Ο «Ομηρος» ξεκίνησε χθες το ταξίδι του για έρευνες στην «Αφροδίτη» υπό στενότατη ισραηλινή και αμερικανική παρακολούθηση και με ετοιμότητα εναλλακτικών σχεδίων για την αντιμετώπιση κάθε ενδεχόμενης απειλής. Αλλά ακριβώς επειδή υπάρχουν αυτές οι εγγυήσεις ασφαλείας, καθώς επίσης και οι ξεκάθαρα εκπεφρασμένες θετικές θέσεις της Ε.Ε. και της Ρωσίας, ουδείς αναμένει στα σοβαρά μια επιθετική τουρκική κίνηση εναντίον του «Ομήρου», παρά τις μεγαλοστομίες της Αγκυρας. Όμως, αυτό, κάθε άλλο παρά μπορεί να μας καθησυχάζει. Αντιθέτως.
Τόσο για λόγους ουσίας σχετικά με την ενέργεια, όσο και για λόγους εικόνας στην οποία επενδύουν πάρα πολλά, οι Τούρκοι έχουν ανεβάσει πολύ ψηλά την ένταση σχετικά με το ζήτημα των κυπριακών ερευνών, την ίδια στιγμή που έχουν σηκώσει κατά πρωτοφανή τρόπο τους τόνους εναντίον του Ισραήλ γενικότερα, εμφανιζόμενοι ως αυτόκλητοι «αρχηγοί» του αραβικού και ισλαμικού κόσμου – κάτι που, πάντως, ευθέως τους αμφισβήτησαν χθες οι «Αδελφοί μουσουλμάνοι» της Αιγύπτου όπως πιθανότατα σύντομα θα τους αμφισβητήσει και η Τεχεράνη.
Όμως, το βέβαιο είναι ότι, πλέον, μετά από όλα αυτά, οι Τούρκοι θα δυσκολευτούν πολύ να μείνουν άπραγοι, αφού, όπως έχουν πολιτευθεί, κάτι τέτοιο θα συνιστά σημαντικό και πολλαπλό πλήγμα: για την εικόνα που καλλιεργεί η Τουρκία για τον εαυτό της, για τις εντός της εσωτερικές ισορροπίες, για τη διεθνή τους εικόνα, αλλά και για το ουσιαστικό θέμα της ενέργειας στην περιοχή όπως το αντιλαμβάνονται.
Από την άλλη πλευρά, ξέρουν πολύ καλά ότι το να χτυπήσουν τον «Ομηρο» πιθανότατα θα οδηγήσει σε καταστροφή εις βάρος τους από την απάντηση που θα λάβουν.
Είναι συνεπώς σφόδρα πιθανό να κρίνουν ότι πρέπει να δείξουν αλλού τη «δύναμή» τους. Και το πιο πρόσφορο γι’ αυτούς «αλλού», είναι είτε αυτό που ονομάζουν «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο, είτε σημεία της ελληνικής ΑΟΖ με στρατηγικό χαρακτήρα ως προς τα ενεργειακά θέματα.
Αυτό μπορούν να το πράξουν είτε με ουσιαστικές, είτε με συμβολικές στρατιωτικές ενέργειες, ανάλογα το πόσο πολύ εκτιμούν ότι τους εξυπηρετεί να προκαλέσουν. Ηδη, η αναφερόμενη από χθες κινητικότητα μονάδων του στόλου τους, δίνει το πρώτο στίγμα.
Το ερώτημα λοιπόν, είναι τι θα κάνει η Ελλάδα αν η Τουρκία επαναφέρει de facto με τις κινήσεις των μονάδων της την έννοια «γκρίζες ζώνες» και διεκδικήσει έμπρακτα να τις κάνει «κόκκινες», πάλι καταλαμβάνοντας βραχονησίδες, ή προχωρώντας σε ναυτικούς αποκλεισμούς, ή προχωρώντας πράγματι σε έρευνες σε θαλάσσιες περιοχές που δεν της ανήκουν, ότι άλλο – υπάρχουν πολλές ενδεχόμενες διαβαθμίσεις.
Αν, αυτή ή όποια άλλη προσεχή στιγμή συμβεί κάτι τέτοιο, η Ελλάδα θα μείνει αδρανής ή θα αντιδράσει; Και πώς;
Ο μακράν πιο καθοριστικός παράγοντας γι αυτό, είναι ο λεγόμενος «διεθνής παράγοντας». Είναι το αν η Ελλάδα έχει προετοιμαστεί επαρκώς διπλωματικά για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες θα λάβουν θέση σε περίπτωση τέτοιας κλιμάκωσης, ή αν θα την παρακολουθήσουν απαθείς, δίνοντας ουσιαστικά στους Τούρκους το πράσινο φως.
Αν συμβεί κάτι τέτοιο, το ταξίδι του «Ομηρου» θα εξελιχθεί πολύ γρήγορα σε «Οδύσσεια» για την Ελλάδα (και στο βάθος, τελικά, και για την Κύπρο) – και μάλιστα με καθόλου βέβαιη την… επιστροφή του Οδυσσέα στο σπίτι του.
Αν πάλι η Ελλάδα έχει προετοιμαστεί – κάτι που μπορεί κανείς να υποθέσει και από το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός στη Θεσσαλονίκη έκανε λόγο για έρευνες στο Ιόνιο και νότια της Κρήτης – το σενάριο της «Ιλιάδας» είναι πολύ πιο κοντά. Και, μάλιστα, χωρίς να χρειαστεί να βαστήξει και τόσα χρόνια, ούτε να απαιτήσει ιδιοφυή τεχνάσματα…
Όμως, σε κάθε περίπτωση, ο πραγματικός «ποιητής» του οποίου το όνομα πρωταγωνιστεί πλέον στις εξελίξεις και ο οποίος θα γύρει την πλάστιγγα της ιστορίας είτε σε «Οδύσσεια» είτε σε «Ιλιάδα», με όλες τις σχετικές συνέπιες για την κάθε πλευρά, είναι, αναμφισβήτητα, οι Ηνωμένες Πολιτείες. Και ελπίζει και πιστεύει κανείς ότι τόσο η Αθήνα όσο και η Λευκωσία έχουν, από κοινού, πλήρη και εναργή συνείδηση αυτής της πραγματικότητας και βάση αυτής έχουν προετοιμαστεί.
Εξίσου ελπίζει ότι στους σχετικούς σχεδιασμούς έχει συμμετοχή και παρουσία και το Ισραήλ, που μια ενδεχόμενη τουρκική κλιμάκωση εις βάρος της Ελλάδας με αυτή την αφορμή, επίσης το αφορά ως ένα σημαντικό βαθμό.
Τέλος, ελπίζει ότι οι δύο χώρες, Κύπρος και Ελλάδα, έχουν αμφίδρομα απόλυτη συνείδηση ότι σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά στην ιστορία τους, ισχύει σε όλα τα επίπεδα, μια ρήση που δεν είναι του Ομήρου: «κοινή γαρ η τύχη, και το μέλλον, αόρατον»…
Ότι σε αυτό το ταξίδι που ξεκίνησε χθες ο Ομηρος, ο δρόμος δεν μπορεί παρά να είναι κοινός. Από την ώρα που, περισσότερο από ποτέ, κοινοί είναι οι πρόσθετοι νέοι κίνδυνοι, το ίδιο κοινές οφείλουν να είναι τόσο οι άμυνες, όσο και οι ελπίδες.
Αν όλες αυτές οι συνθήκες δεν έχουν εξασφαλιστεί, το «έπος» θα είναι πολύ σκοτεινό…



