λα Μάμα.
Η απόφαση του αμερικανού σκηνοθέτη Μίλος Φόρμαν να μεταφέρει πριν από δύο ακριβώς δεκαετίες στη μεγάλη οθόνη ένα από τα δημοφιλέστερα μιούζικαλ του οφ Μπρόντγουεϊ το περίφημο «Hair» («Τρίχες») συνάντησε τη δυσπιστία των κριτικών. Ο έρωτας του νεαρού Claude από την Οκλαχόμα για την πλούσια Sheila την εποχή των χίπις και του Βιετνάμ θεωρήθηκε ακατάλληλος για κινηματογράφηση· ο σκηνοθέτης όμως τους διέψευσε. Η ταινία του αποδείχθηκε μια από τις καλύτερες μεταφορές μιούζικαλ στο σινεμά, χαρακτηρίστηκε μάλιστα περισσότερο πολιτικοποιημένη από τη θεατρική παραγωγή. Ανεβασμένο επί σκηνής το 1967 στα χρόνια του κινήματος των χίπις και του πολέμου στο Βιετνάμ, το πρωτοποριακό «Hair» κατηγορήθηκε από ορισμένους για «υπερβολικό αισθησιασμό», η επιτυχία ωστόσο που γνώρισε το μιούζικαλ ήταν αρκετή για να προσδώσει μεγάλη δημοσιότητα στον πρωτοποριακό θίασο που είχε αρχίσει να αναστατώνει τη θεατρική ζωή της Νέας Υόρκης, μία δεκαετία σχεδόν αργότερα από την πρόκληση του επίσης νεοϋορκέζικου «Λίβινγκ Θίατερ»: τον «Λα Μάμα». Το ξεκίνημα του θιάσου
«Τα πρώτα χρόνια του «Λα Μάμα» τις αρχές της δεκαετίας του ’60» μας λέει χαρακτηριστικά η Ελεν Στιούαρτ, ιδρύτρια του θιάσου και καλλιτεχνική διευθύντριά του, «καταφέραμε να επιβιώσουμε χάρη σε μια ταμπέλα: «Καφέ Λα Μάμα». Το υπόγειο που μας στέγαζε τότε βρισκόταν σε μια γειτονιά απαγορευμένη για τους μαύρους, για τους Εβραίους και για τους… Ισπανούς! Για καλή μας τύχη, αγόρασε το κτίριο ένας Ουκρανός ο οποίος αρνήθηκε να μας κάνει έξωση. Χρειαζόταν όμως άδεια λειτουργίας και η μόνη λύση για εκείνους τους καιρούς ήταν να χαρακτηριστεί καφέ». Μόλις το 1973 το «Λα Μάμα» άρχισε να λειτουργεί κανονικά ως θέατρο και η ίδια η Λα Μάμα κατά κόσμον Ελεν Στιούαρτ απαλλάχθηκε οριστικά από τις φυλακίσεις που την ταλαιπωρούσαν στο παρελθόν. Οι δυσκολίες να αποκτήσει ο θίασος επαγγελματική στέγη δεν εμπόδισαν ωστόσο τη δημιουργία μιας σε μόνιμη βάση επικοινωνίας με την άλλη ακτή του Ατλαντικού, με τη συμβολή του Τεντ Χόφμαν. Περιοδεύοντας στην Ευρώπη
Στην Ευρώπη το «Λα Μάμα» περιόδευσε πρώτη φορά το 1965. «Θέλαμε να κάνουμε γνωστή τη δουλειά μας, τον τρόπο με τον οποίο δουλεύαμε επάνω στη μουσική, στην κίνηση, στην εικόνα. Σε ένα από αυτά τα ταξίδια μας γνωρίσαμε τον Γκροτόφσκι. Παράστασή του δεν είδα ποτέ, γνώρισα όμως την ψυχή του και ένιωσα αμέσως ότι ο κόσμος έπρεπε να τον γνωρίσει» θυμάται η Ελεν Στιούαρτ. Ο Γέρζι Γκροτόφσκι ταξιδεύει στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1967 και η Νέα Υόρκη έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με το «φτωχό θέατρό του». «Γίναμε φίλοι. Μου λείπει πολύ. Εχουν όμως πια «φύγει» τόσοι και στο «τραπέζι» μας κάθονται ακόμη πολλοί. Μπορεί εδώ να έχεις λίγο Γκροτόφσκι και δίπλα λίγο Τενεσί Γουίλιαμς αλλά παραπέρα έχεις κάτι από Σαμ Σέπαρντ και από Λα Μάμα!». Τα χρόνια που ακολούθησαν, τον πολωνό πρωτοπόρο διαδέχεται μια σειρά από ευρωπαίους αλλά και από αμερικανούς σκηνοθέτες και ηθοποιούς τους οποίους θα φιλοξενήσει η Λα Μάμα, όπως τον Μπομπ Γουίλσον και τον Χάρβεϊ Καϊτέλ, χωρίς βέβαια να ξεχνάμε και τους «δικούς της Ελληνες» που μαθήτευσαν κοντά της. «Είχα πάντα μεγάλη ανάγκη από ανθρώπους. Χωρίς αυτούς δεν γίνεται τίποτε». Μια ιστορία ένα όνομα
Το όνομα «Λα Μάμα» γεννήθηκε τη δεκαετία του ’50, προηγήθηκε δηλαδή της ίδρυσης του θεάτρου. «Δούλευα στη Νέα Υόρκη ως σχεδιάστρια μόδας όταν το αφεντικό μου προσέλαβε 15 Εβραίους να δουλέψουν στο ατελιέ μου, ανθρώπους δυστυχισμένους που τα είχαν χάσει όλα στον πόλεμο και που όλοι με φώναζαν «Μάμα»» θυμάται η Ελεν Στιούαρτ και συνεχίζει: «Οταν αναγκαστήκαμε να βγάλουμε άδεια ως καφέ έπειτα από τις συνεχείς καταγγελίες των γειτόνων, ο υπεύθυνος άκουσε να με φωνάζουν «Μάμα», το θεώρησε ιδανικό και έτσι καθιερώθηκε!».
Σήμερα το «Λα Μάμα» έχει δώσει παραστάσεις από την Αργεντινή και την Ουρουγουάη ως την Κεντρική Αφρική και την Νότια Κορέα παρουσιάζοντας συνολικά περισσότερες από 2.000 παραγωγές. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 οι κριτικοί υποστηρίζουν ότι έχει πλέον εγκλωβιστεί σε ένα είδος «κλασικής πρωτοπορίας», όταν όμως μιλάμε για παρακμή στην Ελεν Στιούαρτ η απάντησή της είναι κατηγορηματική: «Τίποτε δεν έχει αλλάξει από τη δεκαετία του ’60. Εμείς δεν θεωρούσαμε ποτέ τους εαυτούς μας επαναστάτες. Αυτό που εσείς αποκαλείτε θέατρο, εμείς χαρακτηρίζαμε απλώς ως τον δικό μας τρόπο επικοινωνίας με τον κόσμο. Αρκεί να σας πω ότι στο ξεκίνημά μας για τη σκηνή δεν γνωρίζαμε παρά ελάχιστα. Ενδίδαμε σε όλα τα «λάθη», σε πράγματα δηλαδή που κανείς άλλος δεν είχε κάνει. Η διαφορά είναι ότι στη δική μας περίπτωση, τα «λάθη» μας άρχισαν να εκλαμβάνονται σιγά σιγά ως σωστά!». Παράλληλα, και παρά την εμμονή της Ελεν Στιούαρτ να υποστηρίζει ότι «σχολή δεν υπήρξαμε ποτέ», το «Λα Μάμα» βρήκε συνοδοιπόρους στις πιο απίθανες γωνιές της γης. Ακόμη και σήμερα η Ελεν Στιούαρτ δίνει διαλέξεις σε όλο τον κόσμο με σταθερό σημείο αναφοράς το Διεθνές Κέντρο Θεατρικών Σπουδών που ίδρυσε η ίδια πριν από εννέα χρόνια στην Ούμπρια της Ιταλίας, ενώ ακόμη και τη δεκαετία του ’90 συμβαίνουν γεγονότα που καταδεικνύουν ένα είδος διαχρονικότητας των επιλογών της, όπως η παράσταση του αντιμιλιταριστικού «Hair» που ανέβηκε στο Σαράγεβο τον καιρό του πολέμου.
Ρόλο πρωταγωνιστικό στις παραστάσεις του «Λα Μάμα» έπαιζε πάντα η μουσική δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η ίδια η Ελεν Στιούαρτ εκτός από τη σκηνοθεσία έχει ασχοληθεί και με τη συγγραφή λιμπρέτων για σύγχρονες όπερες. «Η μουσική αποτελούσε πάντα για εμάς ένα άλλο έργο τέχνης που το «διαβάζαμε» παράλληλα με το έργο του συγγραφέα. Σαν να είχαμε ανακαλύψει σε αυτή μια δίοδο επαφής με το κοινό». Κάπως έτσι άλλωστε, από μια ανάγκη επικοινωνίας, γεννήθηκε και το «Λα Μάμα». «Θέλησα να στηρίξω δύο φίλους. Στην αρχή έκανα τα κοστούμια, βοηθούσα στο σενάριο, έτρεχα να βρω τα λεφτά για το ενοίκιο, στεκόμουν στη γωνία έξω από το θέατρο και προσκαλούσα τους περαστικούς… Τις ημέρες που καταφέρναμε να μαζέψουμε έξι, το θεωρούσαμε επιτυχία. Εχουμε παίξει και μπροστά σε έναν θεατή. Δεν μας πείραζε. Το θέατρο για εμάς ήταν το ελιξίριο της ζωής!». Οι αθηναϊκές παραστάσεις
Η τελευταία φορά όπου η Ελεν Στιούαρτ παρουσίασε δουλειά της στην Ελλάδα ήταν το 1992 με την «Ιφιγένεια εν Ταύροις» που ανέβασε σε συμπαραγωγή του «Λα Μάμα» με το Θέατρο του Νότου (είχε προηγηθεί το 1985 ο «Οιδίπους Τύραννος» στην Αθήνα στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας). Στο τρίπτυχο που θα δούμε, έπειτα από πρωτοβουλία του Θεόδωρου Κρίτα στο Θέατρο Πέτρας, ο λόγος των τραγικών ποιητών θα ακουστεί στα αρχαία ελληνικά. «Ο τρόπος που παίζουμε τραγωδία απέχει αισθητά από τον δικό σας. Εσείς είστε εκπαιδευμένοι σε αυτό. Εμείς όχι. Οι παραστάσεις μας βασίζονται στην ιδέα της τραγωδίας, στον μύθο της. Δεν ακυρώνουμε τον συγγραφέα αλλά από την άλλη σε καμία παράστασή μας δεν στηριζόμαστε στο κείμενο αυτό καθεαυτό. Αρκεί να σας πω ότι από το σύνολο των παραγωγών μας έχω διαβάσει ολόκληρα μόνο 15 κείμενα».
Ο θίασος «Λα Μάμα» της Ελεν Στιούαρτ θα παρουσιάσει το τρίπτυχο «Ηλέκτρα», «Τρωάδες» και «Μήδεια» στις 2, 3, 4 και 5 Σεπτεμβρίου στο Θέατρο Πέτρας. Η σκηνοθεσία είναι του Andrei Serban και η μουσική της Elisabeth Swados. Οι παραστάσεις δίνονται στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Πέτρας με τη συμπαράσταση του ΕΟΤ.