Πρόσφατη έρευνα δείχνει ότι οι διαφορές επίδοσης στα μαθηματικά μεταξύ των δύο φύλων μπορεί να οφείλεται, ανάμεσα σε άλλους παράγοντες, και σε έλλειψη σιδήρου από τη δίαιτα των κοριτσιών ή στην απώλεια σιδήρου με την έμμηνο ρύση. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα αγόρια υπερτερούν των κοριτσιών στα μαθηματικά, όπως αυτό μετριέται με διάφορα τεστ αξιολόγησης και βαθμούς επιδόσεων στο επίμαχο μάθημα. Ωστόσο, όπως πολύ σωστά επισημαίνουν οι ερευνητές, το πρόβλημα της δυσκολίας των κοριτσιών στα μαθηματικά είναι πολυπαραγοντικό και υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που καθορίζουν την επιτυχία ή την αποτυχία τους στο συγκεκριμένο μάθημα. Ας ρίξουμε λοιπόν μια ματιά σε αυτούς τους διαφορετικούς παράγοντες.



Υπάρχουν συγκεκριμένες διαφορές ανάμεσα στον ανδρικό και στον γυναικείο εγκέφαλο, οι οποίες καθορίζουν και τη συμπεριφορά των δύο φύλων σε πληθώρα θεμάτων, από τη σεξουαλική λειτουργία ως την αριθμητική ικανότητα. Ας δούμε όμως από κοντά τι ακριβώς συμβαίνει. Υπάρχουν φανερές διαφορές στη συμπεριφορά και στις γενικές λειτουργίες του εγκεφάλου που έχουν καταγραφεί και αναλυθεί με ακρίβεια. Για παράδειγμα, κατά κανόνα τα κορίτσια μαθαίνουν να διαβάζουν σε μικρότερη ηλικία από τα συνομήλικά τους αγόρια και τα καταφέρνουν καλύτερα σε οτιδήποτε σχετίζεται με την αλφαβήτα. Επομένως από πολύ νωρίς τα κορίτσια επιδεικνύουν μια έφεση προς τα λεκτικά μαθήματα. Από την άλλη πλευρά όμως, τα αγόρια έχουν καλύτερες ικανότητες σε παιχνίδια κατασκευών, όπως αυτά με τα τουβλάκια, και σε παιχνίδια που απαιτούν από το παιδί να φανταστεί πώς θα ήταν η περιστροφή ενός αντικειμένου στον σωρό, ικανότητες που έχει βρεθεί ότι σχετίζονται με τις καλές επιδόσεις στα μαθηματικά. Οι καλύτερες ικανότητες των αγοριών σε αυτού του είδους τα κατασκευαστικά παιχνίδια και στα έργα νοητικής περιστροφής αποτελεί μια ανταμοιβή της συμπεριφοράς του παιχνιδιού: δηλαδή, όσο πιο πολύ παίζει το αγοράκι με τα τουβλάκια του και κάνει κατασκευές ­ δραστηριότητα που απαιτεί να φανταστεί το πώς θα δείχνει η τελική κατασκευή στον χώρο ­ τόσο περισσότερο ευχαριστιέται με τα επιτεύγματά του, πράγμα το οποίο είναι μια ηθική ικανοποίηση και ανταμοιβή που ωθεί το παιδί στο να συνεχίσει το παιχνίδι προς αυτή την κατεύθυνση. Αντίθετα, τα κορίτσια, τα οποία κατά κανόνα δεν έχουν τόσο ανεπτυγμένες ικανότητες σε αυτόν τον τομέα, δεν βρίσκουν ευχαρίστηση στα παιχνίδια κατασκευών και από κάποιο σημείο και μετά τα αποφεύγουν, γιατί η ενασχόλησή τους με αυτά δεν τους προσφέρει ικανοποίηση. Ετσι αυτό που ξεκινάει ως γενετικά προκαθορισμένη προτίμηση καταλήγει να γίνει μαθημένη συμπεριφορά.


* Η μεταστροφή στο γυμνάσιο


Τα πιο πολλά κορίτσια ξεκινούν με αυτοπεποίθηση και υγιή αυτοεκτίμηση τις «σπουδές» τους στο δημοτικό σχολείο, διαβάζουν, ενδιαφέρονται και τα πηγαίνουν καλά σε μαθήματα όπως η αριθμητική και η φυσική. Ετσι νιώθουν περήφανες για τις επιδόσεις τους και τη γενική σχολική πρόοδό τους. Ωστόσο με την έναρξη των γυμνασιακών χρόνων παρατηρείται σημαντική μεταστροφή όσον αφορά την πρόοδο των κοριτσιών στα μαθηματικά και γενικότερα στα μαθήματα της θετικής κατεύθυνσης. Σε αυτή τη φάση της ζωής τους τα κορίτσια αρχίζουν και νιώθουν ανασφάλεια και αισθήματα κατωτερότητας και εγκαταλείπουν τα όνειρά τους να αφοσιωθούν στον επιστημονικό τομέα.


Ολοένα και περισσότεροι ειδικοί στον τομέα της εκπαίδευσης, με πρωτοπόρο την Carol Gilligan του Πανεπιστημίου Wellsley της Μασαχουσέτης, πιστεύουν ότι αυτά τα αρνητικά συναισθήματα των κοριτσιών οφείλονται στις προκαταλήψεις που τους εμφυσούν δάσκαλοι, γονείς και συμμαθητές, και συχνά απομακρύνουν τα κορίτσια από τις θετικές επιστήμες.


* Μέσα στην τάξη


Η έρευνα της Αμερικανικής Εταιρείας των Γυναικών στα Πανεπιστήμια συγκέντρωσε εκατοντάδες ερευνών πάνω στο θέμα της προκατάληψης στην εκπαίδευση και δημοσίευσε τα πορίσματά της με σκοπό να αφυπνίσει το κοινό, τόσο γονείς όσο και δασκάλους, για συμπεριφορές που συχνά γίνονται ασυναίσθητα αλλά που έχουν βαθιά επίδραση στη μόρφωση των γυναικών. Ετσι σύμφωνα με την έκθεση:


* Οι δάσκαλοι/καθηγητές δίνουν λιγότερη προσοχή στα κορίτσια απ’ ό,τι στα αγόρια όσον αφορά τα μαθήματα της θετικής κατεύθυνσης.


* Τα κορίτσια που παίρνουν καλούς βαθμούς στα μαθηματικά, στη φυσική και στη χημεία είναι λιγότερο πιθανό να ακολουθήσουν επιστημονική ή τεχνολογική καριέρα σε σχέση με αγόρια.


* Τα αγόρια συχνά επικαλούνται την έλλειψη προσπάθειας από μέρους τους όταν δεν τα πάνε καλά στα συγκεκριμένα μαθήματα, ενώ τα κορίτσια εξηγούν την αποτυχία τους στα ίδια θετικά μαθήματα λόγω έλλειψης ικανοτήτων.


* Τα βιβλία και τα σχολικά προγράμματα εξακολουθούν να παρουσιάζουν στερεοτυπικούς γυναικείους ρόλους, με αποτέλεσμα τα κορίτσια να μην έχουν θηλυκά μοντέλα συμπεριφοράς στον χώρο των θετικών επιστημών.


* Το γεγονός ότι τα κορίτσια θεωρούνται πιο εργατικά, ήσυχα, προσεκτικά και ευγενικά από τα αγόρια μπορεί να στραφεί εναντίον τους στην τάξη, όπου οι διδάσκοντες δίνουν περισσότερη προσοχή στους μαθητές που προκαλούν προβλήματα και αναταραχή στην τάξη, δηλαδή συνήθως στα αγόρια.


* Η «μαθημένη ανημπόρια»


Ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι η συμπεριφορά των διδασκόντων προς τα κορίτσια συντείνει στη δημιουργία του αισθήματος της μαθημένης ανημπόριας, δηλαδή στην έλλειψη της επιμονής στα θετικά μαθήματα, στην τάση των κοριτσιών να νιώθουν αδύναμα και να διστάζουν να απαντήσουν και να κινηθούν αυτόνομα.


Από την άλλη, τα αγόρια ενθαρρύνονται να βρίσκουν μόνα τους τη λύση, πράγμα που τους δημιουργεί την αίσθηση της αυτονομίας και του προσωπικού επιτεύγματος στα μαθήματά τους.


Η κυρία Λίζα Βάρβογλη είναι διδάκτωρ Ψυχολογίας και μέλος της ερευνητικής ομάδας του Children’s Hospital της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ.