Τις τελευταίες επτά δεκαετίες το Ηνωμένο Βασίλειο έχει αλλάξει πολύ. Εχει χάσει την αίγλη της αυτοκρατορίας, έχει περάσει από οικονομικές και πολιτικές περιπέτειες, δέχθηκε ανελέητο το χτύπημα της πανδημίας, πέρασε από τις συμπληγάδες του Brexit, ενώ παραλίγο να διασπαστεί με το δημοψήφισμα στη Σκωτία. Μέσα σε όλο αυτό το διάστημα, όμως, ένα πράγμα είχε μέχρι πριν από λίγες ημέρες παραμείνει σταθερό – και αυτό ήταν η παρουσία της βασίλισσας Ελισάβετ Β’. Για πολλούς ανά τον κόσμο αυτή η γνώριμη «γιαγιά» αποτελούσε το σήμα κατατεθέν της Βρετανίας, ένα σύμβολο σταθερότητας σε μια εποχή βίαιων ανατροπών. Πολλοί από εμάς άλλωστε δεν έχουμε αναμνήσεις του κόσμου χωρίς εκείνη μέσα σε αυτόν. Δεδομένου όμως αυτού, αναρωτιόμουν, τι σχέση είχε μια 96χρονη βασίλισσα, η οποία γεννήθηκε πολύ πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έζησε μέσα σε παλάτια, με τον μέσο εκπρόσωπο της νέας γενιάς τού σήμερα; Τι θα μπορούσαμε να διδαχθούμε εμείς από αυτήν;

Ζώντας στο Λονδίνο, έχω παρακολουθήσει πολλές συζητήσεις γύρω από τη μοναρχία και τη βασίλισσα. Εφέτος ιδιαιτέρως, στους εορτασμούς των 70 ετών από την άνοδό της στον θρόνο, οι συζητήσεις αυτές είχαν πολλαπλασιαστεί. Σίγουρα ακόμα και σήμερα οι απόψεις περί μοναρχίας (την οποία και εγώ αντιμετωπίζω με σκεπτικισμό) διίστανται. Και ενώ πολλοί επιφυλάσσουν αρκετά σχόλια και έντονη κριτική για τα νεότερα μέλη της βρετανικής βασιλικής οικογένειας, όταν επρόκειτο για τη βασίλισσα Ελισάβετ Β’, ακόμα και οι πολέμιοι του θεσμού που έχω ακούσει εκφράζονταν με έναν σεβασμό, μερικές φορές έως και με μια τρυφερότητα για τη μακροβιότερη μονάρχη της χώρας. Πάνω απ’ όλα, η μία λέξη που άκουσα να αναφέρεται συχνότερα από τους περισσότερους σε σχέση με το πρόσωπό της ήταν το «καθήκον».

Καθήκον σημαίνει, σύμφωνα με τα λεξικά, αυτό που οφείλει να πράξει κάποιος ακολουθώντας γραπτούς ή άγραφους κανόνες, τη συνείδηση ή τη θρησκεία, την κοινωνία, το έθιμο ή τον ηθικό νόμο. Η ίδια η Ελισάβετ Β’ είχε κατανοήσει το περιεχόμενο του όρου ήδη από την ηλικία των 21 ετών, όταν, ως πριγκίπισσα ακόμα, απευθυνόμενη από τη Νότια Αφρική στους μετέπειτα υπηκόους της ανά τον κόσμο, δήλωνε πως «όλη μου η ζωή θα είναι αφιερωμένη στο να σας υπηρετώ». Και ενώ αναμφισβήτητα η ζωή της βασίλισσας Ελισάβετ B’ περιείχε πολλά προνόμια, σε έναν βαθμό η προσήλωσή της στο καθήκον δημιούργησε και πολλούς περιορισμούς, πικρίες και αναταραχές στην ίδια καθώς επίσης και στους οικείους της.

Σε μια συνέντευξη για το πλατινένιο ιωβηλαίο της, η κόρη της Ελισάβετ Β’, πριγκίπισσα Αννα, ερωτήθηκε πόσο πίστευε πως χαιρόταν η μητέρα της που κατόρθωσε να φτάσει τα 70 χρόνια στον θρόνο. Η απάντησή της με ξάφνιασε – είπε πως ενώ είναι σαφώς μεγάλο κατόρθωμα, ξεχνάει κανείς ότι αυτό το κατόρθωμα συνοδεύτηκε και από πολλές θυσίες και λύπες που ίσως η ίδια η βασίλισσα να μη διάλεγε. Από ηλικία 25 ετών έπρεπε να ξεχάσει ό,τι ελπίδα ιδιωτικής ζωής είχε και να αναλάβει τον ρόλο του δημοσίου προσώπου ως ηγέτιδα. Επιπρόσθετα η θέση της δυσκόλεψε και τις σχέσεις της με πολλά κοντινά της πρόσωπα, όπως με τον σύζυγό της, πρίγκιπα Φίλιππο, ο οποίος δεν μπορούσε καν να δώσει το όνομά του στα παιδιά τους, ή όπως με την πολυαγαπημένη αδελφή της, πριγκίπισσα Μαργαρίτα, στην οποία στάθηκε εμπόδιο στο να παντρευτεί τον άνθρωπο που αγαπούσε, τον σμηναγό Πίτερ Τάουνσεντ. Ακόμα και τρία από τα ίδια της τα παιδιά έπρεπε να παραμείνουν σε δυστυχισμένους γάμους για χρόνια. Σαφώς και η ζωή της Ελισάβετ είχε πολλές ευκαιρίες και προνόμια – απλώς διερωτώμαι πόσα έπρεπε να θυσιάσει για αυτά και για την αφοσίωσή της στο καθήκον; Και πόσο σημαντικό άραγε ήταν το καθήκον για αυτήν όταν η ίδια, σύμφωνα με πολλούς κοντινούς της ανθρώπους, θα ήταν πιο ευτυχής στη φάρμα της στην αγγλική εξοχή εκτρέφοντας σκυλιά και άλογα που αγαπούσε ιδιαιτέρως; Είναι κάτι που μπορούμε να καταλάβουμε εμείς οι νέοι;

Η αλήθεια, θαρρώ, είναι πως λόγω του τρόπου με τον οποίο μεγαλώσαμε ίσως έχουμε αποξενωθεί λίγο από την έννοια του καθήκοντος σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές. Ανατραφήκαμε με την ενθάρρυνση να εκφράζουμε τα συναισθήματα και τις σκέψεις μας πολύ πιο ελεύθερα και να διεκδικούμε τις επιθυμίες μας σε ένα όλο και πιο ανταγωνιστικό περιβάλλον, με αποτέλεσμα να σκεπτόμαστε πρώτα τον εαυτό μας. Η έκρηξη της τεχνολογίας, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η υπερκατανάλωση και η εμπορευματοποίηση των πάντων μάς έχουν κακομάθει να αποκτούμε ό,τι επιθυμούμε άμεσα, χωρίς υπομονή, ενώ έχουμε μάθει και να περνάμε ατελείωτο χρόνο βλέποντας και βγάζοντας τον εαυτό μας φωτογραφίες και βίντεο, καλλιεργώντας έτσι ένα αίσθημα ναρκισσισμού. Ολα αυτά συσσωρεύονται και δημιουργούν μια κουλτούρα εγωκεντρισμού στη γενιά μας, όπου η έννοια του καθήκοντος είναι πιο δύσκολο να ριζώσει, ειδικά αν αυτή πηγαίνει κόντρα στα προσωπικά μας «θέλω».

Αντίθετα, οι προηγούμενες γενιές, όπως αυτή της βασίλισσας Ελισάβετ Β’, άφηναν πολλά από τα «θέλω» τους στην άκρη για χάρη τού «πρέπει». Πόσοι από τη γενιά των παππούδων και των γιαγιάδων μας – σε μερικές περιπτώσεις ακόμα και των γονιών μας – θυσίασαν τη ζωή τους για την πατρίδα τους, παντρεύτηκαν ανθρώπους που δεν αγαπούσαν, έκαναν δουλειές και έχτισαν καριέρες που δεν ήθελαν, καταπίεσαν όνειρα και επιθυμίες ορμώμενοι από το τι θεωρούσαν πως έπρεπε να πράξουν για τη χώρα, την κοινωνία ή την οικογένειά τους;

Ενώ πάντα πίστευα και ακόμα πιστεύω πως ο πιο φιλελεύθερος τρόπος με τον οποίο μεγαλώσαμε περιλαμβάνει σαφώς πάρα πολλά θετικά στοιχεία, όπως την ανάπτυξη της διαφορετικότητας, της αποδοχής ή τη μεγαλύτερη ενθάρρυνση της ελευθερίας στη σκέψη και στην έκφραση, σκέπτομαι πως ίσως να αλλοτριώνουν και λίγο όλα εκείνα που προσφέρει η έννοια του καθήκοντος – και αυτή η σκέψη μου έγινε πολύ έντονη κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης του κορωνοϊού. Για ενάμιση χρόνο, όλος ο κόσμος κλήθηκε να θυσιάσει ένα μεγάλο μέρος του «εγώ» του και των «θέλω» του για το γενικότερο καλό και το «πρέπει» – και ενώ στην αρχή υπήρχε κάποια πειθαρχία, όσο ο φόβος ήταν υψηλός, καθώς περνούσε ο καιρός έβλεπα ανθρώπους της γενιάς μου να δυσκολεύονται ή να αδυνατούν να καταπιέσουν άλλο τις επιθυμίες τους – σε σημείο που η διασπορά του ιού οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στη δραστηριότητα των νεαρότερων ηλικιών. Αν λοιπόν δυσκολευόμαστε τόσο να βάλουμε τα «θέλω» μας στην άκρη για το κοινό καλό, τότε εμείς ίσως να χάσουμε ως κοινωνία στο μέλλον.

Εν κατακλείδι, για εμάς τους νέους η βασίλισσα Ελισάβετ Β’, λόγω της έντονης και μακράς παρουσίας της, συμβόλιζε μια στάση ζωής προσηλωμένης στο καθήκον. Υπήρξε ίσως η πιο διάσημη «μασκότ» μιας γενιάς που έκανε πολλές προσωπικές θυσίες για το γενικότερο καλό με γνώμονα το καθήκον, κάτι το οποίο σε εμάς τώρα μπορεί συχνά να φαίνεται ξένο. Σίγουρα με την πάροδο των χρόνων τα ήθη εξελίσσονται, κάτι πολύ σημαντικό, καθώς διαμορφώνονται και εκσυγχρονίζονται οι αξίες μας. Παράλληλα, όμως, είναι σημαντικό να μην αποστασιοποιούμαστε και να τιμούμε τις αξίες των προηγούμενων γενεών, όταν αυτές θέτουν ως αρχή την αφοσίωση προς το γενικότερο καλό και ιδιαιτέρως όταν αυτή η προσήλωση έχει συντελέσει στην ευημερία των επόμενων γενεών. Για αυτή την αφοσίωση και υπενθύμιση λοιπόν ευχαριστούμε την Ελισάβετ Β’ αλλά και όλους τους εκπροσώπους της γενιάς της που έθεσαν το «πρέπει» μπροστά από το «θέλω».